Οσοι αγνοούν τα δεδομένα της διεθνούς μετανάστευσης και διαβάζουν ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μεταναστεύουν κάθε χρόνο, νόμιμα ή παράνομα, απορούν γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους. Αντίθετα, όσοι γνωρίζουν τα δεδομένα απορούν γιατί τόσο λίγοι μεταναστεύουν.

Ιδού μερικά στατιστικά στοιχεία. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση ζούσαν το 2017 31 εκατ. μετανάστες από άλλες χώρες και 16 εκατ. εσωτερικοί μετανάστες, δηλ. μεταξύ χωρών της ΕΕ. Το 2016 οι μετανάστες και πρόσφυγες από τρίτες στην ΕΕ ήσαν δύο εκατ. Στις ΗΠΑ, το 2009, ζούσαν 11 εκατ. παράνομοι μετανάστες και ένα εκατ. προστίθεται κάθε χρόνο μετά το 2010. Οι αριθμοί αυτοί είναι μικροί σε σχέση με το σύνολο των μεταναστών των παρελθόντων ετών, στους οποίους έχει δοθεί υπηκοότητα και δεν περιλαμβάνονται στις σχετικές στατιστικές. Αν προσθέσουμε τα στοιχεία που αφορούν τον Καναδά, την Αυστραλία κ.τ.λ. ο αριθμός των μεταναστών προς τις πλούσιες χώρες του κόσμου αυξάνεται σημαντικά.

Αν, όμως, λάβουμε υπόψη ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι 7,5 δισεκατομμύρια και αυξάνεται καθημερινά κατά 250.000 περίπου, ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποσιτίζονται και ότι πέντε δισεκατομμύρια, το 67% του συνόλου, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, καταλαβαίνουμε ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα είναι απροσδόκητα μικρά. Η τεράστια διαφορά εισοδημάτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών ανθρώπων και χωρών, και η σπάταλη, η προκλητική και, πολύ συχνά, η προσβλητική ζωή των πλουσίων και ισχυρών, δημιουργούν ισχυρότατα κίνητρα για μεγάλης έκτασης μεταναστευτικά ρεύματα προς τις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Είναι θαύμα το ότι τόσο λίγοι μεταναστεύουν. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στην «προτίμηση για την πατρίδα», στην αβεβαιότητα για το τελικό αποτέλεσμα όταν η μετακίνηση είναι παράνομη, και στην έλλειψη χρημάτων για την κάλυψη του κόστους. Η πρόβλεψη που φαίνεται να είναι εύλογη, είναι ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν και πιθανότατα θα αυξάνονται όσο οι υπάρχουσες διαφορές πλούτου παγκοσμίως παραμένουν και όσο ο πληθυσμός αυξάνεται. Ταυτόχρονα, οι πλούσιες χώρες θα συνεχίσουν να απορούν και να ταλανίζονται από τις μεταναστευτικές πιέσεις που θα δέχονται. Προς το παρόν, το πρόβλημα μπορεί να μην είναι πολύ έντονο και η άρχουσα οικονομική και πολιτική τάξη μπορεί να κερδίζει από αυτές τις εξελίξεις. Ομως η κοινωνική δυσαρέσκεια διογκώνεται, όπως είναι ήδη φανερό σε πολλές χώρες, και δεν οφείλεται σε ρατσισμό ή ξενοφοβία, όπως ορισμένοι υποκριτικά διατείνονται, αλλά στις κατανοητές αρνητικές συνέπειες της παράνομης μετανάστευσης.

Τα παραπάνω οδηγούν λογικά στην εξής πρόταση: αντί ο πρόεδρος των ΗΠΑ να μοιράζει λεφτά στους κατασκευαστές του τείχους στα σύνορα της χώρας του με το Μεξικό, αντί οι ευρωπαίοι ηγέτες να φλυαρούν σχετικά με το αριθμό των μεταναστών και προσφύγων που κάθε χώρα πρέπει να δεχθεί και αντί οι θρησκευτικοί ηγέτες να προσεύχονται και να δίνουν υποκριτικές ευχές για την ευημερία των φτωχών, είναι αναγκαίο και επείγον όλοι αυτοί οι ισχυροί του κόσμου να σκεφτούν και να λύσουν τα δύο συναφή προβλήματα που ανέφερα πιο πάνω, δηλαδή την κραυγαλέα οικονομική ανισότητα και τον υπερπληθυσμό. Η οικονομική ανισότητα απειλεί την ειρήνη στον κόσμο, ο υπερπληθυσμός απειλεί τον πλανήτη και κατ’ επέκταση τη ζωή όλων.

Φυσικά, είναι βέβαιο ότι οι ισχυροί ηγέτες του κόσμου, πολιτικοί, θρησκευτικοί και οικονομικοί, δεν θα κάνουν τίποτε απ’ αυτά. Θα συνεχίσουν να αναπαύονται στα πτιλώδη μαξιλάρια τους και ν’ απολαμβάνουν προκλητικά τον πλούτο τους, αδιαφορώντας για τις τύχες των φτωχών και ταπεινών.

Ο Θεόδωρος Π. Λιανός είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών