Η διαφαινόμενη κρίση μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας με αφορμή το Αυτοκέφαλο της Ουκρανίας θεωρώ ότι είναι μια κρίση τεχνική και μάλιστα υποκινούμενη μονομερώς από τη Μόσχα.

Μια εκκλησιαστική κρίση δεν προκαλείται μέσα από δημοσιογραφικού τύπου δηλώσεις ή συνεντεύξεις, αλλά όταν διαπιστώνονται αντικανονικότητες και αντιεκκλησιαστικές ενέργειες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο όμως έχει αποδείξει διαχρονικά ότι γνωρίζει να αντιμετωπίζει τα διορθόδοξα και διεκκλησιαστικά θέματα πάντοτε με σοβαρότητα, στα πλαίσια της κανονικότητας, και με τέτοιο τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται ούτε η ενδοορθόδοξη ενότητα ούτε να εμφωλεύει κάποιος κίνδυνος εκκλησιαστικού σχίσματος ή διάσπασης. Επιπλέον το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίζει πάντοτε τα διορθόδοξα θέματα με κριτήρια εκκλησιαστικά και ουδέποτε πολιτικά, ανεξάρτητα εάν οι συνέπειες κάποιων ιεροκανονικών λύσεων έχουν και τις αντίστοιχες πολιτικές συνέπειες.

Η εκκλησιαστική σχέση μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και της Εκκλησίας του Κιέβου επιβεβαιώνεταιι διαχρονικά ως μια σχέση Μητρός και Θυγατέρας Εκκλησίας και αυτή ποτέ δεν αμφισβητήθηκε από τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έστω και αν προς στιγμήν, για λόγους ιστορικούς και εξαιτίας πολιτικών εξελίξεων, είχε ανατεθεί σε μια άλλη «παρένθετη» Αδελφή Εκκλησία για να μη δημιουργηθεί κενό – χάσμα στην κανονική πορεία και την ιστορική συνέχεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη συγκεκριμένη χώρα της Ουκρανίας και στην ποιμαντική διακονία του ποιμνίου της. Ο εκάστοτε Μητροπολίτης Κιέβου είναι διαχρονικά «Εξαρχος του Πατριάρχου  Κωνσταντινουπόλεως» στην Ουκρανία, γεγονός το οποίο ουδέποτε αμφισβήτησε και το Πατριαρχείο Μόσχας.

Ακόμη είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι η αποστολή των δύο Εξάρχων και μάλιστα ουκρανικής καταγωγής και παράδοσης από μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου εμπεριέχει την ανάθεση συγκεκριμένου εξαρχικού λειτουργήματος, ειδικού σκοπού και αποστολής, και δεν υπονοεί ουδεμία άλλη διαθρυλλούμενη κανονική αμφισβήτηση ή ανάμειξη, ενεργείται δε στα πλαίσια των κανονικών σχέσεων μεταξύ Μητρός και Θυγατέρας Εκκλησίας. Αλλωστε η αποστολή εξάρχων ειδικού σκοπού στην κανονική παράδοση της Ανατολής ήταν μια συνήθης μέθοδος, χωρίς αυτό να συνεπάγετο και αμφισβήτηση του κανονικού δικαιώματος  των τοπικών επισκόπων.

Η «σιωπή» των δύο Προκαθημένων (Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας) και οι «φειδωλές δηλώσεις» των δύο παρισταμένων Αρχιερέων (Γαλλίας και Βολοκολάμσκ) πιστεύω ότι αποδεικνύουν την εξεύρεση μιας «minimum» λύσης, έστω και αν δεν ομολογείται. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για κρίση πριν ακόμη δούμε το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας η οποία μόλις τώρα ξεκίνησε και βρίσκεται σε εξέλιξη.

Τα διορθόδοξα εκκλησιαστικά ζητήματα δεν κρίνονται εκ των προτέρων αλλά εκ των υστέρων, εκ της διαδικασίας δηλαδή και εκ του αποτελέσματος τους, γι’ αυτό «στώμεν καλώς».

Αυτό το οποίο προέχει είναι να αναπτυχθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο Εκκλησιών και τότε πολλά πράγματα τα οποία «τιμώνται διά της σιωπής» θα αποβούν καρποί ενότητας και κοινωνίας εκκλησιαστικής.