Αρχές Σεπτεμβρίου υποδεχόμαστε στο πανεπιστήμιο τους πρωτοετείς φοιτητές και φοιτήτριες και μαζί τους τις προσδοκίες, ελπίδες, φόβους και προκαταλήψεις της κοινωνίας για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Αυτό το σύμπλεγμα ελπίδας και φόβου, πίστης και προκατάληψης, προσδοκίας και ακύρωσης, σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνει τόσο τον ρόλο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας όσο και το συλλογικό μας φαντασιακό για το μέλλον μας ως κοινότητα. Για πολλές δεκαετίες η εισαγωγή στην Τριτοβάθμια ήταν αυτόματα συνδεδεμένη με την κοινωνική άνοδο, αλλά και με την είσοδο των νέων ανθρώπων σε κοινωνικά και πολιτικά δίκτυα και πολιτισμικές συσσωματώσεις  που συνδέονταν με την πρωτοπορία, τη διεθνική εξωστρέφεια, την προοδευτική διανόηση. Πανεπιστήμιο σήμαινε για πολλές γενιές νέων ανθρώπων στην Ελλάδα και διεθνώς την είσοδο σε δομές κοινωνικότητας που συχνά χαρακτηρίζονταν σκωπτικά ως «φοιτητική ζωή» αλλά αφορούσαν τις ποικίλες πρακτικές και εκφάνσεις του δημιουργικού βίου.

Η σταδιακή και ολοένα και πιο ασφυκτική σύνδεση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την κατάρτιση και την επαγγελματική σταδιοδρομία σε συνδυασμό και με πολλές άλλες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις επηρέασαν και το κοινωνικό φαντασιακό για την Τριτοβάθμια διαμορφώνοντας αντίστοιχα και την φοιτητική υποκειμενικότητα στο σύνολό της. Τι συνέβη όμως κατά τα τελευταία χρόνια της σκληρής οικονομικής κρίσης; Και πώς η κρίση επηρέασε τις προσδοκίες των νέων και της κοινωνίας από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση; Και πώς αυτοί οι μετασχηματισμοί προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τον κοινωνικό, πολιτισμικό και αναπτυξιακό ρόλο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στις δεκαετίες που έρχονται;

Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται επιστημονική μελέτη της ιστορίας της δεκαετίας 2008-2018. Κάποιες υποθέσεις ωστόσο μπορούν να διατυπωθούν με βάση κυρίως τις «παρατηρήσεις πεδίου», δηλαδή της εμπειρίας διδασκαλίας, έρευνας και διοίκησης στο πανεπιστήμιο κατά την καταλυτική αυτή περίοδο. Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι κατά την περίοδο της κρίσης και της σκληρής δοκιμασίας της μέσης ελληνικής οικογένειας, η επιθυμία των νέων για Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αυξήθηκε και μάλιστα δυναμικά, περιλαμβάνοντας όχι μόνο προπτυχιακές, αλλά και μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, μεταδιδακτορικές έρευνες αλλά και συμμετοχή σε κάθε είδους σεμινάρια, επιμορφωτικά προγράμματα κ.τ.λ. Για να χρησιμοποιήσω «αγοραίους» όρους, η κρίση συνοδεύτηκε με αύξηση της ζήτησης για Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Και αυτή η αύξηση – που σε κάποια πεδία ήταν πραγματικά εκρηκτική – αφορούσε συνολικά όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Οπως συνήθως λέω απευθυνόμενη σε μαθητές και μαθήτριες που επισκέπτονται το πανεπιστήμιο κατά την περίοδο που προσπαθούν να αποφασίσουν τι να σπουδάσουν: η κρίση δρα απελευθερωτικά. Καθώς, δηλαδή, σχεδόν κανένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν μπορεί πια να εγγυηθεί από μόνο του μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία, ο καθένας και η καθεμιά μας μπορεί και πρέπει να επιλέξει με βάση την επιθυμία, τις κλίσεις, τις δεξιότητες και τα όνειρα σε παρόντα χρόνια. Η κρίση στην αγορά εργασίας που χτύπησε με τον πιο βάναυσο τρόπο τους νέους και τις νέες με υψηλά προσόντα μπορεί και αποτέλεσε μια αφορμή για την μετατόπιση από το παραδοσιακό ερώτημα «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις», στο νέο – και συνθετότερο – ερώτημα «τι θες να μάθεις καθώς μεγαλώνεις».

Αυτή η μετατόπιση δεν θα είναι συγκυριακή, γιατί συνάδει με ευρύτερους μετασχηματισμούς της σχέσης στο πεδίο της έρευνας, της παραγωγής της γνώσης, της διασύνδεσης μεταξύ γνώσης και κοινωνίας. Είναι κοινός πια τόπος των ερευνητών που παράγουν γνώση σε υψηλό επίπεδο, ότι το επίπεδο συνθετότητας των προβλημάτων που καλείται να επιλύσει σήμερα η έρευνα είναι τόσο υψηλό, που απαιτεί πολυθεματικές προσεγγίσεις, διεπιστημονική κατάρτιση, συνεργατικές δεξιότητες και αυξημένο βαθμό κοινωνικής νοημοσύνης. Αλλά και από την πλευρά της αγοράς εργασίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και σημαντικά για όσους/ες συμμετέχουμε με τους πολλαπλούς μας ρόλους σήμερα στον σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης του μέλλοντος συμπεράσματα και προβλέψεις που διατυπώνονται ήδη από σχετικούς διεθνείς οργανισμούς. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη δημοσίευσή του το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ανακοίνωσε τις 10 πρώτες δεξιότητες που θα απαιτεί μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία το 2020. Στις πρώτες θέσεις αυτής της λίστας προτεραιότητας αναφέρονται οι εξής δεξιότητες: επίλυση σύνθετων προβλημάτων, κριτική σκέψη, δημιουργικότητα, διαχείριση προσωπικών σχέσεων και συνεργατικότητα, συναισθηματική νοημοσύνη κ.τ.λ.

Τι σημαίνουν αυτά για τα εκπαιδευτικά συστήματα που σχεδιάζουμε σήμερα; Αυτή είναι η συζήτηση που πρέπει να μας απασχολήσει ως χώρα και κοινωνία που δοκιμαστήκαμε σκληρά, διαχειριστήκαμε την καταστροφή και κοιτάμε το μέλλον με επίγνωση και νηφαλιότητα;

Η νέα αρχιτεκτονική της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της Ερευνας χρειάζεται να μεριμνήσει για την ισόρροπη ανάπτυξη όλων των γνωστικών αντικειμένων. Αυτός είναι ο ρόλος του δημόσιου πανεπιστημίου καθώς καλούμαστε να προετοιμάσουμε ανθρώπινο δυναμικό καταρτισμένο σε ποικίλα και συμπληρωματικά γνωστικά πεδία. Τα προγράμματα σπουδών οφείλουν να είναι ευέλικτα ως προς τις επιστημονικές πειθαρχίες, να επιτρέπουν την κινητικότητα των φοιτητών/τριών μέσα στο πανεπιστήμιο και τις διεπιστημονικές γέφυρες και εξειδικεύσεις έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στην υψηλή συνθετότητα των ζητημάτων που καλείται σήμερα να επιλύσει η παραγωγή της γνώσης. Με μια έννοια, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι σημασία για τον σχεδιασμό της νέας αρχιτεκτονικής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης δεν έχουν τόσο τα επιμέρους αντικείμενα – οι τίτλοι των ακαδημαϊκών μονάδων – αλλά οι τροπικότητες της μάθησης που διέπουν  και καθορίζουν το σύνολο: γνωσιακή ευελιξία και συνθετότητα, δημιουργικότητα και επινόηση συνθετική ικανότητα, κοινωνική διασύνδεση και διεθνική εξωστρέφεια.

Η δυναμική και κατά προτεραιότητα η υποστήριξη των ιδρυμάτων και θεσμών της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ερευνας είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ απαίτηση της κοινωνίας και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων και των χαμηλότερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Η απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού και ολοκληρωτικής αποστέρησης πόρων από τη δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και την Ερευνα κατά την περίοδο 2008-2015 αποτέλεσε συγκροτημένη πολιτική επιλογή την οποία θα ερμηνεύσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος και για την οποία θα έπρεπε σε κανονικές συνθήκες να απολογηθεί το πολιτικό σύστημα της χώρας. Η αναστροφή αυτών των συνθηκών και η αποτροπή της κατάρρευσης κατά την περίοδο που ακολούθησε αρχίζει και γίνεται σταδιακά αισθητή και κυρίως στους νέους/ες επιστήμονες.

Εχουν ακόμη πολλά να γίνουν ώστε τα ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ερευνας να εκπληρώσουν τον κοινωνικό και ιστορικό τους ρόλο στην κρίσιμη για τους πολλούς/ές εποχή στην οποία εισερχόμαστε: να λειτουργήσουν δηλαδή ως επιταχυντές των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας απελευθερώνοντας παραγωγική ενέργεια που παραμένει εν πολλοίς ακόμη έγκλειστη λόγω των κοινωνικών περιορισμών πρόσβασης στο γνωσιακό και πολιτισμικό απόθεμα του σύγχρονου κόσμου. Το στοίχημα είναι μεγάλο. Οι προϋποθέσεις για να το κερδίσουμε είναι άριστες. Το οφείλουμε.

Η Ιωάννα Λαλιώτου είναι ιστορικος, κοσμητορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας