Ας είμαστε ειλικρινείς από την αρχή: πριν καν πιάσει κανείς στα χέρια του έναν τίτλο όπως η «Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018, μτφ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, σελ. 304) του Τζον Λοκ, παλεύει με την προσωπική ημιμάθεια και τα στερεοτύπα για τη «δυσνόητη» και απλησίαστη γλώσσα. Δεν υπάρχει, όμως, μεγαλύτερη παρεξήγηση για τον στοχαστή που επηρέασε όσο λίγοι τη λογοτεχνία της εποχής του και των επόμενων γενιών, όπως παρατηρεί εύστοχα ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Πασχάλης Κιτρομηλίδης στην -κάτι παραπάνω από κατατοπιστική- εισαγωγή του: «Οι ιδέες του «Δοκιμίου» εύκολα μπορούν να ανιχνευθούν στα κείμενα του Addison, του Swift, του Pope, του Defoe, του Wordsworth, του  Richardson». Η μετάφραση και η επιμέλεια του καθηγητή, άλλωστε, είναι δύο εχέγγυα για την εξοικείωση του αναγνώστη με ένα από τα κλασικά κείμενα της ευρωπαϊκής πολιτικής παράδοσης, όπου θεμελιώνεται η ιδεολογία που θα μείνει γνωστή ως κλασικός«φιλελευθερισμός». Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς εν έτει 2018 την «Πραγματεία» σαν άσκηση αυστηρής συλλογιστικής, σε πείσμα της post truth μανίας και του ανορθολογισμού: οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ίσοι χάρη στον ορθό λόγο. Τα υπόλοιπα είναι προπαγάνδα.

Στο «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση», επίσης, του Τζον Λοκ (εκδόσεις Παπαζήση, Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, 2016, σελ. 1.162), ο Χρήστος Ξανθόπουλος, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, αντιμετώπισε προφανώς μεγαλύτερα εμπόδια καθώς ο μακροπερίοδος λόγος του άγγλου φιλοσόφου οδηγεί ενίοτε σε λεκτικούς μαιάνδρους (τη στιγμή που χρειάζεται η κυριολεξία). Εστω κι έτσι, δεν παύει να αποτελεί μια σπουδαία συνεισφορά στη βιβλιογραφία των πολιτικών επιστημών ως το κλασικό έργο του εμπειρισμού. Εδώ μπορούμε να διαβάσουμε – πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη ελληνική έκδοση -την περίφημη θεωρία του Λοκ ότι γεννιόμαστε ως «άγραφος πίνακας» (tabula rasa) για να αντιληφθούμε τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις και να τον κατανοήσουμε μέσα από τη σκέψη. Χρήσιμη και εδώ η εισαγωγή των περίπου 30 σελίδων, όπου ο μεταφραστής εντάσσει το «Δοκίμιο» στο ιστορικό, φιλοσοφικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής (1689).