Είχα πρωτοδιαβάσει Το τούνελ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (εκδ. Αστέρι) σε μετάφραση Μάγιας – Μαρίας Ρούσσου και επιμέλεια – εισαγωγή (ιδιαίτερα κατατοπιστική) του βαθύ γνώστη της ισπανόφωνης λογοτεχνικής παράδοσης Φίλιππου Δρακονταειδή. Προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας, τα δύο μείζονα έργα του Σάμπατο (Αβαδδών ο εξολοθρευτής και Περί ηρώων και τάφων) είχαν μεταφραστεί από τον Μανώλη Παπαδολαμπάκη και εκδοθεί στη θαυμάσια κλασική σειρά του Εξάντα.

Με αυτά ως οδηγό περιφερόμουν στις αρχές του 1988 στο Μπουένος Αϊρες, την πιο ευρωπαϊκή από τις μητροπόλεις της αμερικανικής ηπείρου, εντυπωσιακή μες στις αντιθέσεις της, τον κοσμοπολίτικο αέρα της και τις απολήξεις μιας πολιτισμικής παράδοσης που δεν λέει να αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο της Ευρώπης. Ο Σάμπατο έκανε την περιήγησή μου σ’ αυτή την πόλη περισσότερο νόστιμη, για να μην πω γοητευτική, όχι τόσο για την πιστότητα του αστικού τοπίου που προσφέρει στα βιβλία του όσο για τα πολλαπλά νοήματα και τα μυστικά που έχει την ικανότητα να εξορύσσει ακόμη και από την ανόργανη ύλη.

Το τούνελ είναι το μικρότερο σε όγκο βιβλίο του. Αν το τοποθετήσουμε στη συγχρονία του, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι έρχεται λίγα χρόνια μετά τη Ναυτία του Σαρτρ και τον Ξένο του Καμί, σχεδόν ταυτόχρονα με το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ και ενώ στη βορειοαμερικανική σκηνή βασιλεύει ο Φόκνερ. Οι συσχετισμοί είναι αναπόφευκτοι, ειδικά με τον Ξένο. Και οι δύο ήρωες (ο Μερσό και ο Καστέλ) μοιάζουν αποσυνάγωγοι από την κοινωνία, αν και με δική τους επιλογή. Και οι δύο αφηγούνται από τη φυλακή τη διάπραξη ενός εγκλήματος (εντελώς διαφορετικής υφής πάντως). Και οι δύο υπενθυμίζουν τα όρια της λογικής όταν αποπειράται να εκβιάσει την πραγματικότητα. Κανείς τους δεν εκλιπαρεί για συγχώρεση ούτε ωραιοποιεί τα πράγματα –αντίθετα, μοιάζουν να καλοδέχονται το συλλογικό μίσος. Και για να μην το ξεχάσουμε, και οι δύο δρουν όχι στην ευρωπαϊκή μητρόπολη, αλλά στον οικειοποιημένο χώρο των αποικιών (την Αλγερία και την Αργεντινή αντιστοίχως).

«Ο ξένος» σε άλλα μήκη και πλάτη

Σε αντίθεση με τον Ξένο, όπου ο Μερσό είναι ο κοινός μέσος άνθρωπος, στο Τούνελ ο Καστέλ είναι καλλιτέχνης: ζωγράφος μάλλον επιτυχημένος και διόλου μετριόφρων, που δυσπιστεί ως προς τη συλλογική μνήμη και το κοινό γούστο. Τα βάζει με όλους και ειδικά με τη φάρα των κριτικών –εντελώς ανέμπνευστοι, κοινότοποι και ανίκανοι να συλλάβουν το νόημα των πινάκων του, ακόμη και όταν τους εκθειάζουν. Σε μια έκθεση συλλαμβάνει με το μάτι μια νέα γυναίκα που μόνο αυτή έχει επικεντρωθεί σε ένα μικρό πλαίσιο, ένθετο σε πίνακά του με τον τίτλο «Μητρότητα».

Το πλαίσιο απεικονίζει μια έρημη παραλία και μια γυναίκα που ατενίζει τον ωκεανό σαν να περιμένει κάτι, έστω και μια απάντηση σε κάποιο ερώτημά της. Είναι η μόνη μες στο αδιάφορο, κοσμικό πλήθος που έχει σταθεί σε αυτήν τη λεπτομέρεια και αυτό αρκεί για να συναγάγει ο Καστέλ ότι πρόκειται για την αδελφή ψυχή που μάταια ώς τότε αναζητούσε. Θα την αναζητήσει στο αχανές Μπουένος Αϊρες και τελικά θα την ξαναβρεί μάλλον τυχαία. Θα αποκαλυφθεί με τα πολλά ότι πράγματι η γυναίκα, η Μαρία Ιριμπάρντε, δεν μπορεί να συνέλθει από το σοκ του πίνακα και ότι σκεφτόταν ομοίως τον Καστέλ ολημερίς κι ολονυχτίς.

Ωστόσο προσπαθεί, μάλλον χωρίς πειθώ, να τον αποτρέψει από την αναπόφευκτη ερωτική εμπλοκή προειδοποιώντας τον ότι θα του κάνει κακό.

Ο Καστέλ ζει πια και αναπνέει μόνο για εκείνη. Αμελεί δουλειά και κοινωνικές υποχρεώσεις και αποδύεται στο κυνήγι του ιδεατού έρωτα. Γίνονται εραστές σχεδόν εκβιαστικά, αλλά τότε εκείνος προσπαθεί πίσω από την ερωτική της συμπεριφορά να αποκαλύψει το παρελθόν της, ενώ αμφισβητεί ακόμη και τα αυτονόητα. Αποκαλύπτεται πράγματι ότι η Μαρία τού κρύβει πτυχές της ζωής της –από την ηλικία της μέχρι το ότι είναι παντρεμένη, και μάλιστα με τυφλό, μέχρι ότι περνάει μεγάλα διαστήματα με τον ξάδερφο του άντρα της στο οικογενειακό εξοχικό σπίτι.

Ωστόσο ο Καστέλ παγιδεύεται στο παιχνίδι του κυνηγιού της αλήθειας (μάλλον της επιβεβαίωσης του έρωτά της) με μια εμμονή που ξεπερνά κάθε όριο λογικής, αμφισβητώντας ακόμη και τα αυταπόδεικτα. Την κατηγορεί ότι προσποιείται την ώρα της ερωτικής πράξης, ότι του αποκρύπτει προηγούμενους εραστές της αφήνοντας απλώς σκιές ως προς την ύπαρξή τους, ότι δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά αισθήματα και κίνητρά της.

Με ψυχαναλυτική διεισδυτικότητα ο Σάμπατο αποτυπώνει την παρανοϊκή αυτοπαγίδευση του αρχετυπικού, ακραία ερωτευμένου αρσενικού που επιδιώκει τη μοναδικότητα και αναζητά αποδείξεις που εξ ορισμού είναι αδύνατον να βρεθούν (και επαληθευτούν) σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τα ερωτικά πράγματα. Περιγράφει έναν ρομαντικό εγωιστή που θα ήθελε να είναι ο ένας και μοναδικός και ο οποίος παρά ταύτα γοητεύεται από το μάλλον πλούσιο βιογραφικό της αρχετυπικής γυναίκας – πλανεύτρας. Η Μαρία πάλι παίζει τα χαρτιά της μοιραίας γυναίκας, της φαινομενικά λογικής και μετριοπαθούς, στο βάθος όμως κουρασμένης και απελπισμένης από το παιχνίδι της κατάκτησης: από τη βούληση του άντρα θηρευτή να καθυποτάξει το θηλυκό, από την απελπισία ενός παιχνιδιού χωρίς τέλος που οδηγεί νομοτελειακά στην καταστροφή.

Τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί οριστικά

Ωρες ώρες το βιβλίο μοιάζει σαν μια επιστημολογική διερεύνηση των ορίων της προσωπικής αλήθειας. Η πραγματικότητα ταρακουνιέται από το πάθος του αφηγητή και τα όρια του ορθού λόγου (της δύναμης της αποδειξιμότητας, θα λέγαμε) διαρκώς αμφισβητούνται. Τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί οριστικά και τελεσίδικα, υπονοεί ο αφηγητής. Τα όρια της γνώσης διαρκώς μετατοπίζονται.

Ο μοναχικός άνθρωπος της μεγαλούπολης δεν έχει σταθερές, δεν μπορεί να αδραχτεί από κάποιο σταθερό κομμάτι της πραγματικότητας.

Ακόμη και όταν ο Καστέλ σκοτώνει τη Μαρία (κάτι που έχει δηλωθεί στην πρώτη φράση του βιβλίου), το κάνει υπό το φως εύκολα αμφισβητούμενων αποδείξεων εξαπάτησης εκ μέρους της, όταν μια νύχτα παρακολουθεί το εξοχικό σπίτι και τις κινήσεις τής ίδιας και του ξαδέρφου της.

Οι ζωές τους τελικά προσομοιάζουν με δύο παράλληλα τούνελ – μυστικά περάσματα κάτω από την επιφάνεια του κοινωνικού εδάφους, που ωστόσο ποτέ δεν διασταυρώνονται, αν και η πορεία τους τείνει να γίνει εφαπτομενική.

Το βιβλίο διαβάστηκε ως μια αμιγής ιστορία ερωτικού πάθους, μέσα στην οποία ο καθείς μπορεί να ανακαλύψει πτυχές –αν όχι το σύνολο –του ερωτικού εαυτού του. Διαβάστηκε όμως κυρίως ως μανιφέστο του αποξενωμένου ανθρώπου –εκείνου που προσπαθεί μέσω του ορθού λόγου να ενταχθεί στην κοινωνία εξορύσσοντας την αλήθεια και, όπως είναι φυσικό, δεν τα καταφέρνει. Γιατί ο Καστέλ είναι εμμονικός με την πραγματικότητα. Δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Ενα βλέμμα, ένα χαμόγελο, η παραμικρή επίκληση του παρελθόντος εκ μέρους της Μαρίας προκαλούν τη ζηλότυπη φιλομάθειά του για πράγματα που δεν έκανε ή δεν έζησε μαζί της. Η μάταιη εύρεση της αλήθειας (ποιας αλήθειας άλλωστε;) ταυτίζεται με την ανακριτική / επιστημονική έρευνα του παρελθόντος της –και εδώ επέρχεται η τρέλα, το ταρακούνημα του μυαλού μέχρι σημείου ο κόσμος να πάψει να είναι κατανοητός. Ο Καστέλ είναι μια αρσενική Μήδεια, θα λέγαμε ντουμπλάροντας την εισαγωγή του Δρακονταειδή στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, όπου η πορεία προς τον φόνο μοιάζει φυσική όταν το αρσενικό δεν επιθυμεί απλώς την κατάκτηση αλλά και την πλήρη κατοχή του θηλυκού –την κατάκτηση ακόμη και του παρελθόντος του.

Σοβαρός επιστήμονας ο ίδιος (ήταν κάτοχος διδακτορικού τίτλου στην ατομική φυσική), με θητεία στο Ινστιτούτο Κιουρί στο Παρίσι ήδη κατά τη δεκαετία του ’30, όπως αργότερα και στο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης, ο Ερνέστο Σάμπατο θα αμφισβητούσε σταδιακά τη δυνατότητα της επιστήμης, παρά τη διαρκώς διευρυνόμενη περιγραφική της ικανότητα, να απαντήσει στα βαθύτερα ερωτήματα του ανθρώπου –με άλλα λόγια, την αδυναμία της να δώσει εξηγήσεις. Η κβαντική φυσική τον επηρέασε εξίσου με τις γαλλικές καλλιτεχνικές πρωτοπορίες της εποχής. Στράφηκε στο μυθιστόρημα και αργότερα στην κριτική δοκιμιογραφία, θεωρώντας ως πλούτο της λογοτεχνίας την εξ ορισμού αρετή της να παραμερίζει το αίτημα της αντικειμενικότητας. Πίστευε πως ο μυθιστοριογράφος αδυνατεί στις μέρες του (μας) να είναι ο βιολόγος του 19ου αιώνα, εκείνος που ανέλυε καταλεπτώς τη ζωή μιας κυψέλης ή μιας αγέλης. Εχει τις ελευθερίες (αλλά και την υποχρέωση) να πάει ώς το βάθος της ύπαρξης αναδεικνύοντας την ατομικότητα (το περιλάλητο «εγώ») μέσα στην αχανή ανθρώπινη βιοποικιλότητα.

Ο Ερνέστο Σάμπατο έγραψε τρία μόνο μυθιστορήματα, με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, και πέθανε στα εκατό του χρόνια το 2011. Ηταν αρκετά για να τον τοποθετήσουν στην πρωτοκαθεδρία της περίφημης αργεντίνικης σχολής, πλάι στον Μπόρχες, τον Κορτάσαρ και τον Κάσαρες.

Ernesto Sabato

Το τούνελ

Mτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου

Εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 173

Τιμή: 13,30 ευρώ