Τι είναι και πότε «τελείωσε» η Μεταπολίτευση;

Το ερώτημα έρχεται και επανέρχεται, χρόνια τώρα. Με διάφορες αφορμές. Η τελευταία αφορμή ήταν η ρητορική του αντισυστημικού μπλοκ των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ («εκείνοι που 40 χρόνια κατέστρεψαν τη χώρα»), η οποία γύρω από αυτό το ερώτημα γυρίζει. Αλλά ποια είναι η σωστή απάντηση;

Με την πιο στενή έννοια, η Μεταπολίτευση ολοκληρώθηκε γρήγορα και βελούδινα, λίγους μήνες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και η κατάργηση των μετεμφυλιακών νόμων, οι πρώτες ελεύθερες εκλογές, το δημοψήφισμα για τη μοναρχία και η θέσπιση του νέου Συντάγματος έκλεισαν τον κύκλο της μετάβασης. Με μιαν ευρύτερη έννοια, ο πολιτικός και πολιτιστικός κύκλος της Μεταπολίτευσης έκλεισε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η αλλαγή του 1981 ήταν η πολιτική κορύφωση της ρήξης με το προδικτατορικό πολιτικό περιβάλλον. Ο κύκλος κλείνει, μάλλον, λίγο μετά την εκλογή Σαρτζετάκη, την αναθεώρηση του Συντάγματος και τις εκλογές του ’85, που άνοιξαν ένα ρήγμα στις σχέσεις του Ανδρέα με την Αριστερά. Κι έπειτα, στις δημοτικές εκλογές του 1986, έναν χρόνο μετά την αποθέωση του αντιδεξιού μετώπου, γράφτηκε η αρχή του τέλους του. Και μαζί, του τέλους της ατμόσφαιρας της Μεταπολίτευσης.

Μα κάπου εκεί αρχίζει να συντελείται και μια ευρύτερη αλλαγή στο πολιτικό περιβάλλον. Αρχίζουν να αλλάζουν οι βασικές πολιτικές συμπεριφορές. Οι δημοσκοπήσεις αρχίζουν, τη δεκαετία του ’90, να καταγράφουν μια βαθμιαία αποστασιοποίηση των πολιτών από τα, πανίσχυρα ώς τότε, πολιτικά κόμματα. Οι πολιτικές ταυτίσεις υποχωρούν. Ενα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος δεν ψηφίζει με βάση την πολιτική παράδοση ή με κίνητρο την πολιτική και ιδεολογική ταύτιση. Τα πάθη υποχωρούν. Η πολιτική αντιπαράθεση αρχίζει να χάνει τα χαρακτηριστικά μιας ταυτοτικής σύγκρουσης – το φως με το σκοτάδι – και επικεντρώνεται, όλο και περισσότερο, σε αναμετρήσεις του «παλιού» με το «νέο» ή των «καθαρών» με τους «διεφθαρμένους». Και οι καταγγελίες για  σκάνδαλα υποκαθιστούν την πολιτική ύλη – το 1989 και ξανά το 1993 και πάλι το 2004 και το 2009.

Κι όσο το πολιτικό πάθος και η πολιτική ταύτιση εξατμίζονταν τόσο δυνάμωνε ένας νέος δεσμός των αντιπροσωπευομένων με τους εκπροσώπους τους. Ενα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο της μετα-Μεταπολίτευσης: σας ψηφίζω, όχι γιατί αισθάνομαι ότι με εκπροσωπείτε, αλλά επειδή περιμένω ως ανταμοιβή της ψήφου μου τη διαρκή μεγέθυνση του καταναλωτικού μου δικαιώματος. Ακόμη και όταν από την πλευρά των πολιτικών υποκειμένων προτεινόταν μια ισχυρή πολιτική ιδέα, όπως ο εκσυγχρονισμός ή η ΟΝΕ, η σχέση των κομμάτων με τους ψηφοφόρους τους, σε αυτό το ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο εδραζόταν.

Οταν η κρίση άρχισε να δείχνει τα δόντια της, ήδη από το 2007, το πολιτικό σκηνικό άρχισε να τρίζει. Οι δημοσκοπήσεις του 2008, για πρώτη φορά, έδειχναν τον ΣΥΡΙΖΑ με διψήφια ποσοστά, να απειλεί να αποσπάσει ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος του ΠΑΣΟΚ. Ο Δεκέμβριος του 2008 ανέκοψε την τάση και επανέφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στα μονοψήφια. Μα όταν η κρίση ξέσπασε ανοιχτά, μετά το 2010, και το μετα-μεταπολιτευτικό κοινωνικό συμβόλαιο διερράγη οριστικά και με πάταγο, αφήνοντας στους πολίτες – πελάτες μια αίσθηση προδοσίας, η πολιτική κατάρρευση ήρθε γρήγορα. Ηδη το 2011 οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν μια ραγδαία μετανάστευση του εκλογικού σώματος του ΠΑΣΟΚ προς τη ΔΗΜΑΡ, που αναδεικνυόταν ως τρίτο κόμμα. Στις αρχές του 2012, λίγο πριν από τις εκλογές του Μαΐου, το ρεύμα γύρισε απότομα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε έτοιμος να κυβερνήσει. Και προσέφερε στο ορφανό εκλογικό σώμα ένα συνεκτικό και παρηγορητικό αφήγημα: όλα είναι ψέμα, η χρεοκοπία είναι «παραμύθι με δράκο», το Μνημόνιο είναι η πηγή της κακοδαιμονίας, θα το σχίσουμε, θα το καταργήσουμε «με έναν νόμο κι ένα άρθρο» και όλα θα γίνουν πάλι όπως ήταν πριν. Αυτή η υπόσχεση επιστροφής στο προ κρίσης κοινωνικό συμβόλαιο, η υπόσχεση προστασίας των κεκτημένων, ήταν η βάση της εκλογικής εκτόξευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και το έδαφος της συνάντησής του, της ώσμωσής του με τη δεξιά εθνικιστική και συνωμοσιολογική αντιμνημονιακή ρητορική των ΑΝΕΛ.

Η διάψευση της υπόσχεσης, η ομολογία πως ήταν «αυταπάτη», κλείνει και αυτόν τον κύκλο. Και ανοίγει, έχει ανοίξει καιρό τώρα, τον κύκλο της απάθειας. Εναν κύκλο ελάχιστων κοινωνικών προσδοκιών από την πολιτική. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ψήφισαν, θυμίζω, μισό εκατομμύριο λιγότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Και οι δημοσκοπήσεις, που μήνες τώρα καταγράφουν ένα παγωμένο πολιτικό σκηνικό, όπου τα γεγονότα – η συμφωνία των Πρεσπών, η έξοδος από το τρίτο Μνημόνιο, το έγκλημα στο Μάτι – δεν αποτυπώνονται καν στην πρόθεση ψήφου, δεν χαράζουν την παγωμένη εικόνα των συσχετισμών, αυτό ακριβώς επιβεβαιώνουν. Τον βαθμό μηδέν της πολιτικής εμπιστοσύνης.

Τώρα, λοιπόν, που το επόμενο εκλογικό ραντεβού θα επιβεβαιώσει το τέλος του «κύκλου 2012», αφού θα έχει προηγηθεί και το τέλος της συνύπαρξης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ (τέλος που αναβάλλεται μόνον επειδή περιμένουμε τις εξελίξεις στα Σκόπια να απελευθερώσουν το δικό μας εκλογικό ημερολόγιο), το ερώτημα δεν είναι πώς θα καταγραφούν οι μεταβατικοί πολιτικοί συσχετισμοί. Μα αν, πώς και με ποιου την πρωτοβουλία, την «ηγεμονία», θα συνταχθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα ανατάξει τα συντρίμμια των δεσμών της κοινωνίας με την πολιτική, των ψηφοφόρων με τα κόμματα, των γενεών μεταξύ τους…