Η είδηση ότι το 2024 εκδόθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 540.445 άδειες πρώτης διαμονής σε ανήλικους πολίτες τρίτων χωρών ίσως μοιάζει αρχικά με ακόμη έναν ψυχρό στατιστικό αριθμό. Πίσω από αυτόν, όμως, κρύβονται πρόσωπα, ιστορίες και γεωπολιτικά ρήγματα που αποτυπώνονται καθαρά και στην ελληνική πραγματικότητα.
Η Eurostat θυμίζει ότι τα δύο τρίτα αυτών των αδειών (66 %) δόθηκαν για οικογενειακή επανένωση, το 30 % για άλλους λόγους –συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς προστασίας– και ένα μικρό 4 % για εκπαίδευση.
Μπορεί η Ελλάδα να μην βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των χωρών που εκδίδουν τα περισσότερα πρώτα δικαιώματα διαμονής σε ανήλικους – εκεί δεσπόζουν η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία – ωστόσο, ο ρόλος της στο ευρωπαϊκό μεταναστευτικό σκηνικό είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος και τον πληθυσμό της. Ως χώρα πρώτης γραμμής, στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, η Ελλάδα διαχειρίζεται εδώ και χρόνια ένα διαρκές «κύμα» αφίξεων, στο οποίο τα παιδιά έχουν ολοένα και πιο κεντρική θέση.
Το 2024, σύμφωνα με στοιχεία της UNHCR που είδαν το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με αυτό που οργανώσεις όπως η Home Project χαρακτήρισαν «έκτακτη ανάγκη για τα παιδιά»: οι αφίξεις ανηλίκων, πολλοί από αυτούς ασυνόδευτοι, διπλασιάστηκαν σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, με πάνω από 13.000 ανηλίκους να φτάνουν δια θαλάσσης μόνο στους πρώτους έντεκα μήνες του έτους. Μια νέα διαδρομή διακίνησης από τη Λιβύη προς την Κρήτη προστέθηκε στις ήδη επιβαρυμένες οδούς του Αιγαίου, πιέζοντας ένα σύστημα υποδοχής που λειτουργεί εδώ και χρόνια στα όρια του.
Αυτή η πραγματικότητα δεν αποτυπώνεται πάντα ευθέως στα νούμερα για τις άδειες πρώτης διαμονής. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες όπου μεγάλο μέρος των αδειών σε ενήλικες χορηγείται για «άλλους λόγους», κυρίως διεθνή προστασία, κάτι που αντανακλάται και στις διαδικασίες για τα παιδιά.
Η διαδρομή από την άφιξη έως την κατοχύρωση ενός καθεστώτος διαμονής –είτε ως πρόσφυγας, είτε μέσω οικογενειακής επανένωσης, είτε μέσω άλλων ανθρωπιστικών καθεστώτων– είναι μακρά, περίπλοκη και συχνά γεμάτη κενά προστασίας.
Την ίδια στιγμή, η εικόνα που δίνει η Eurostat σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι καθαρή: τέσσερα στα δέκα παιδιά που έλαβαν άδεια πρώτης διαμονής στην ΕΕ το 2024 ήταν κάτω των 5 ετών. Πρόκειται δηλαδή για πολύ μικρά παιδιά, που βρίσκονται σε κρίσιμη ηλικία για την ανάπτυξη, την υγεία και την ένταξη στην εκπαίδευση. Για την Ελλάδα, αυτό μεταφράζεται σε ένα διπλό στοίχημα: αφενός, να εξασφαλίσει ανθρώπινες, ασφαλείς συνθήκες υποδοχής από την πρώτη κιόλας στιγμή, αφετέρου, να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος μέχρι την πρόσβαση στο σχολείο, στις υπηρεσίες υγείας και στην ψυχοκοινωνική στήριξη.
Το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο της ΕΕ έρχεται να προσθέσει ένα ακόμη επίπεδο πολυπλοκότητας. Οργανώσεις που δουλεύουν με παιδιά σε κίνηση προειδοποιούν ότι, παρά τις αναφορές στα δικαιώματα του παιδιού, ο κίνδυνος να παραμένουν οι ανήλικοι για μεγάλα διαστήματα σε συνοριακές ζώνες, σε «κλειστές» ή «ελεγχόμενες» δομές, είναι υπαρκτός.([PICUM][4]) Για την Ελλάδα, όπου τα νησιά και ο Έβρος είναι ήδη χώροι έντονης συγκέντρωσης αιτούντων άσυλο, αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές επιλογές της επόμενης περιόδου θα κρίνουν αν τα παιδιά θα μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα ενσωμάτωσης ή σε παρατεταμένη αναμονή.
Εκεί που τα ευρωπαϊκά στατιστικά μιλούν για ποσοστά, στην Ελλάδα συχνά μιλάμε για εικόνες: μικρά παιδιά σε σκηνές και κοντέινερ, έφηβοι που φτάνουν μόνοι, χωρίς γονείς, οικογένειες που προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους από το μηδέν.
Η μετάφραση αυτής της πραγματικότητας σε άδειες πρώτης διαμονής είναι απαραίτητη για την κατοχύρωση δικαιωμάτων – αλλά δεν αρκεί. Απαιτείται συνδυασμός πολιτικών: από τη γρήγορη καταγραφή και επιτροπεία ασυνόδευτων ανηλίκων, μέχρι ενεργή στήριξη ένταξης στα σχολεία και στις τοπικές κοινωνίες.
Καθώς η Eurostat υπενθυμίζει ότι η Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού (20 Νοεμβρίου) είναι αφορμή για να ξαναδούμε τις πολιτικές μας για τα παιδιά σε κίνηση, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: θα παραμείνει απλώς «διάδρομος διέλευσης» ή θα επενδύσει σε ένα μοντέλο όπου κάθε παιδί που φτάνει –ανεξάρτητα από το διαβατήριό του– αντιμετωπίζεται πρώτα ως παιδί και μετά ως «περίπτωση φακέλου»;
Τα νούμερα των αδειών πρώτης διαμονής δίνουν τη μεγάλη εικόνα. Η ελληνική καθημερινότητα, όμως, δίνει το ανθρώπινο βάθος: όταν η Ευρώπη μετράει εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά σε στατιστικούς πίνακες, η Ελλάδα καλείται να τα υποδεχθεί, να τα προστατεύσει και, ιδανικά, να τους δώσει μια πραγματική δεύτερη ευκαιρία. Και αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι το πιο σκληρό αλλά και το πιο ουσιαστικό τεστ ωριμότητας για μια ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Συνολικά, η Ευρώπη εξέδωσε το 2024 πάνω από μισό εκατομμύριο άδειες πρώτης διαμονής σε ανήλικους από τρίτες χώρες – Ισπανία στη 2η θέση, Γερμανία πρώτη, και η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη δική της, ξεχωριστή πραγματικότητα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε το 2024 συνολικά 540.445 άδειες πρώτης διαμονής σε ανήλικους πολίτες τρίτων χωρών, σε μια χρονιά που καταγράφει σημαντικές μεταβολές στα μεταναστευτικά ρεύματα και φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο τις ανάγκες προστασίας των παιδιών στην Ευρώπη. Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat σκιαγραφούν μια σύνθετη εικόνα: η Γερμανία παραμένει η κύρια πύλη υποδοχής (138.692 άδειες – 26 % του συνόλου), η Ισπανία ακολουθεί στη δεύτερη θέση (107.828 – 20 %) και η Ιταλία κλείνει την τριάδα (60.125 – 11 %).
Στο ευρωπαϊκό σύνολο, δύο στις τρεις άδειες (66 %) χορηγήθηκαν για λόγους οικογενειακής επανένωσης, δείχνοντας ότι η μετακίνηση ανηλίκων εξακολουθεί να συνδέεται πρωτίστως με την επανένωση οικογενειών και όχι με μεμονωμένες μεταναστευτικές ροές ασυνόδευτων παιδιών. Ένα 30 % αφορούσε άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων διεθνή προστασία, και ένα μικρό 4 % εκδόθηκε για εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Η κατανομή ως προς την ηλικία αποκαλύπτει μια καθοριστική λεπτομέρεια: σχεδόν το 40 % των ανηλίκων που έλαβαν άδεια είχαν κάτω από 5 ετών, ενώ τα υπόλοιπα ηλικιακά γκρουπ (5–9, 10–14, 15–17 ετών) κινούνται κοντά στο 20 %. Τα αγόρια εμφανίζονται ελάχιστα περισσότερα (53,3 %) από τα κορίτσια (46,6 %).
Το προφίλ της προέλευσης είναι εξίσου αποκαλυπτικό:
– 37 % των παιδιών προέρχονται από την Ασία
– 27 % από την Ευρώπη εκτός ΕΕ
– 21 % από την Αφρική
– 11 % από την Καραϊβική, την Κεντρική και Νότια Αμερική
– 2 % από τη Βόρεια Αμερική
Συγκεκριμένα, η Συρία καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό (12 % του συνόλου), ακολουθούμενη από το Μαρόκο (7 %) και την Ουκρανία (6 %).
Η ελληνική πραγματικότητα: ένας διαφορετικός τύπος πίεσης
Αν και τα ελληνικά νούμερα δεν εμφανίζονται στα υψηλότερα της κατάταξης, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια πολύ ιδιαίτερη θέση εντός της ΕΕ λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των αλλαγών στις προσφυγικές ροές της Ανατολικής Μεσογείου. Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία της Eurostat δεν τοποθετούν τη χώρα ανάμεσα σε εκείνες που εκδίδουν τους περισσότερους πρώτους τίτλους διαμονής για ανηλίκους, η Ελλάδα αποτελεί διαχρονικά σημείο πρώτης εισόδου και χώρα που δέχεται αναλογικά υψηλή ανθρωπιστική πίεση σε περιόδους κρίσεων.
Σε αντίθεση με την Ισπανία και τη Γερμανία, όπου οι άδειες συνδέονται κυρίως με οικογενειακή επανένωση και ομαλές διαδικασίες μετανάστευσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζει συχνά ροές έκτακτης ανάγκης, με σημαντικό ποσοστό αιτήσεων διεθνούς προστασίας, ιδιαίτερα από ανήλικους που φτάνουν με τις οικογένειές τους ή ως ευάλωτα μέλη μικτών ροών. Επιπλέον, οι αλλαγές στο μεταναστευτικό πλαίσιο, η αύξηση των επιστροφών, αλλά και η συνεχιζόμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο δημιουργούν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Ενώ πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, δεν εκδίδουν τυπικά άδειες διαμονής σε ανήλικους (οι οποίοι συνδέονται διοικητικά με τον ενήλικα που τους συνοδεύει), η Ελλάδα εφαρμόζει το δικό της ειδικό σύστημα για την προστασία τόσο των συνοδευόμενων όσο και των ασυνόδευτων ανηλίκων, με ιδιαίτερη έμφαση στη φιλοξενία, τη στέγαση και την πρόσβαση στην εκπαίδευση.
Το 2024 η Ευρώπη εξέδωσε συνολικά 3,5 εκατομμύρια νέες άδειες διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών, με τα παιδιά να αποτελούν περίπου το ένα έβδομο των συνολικών χορηγήσεων. Η Ελλάδα, αν και δεν συγκαταλέγεται στις χώρες με τις υψηλότερες εκδόσεις, παραμένει κομβικός παράγοντας στη συνολική αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού μεταναστευτικού συστήματος:
– λόγω της γεωγραφικής της θέσης ως χώρας πρώτης γραμμής
– λόγω της συμμετοχής της στο νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου
– και λόγω της εμπειρίας της στη διαχείριση μεγάλου αριθμού ευάλωτων ανηλίκων τα προηγούμενα χρόνια.
Οι εξελίξεις του 2024, με τις υψηλές άδειες σε Γερμανία και Ισπανία, δείχνουν ότι η Ευρώπη διαφοροποιείται ανάλογα με τα κανάλια εισόδου. Για την Ελλάδα, το μεγάλο στοίχημα παραμένει σταθερό: προστασία των παιδιών που φτάνουν στα ελληνικά νησιά ή στον Έβρο, εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και ομαλής ένταξης, και ταυτόχρονα συμμετοχή στη συνολική ευρωπαϊκή προσπάθεια για ένα σύστημα που θα λειτουργεί ενιαία και προβλέψιμα.







