Η αμερικανική αγορά ομολόγων δείχνει να κινείται κόντρα στη λογική καθώς πλησιάζει η τελευταία συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ για το έτος. Παρά την ευρεία προσδοκία για νέο μειωμένο επιτόκιο από τη Fed, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να ανεβαίνουν, φτάνοντας σε επίπεδα που δεν συμβαδίζουν με μια φάση χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Το φαινόμενο αυτό θυμίζει τις αποκλίσεις της δεκαετίας του 1990 και αντανακλά την αυξανόμενη επιφυλακτικότητα των επενδυτών απέναντι στον πληθωρισμό και στο τεράστιο βάρος του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ.
Το αμερικανικό 10ετές ομόλογο αγγίζει το 4,18%, ένδειξη ότι οι αγορές ζητούν μεγαλύτερο «ασφάλιστρο κινδύνου» σε σχέση με την περίοδο πριν από την επανέναρξη των μειώσεων επιτοκίων τον Σεπτέμβριο. Οι επενδυτές φοβούνται ότι η Fed ίσως υποτιμά τον κίνδυνο νέας ανόδου του πληθωρισμού, την ώρα που ο δείκτης τιμών καταναλωτή ανέβηκε ξανά στο 3%, μακριά από τον στόχο του 2%.
Παράλληλα, η αγορά εμφανίζεται επιφυλακτική απέναντι στις οικονομικές πολιτικές που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ, οι οποίες σε συνδυασμό με νέες ενδεχόμενες μειώσεις επιτοκίων το 2026 ενισχύουν τους φόβους για αναζωπύρωση του πληθωρισμού. Την αβεβαιότητα επιτείνει και η αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία της Fed, καθώς η αποχώρηση Πάουελ και η επιλογή νέου προέδρου από τον Λευκό Οίκο επαναφέρουν στο προσκήνιο το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας.
Το βάρος του αμερικανικού δημοσίου χρέους επιδεινώνει το κλίμα. Με το συνολικό χρέος να ξεπερνά τα 37,6 τρισ. δολάρια και να φτάνει το 125% του ΑΕΠ, τα επίπεδα είναι σχεδόν όσα και στο ιστορικό υψηλό του 2020. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλυτές προειδοποιούν ότι η Fed ίσως αναγκαστεί να ξανανοίξει το κεφάλαιο της ποσοτικής χαλάρωσης για να αποτρέψει μια κρίση στην αγορά repos και να στηρίξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Οι υψηλές αποδόσεις, παρά τις μειώσεις επιτοκίων, μεταφράζονται σε αυξημένα κόστη δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, από στεγαστικά δάνεια έως πιστωτικές κάρτες, επιβαρύνοντας περαιτέρω την οικονομία. Όπως σημειώνουν αναλυτές της αγοράς, η αντίδραση αυτή έρχεται ως συνέχεια μιας εξαιρετικά απότομης περιόδου αυξήσεων επιτοκίων τα προηγούμενα χρόνια, που έκανε τις αγορές να προεξοφλήσουν πολύ γρήγορα τη μετέπειτα χαλάρωση.
Στο υπόβαθρο όλων αυτών βρίσκεται και ο παράγοντας Ιαπωνία. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας κινείται προς το αντίθετο νομισματικό μονοπάτι σε σχέση με τη Fed, καθώς αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αυξήσεων επιτοκίων. Η διάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις κινήσεις carry trade, ενισχύει την ανοδική πίεση στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων. Παράλληλα, οι ενδείξεις από τα συμβόλαια OIS καταδεικνύουν ότι η Fed θα συνεχίσει τις μειώσεις, ενώ ο BoJ θα παραμείνει σε τροχιά αυξήσεων μέσα στο επόμενο έτος.
Το 30ετές αμερικανικό ομόλογο κινείται πλέον κοντά στο 4,8%, πολύ πάνω από τα επίπεδα που επικρατούσαν κατά τις πρόσφατες μειώσεις επιτοκίων. Η αγορά δείχνει να προεξοφλεί ότι το 5% μπορεί να αποτελέσει μόνιμο σημείο αναφοράς για τις μακροχρόνιες αποδόσεις. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη, οι δηλώσεις της Ισαβέλ Σναμπελ από την ΕΚΤ ότι οι επενδυτές έχουν δίκιο να αναμένουν επόμενο βήμα προς αύξηση επιτοκίων προκαλούν αντίστοιχη άνοδο και στα γερμανικά 30ετή ομόλογα.
Σε ένα περιβάλλον όπου η Fed χαλαρώνει, η Ιαπωνία σφίγγει και η Ευρώπη σταθεροποιείται, οι παγκόσμιες αγορές χρέους βρίσκονται μπροστά σε μια νέα εποχή μεταβλητότητας, με τις αμερικανικές αποδόσεις να λειτουργούν ως βαρόμετρο των διεθνών ανησυχιών για την ανάπτυξη, το χρέος και τον πληθωρισμό.







