υτή η «Ηλέκτρα», διαφέρει: Ο Ευριπίδης καταπιάνεται με τη γενιά των Ατρειδών και προσεγγίζει το θέμα της μητροκτονίας από τη δική του σκοπιά. Η τραγωδία (413 π.Χ.) έπεται χρονικά και του Αισχύλου στις «Χοηφόρες» (458 π.Χ.) και του Σοφοκλή στην ομώνυμη τραγωδία (430 π.Χ.), ενώ προσθέτει μια σειρά από νέα στοιχεία, κυρίως στην προσωπικότητα της ηρωίδας.

Μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα, η Ηλέκτρα ζει στην ευρύτερη περιοχή του Αργους, όπου βασιλεύουν η μητέρα της και ο Αίγισθος, οι οποίοι την έχουν παντρέψει με έναν γεωργό. Αποκομμένη από το παλάτι και τη μοίρα της, η Ηλέκτρα εμφανίζεται ταπεινωμένη, σαν μια φτωχή χωριατοπούλα. Η κατάστασή της είναι ακόμα χειρότερη καθώς ο σύζυγος-γεωργός, σεβόμενος την καταγωγή της, δεν την έχει αγγίξει και ούτε σκοπεύει να το κάνει: Της έχει προσφέρει έναν λευκό γάμο. Παρθένα και άτεκνη η Ηλέκτρα θρηνεί αναζητώντας τρόπους διαφυγής και εκδίκησης, την ώρα που Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος απολαμβάνουν μεγαλεία και έρωτα. Σε αυτή την αντίφαση προστίθεται η απαραίτητη έλευση του Ορέστη, ο οποίος αναζητά, μαζί με τον Πυλάδη, την αδελφή του η οποία τον αναζητά επίσης…

Ο Ευριπίδης πραγματεύεται τις έννοιες της εκδίκησης, της ενοχής, της μεταμέλειας και της δικαιοσύνης, εκφράζοντας ωστόσο την άποψη ότι αν η τιμωρία της Κλυταιμνήστρας είναι δίκαιη, η πράξη του Ορέστη είναι άδικη – δύσκολο άλλωστε να δικαιώσει τη μητροκτονία. Παράλληλα υπογραμμίζει τη μοναξιά και την απομόνωση της Ηλέκτρας. Ο Θέμης Μουμουλίδης επέλεξε (;) να ανεβάσει την ευριπίδεια τραγωδία χωρίς ξεκάθαρη σκηνοθετική γραμμή. Η παράσταση ακολουθεί τη ροή της ιστορίας και εκείνος, από την πλευρά του, ακολουθεί αυτή τη ροή, χωρίς να τη σχολιάζει, χωρίς να την χρωματίζει. Είναι σαν να την αφήνει να κυλήσει μόνη της, φοβούμενος να αναμετρηθεί μαζί της. Είναι αλήθεια ότι το είδος έχει υψηλές απαιτήσεις και η προτεραιότητα στο συναίσθημα και όχι στο μέγεθος των καταστάσεων που αντιμετωπίζουν οι ήρωες είναι μια λύση. Η κορυφαία στιγμή της αναγνώρισης Ηλέκτρας – Ορέστη αφέθηκε στους ίδιους τους ηθοποιούς, στην υποκριτική τους δύναμη και στη χημεία τους, χωρίς να έχει σκηνικά καθοδηγηθεί.

Μέσα στο λιτό σκηνικό με τις σύγχρονες πινελιές που δίνουν τα κοστούμια, η παράσταση κινήθηκε μέσα σε ένα άχρονο τοπίο, με την μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη να αποδίδει με καθαρό και σαφή τρόπο το περιεχόμενο της ευριπίδειας τραγωδίας.

Η Λένα Παπαληγούρα αποτέλεσε μια ενδιαφέρουσα επιλογή αυτής της Ηλέκτρας. Μοιρασμένη ανάμεσα στο άβουλο κορίτσι και τη βασιλική κόρη, ανάμεσα στην απελπισία και την ελπίδα, την αθωότητα και τη διάθεση για εκδίκηση, κατάφερε να ισορροπήσει και να διαχειριστεί μετρημένα τη ροπή προς το μελό, στην οποία έχει ενδώσει ο σκηνοθέτης.

Η παρουσία του Νίκου Κουρή στην παράσταση πρόσθεσε και κύρος και βάρος: Επιβλήθηκε στον εαυτό του και στον ρόλο και, κυρίως, δεν αφέθηκε στις ευκολίες του σκηνοθέτη προς συναισθηματικές διεξόδους και λύσεις. Με μέτρο στον λόγο του υποδύθηκε έναν ακόμα Ορέστη στην πορεία του, με αρωγό την εμπειρία και συνοδοιπόρο την αυτοκυριαρχία του.

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης στον ρόλο του Παιδαγωγού ενδίδει περισσότερο στο συναίσθημα ενώ ο Γιάννης Νταλιάνης είναι ο γεωργός-σύζυγος, η ταπεινή φιγούρα του έργου, τον οποίο ο ηθοποιός ερμηνεύει με συνέπεια.

Σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης

Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης

Επεξεργασία κειμένου: Παναγιώτα Πανταζή

Σκηνικό – κοστούμια: Παναγιώτα Κοκορού

Μουσική: Θύμιος Παπαδόπουλος

Ερμηνείες: Λένα Παπαληγούρα, Νίκος Κουρής, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Αρβανίτης, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Ελένη Ζαραφίδου, Δανάη Επιθυμιάδη, Παναγιώτης Εξαρχέας

Πού: Η παράσταση θα παιχθεί στις 7/9 στο Ηρώδειο. Η περιοδεία ολοκληρώνεται στις 9/9.