Αν υπάρχει ένας σημείο αναφοράς για τους Έλληνες και τους φιλέλληνες στο Παρίσι, αυτό είναι το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο, το οποίο φέτος γιορτάζει τα 50 χρόνια του. Μετά το Πανόραμα του Ελληνικού Κινηματογράφου, που κάθε χρόνο προσελκύει εκατοντάδες θεατές, την ετήσια παρουσία του στο Φεστιβάλ βιβλίου του Παρισιού και την συμμετοχή του στο βραβείο του καλύτερου ελληνικού βιβλίου μεταφρασμένου στα γαλλικά, αυτή τη φορά είναι η σειρά της συναυλίας του πολυβραβευμένου Βασίλη Βαρβαρέσου στην Salle Gaveau, στις 11 Οκτωβρίου, που είναι sold out.
Συνέντευξη στην Αλεξία Κεφαλά
Βγαίνοντας από το στούντιο του Λονδίνου, όπου πραγματοποίησε την τελευταία του ηχογράφηση, του κοντσέρτου του Kevin Puts και του Chopin, και λίγο πριν τη συναυλία του στο Παρίσι, ο καλλιτέχνης μίλησε στα «ΝΕΑ».
Το ρεσιτάλ θα ανοίξει στο Παρίσι με Fantasia in re minore του Mozart και στην συνέχεια θα παίξετε την Barcarolle και la Sonate n°2 του Chopin, και το Carnaval του Schumann. Πώς επιλέξατε τα κομμάτια;
Πάντα επιλέγω έργα τα οποία μου «μιλάνε», με καταλαβαίνουν, και που μπορώ να χτίσω μια ιστορία. Η Barcarolle του Σοπέν είναι φως και χάρη, ενώ η Σονάτα Νο. 2 εξερευνά σκοτεινές περιοχές, τραγωδία και μεγαλείο. Όσο για το Carnaval του Schumann, είναι ένα θέατρο σε μικρογραφία, μια αυτοπροσωπογραφία γεμάτη χιούμορ και μυστήριο. Αυτά τα έργα αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους: αφηγούνται την ανθρώπινη πολυπλοκότητα, τη μελαγχολία, τον έρωτα, τον θάνατο και την τρέλα. Κάτι που μπορώ να πω, κάτι ειλικρινές, μέσα από αυτό το έργο. Μου αρέσει το κοινό να νιώθει αυτή την ένταση και τη συνοχή, έστω και ασυνείδητα. Ένα ρεσιτάλ, για μένα, πρέπει να είναι μια ιστορία που λέγεται χωρίς λόγια. Όλα τα έργα που θα παίξω στην Salle Gaveau έχουν έτσι μια πάρα πολύ προσωπική σύνδεση.
Είστε ένας από τους νεότερους πιανίστες της γενιάς σας, αλλά και συνθέτης. Ωστόσο, παίζετε συνθέτες που είναι δεκαετίες, ακόμη και εκατοντάδες χρόνια μεγαλύτεροι από εσάς. Είναι ένας διάλογος μαζί τους;
Απολύτως. Το να παίζεις Chopin ή Schumann είναι σαν να συνομιλείς μαζί τους διαχρονικά. Οι παρτιτούρες τους είναι διαχρονικές: δεν γερνούν επειδή μιλούν για αυτό που βιώνουμε ακόμα σήμερα. Όταν διαβάζω ένα κομμάτι του Chopin, νιώθω το ίδιο συναίσθημα με το κοινό. Είμαι πεπεισμένος ότι πάντα βρίσκουμε τον εαυτό μας μέσα στα έργα ενός μεγάλο συνθέτη η συγγραφέας. Δεν χρειάζεται να έχεις κάποιο κοινό με τον Goethe για να καταλάβεις να ζήσεις τον Faust. Η προσωπική μου σχέση με αυτούς τους συνθέτες λοιπόν, δεν είναι διαφορετική γιατί μιλάνε για κοινά ανθρώπινα συναισθήματα και καταστάσεις. Την απελπισία η και την χαρά. Για παράδειγμα το καρναβάλι του Schumann πλήθει από χαρά σε άλλα σημεία είναι διονυσιακή και σε άλλη απολλώνιο.
Από νωρίς είχατε τέτοια ωριμότητα;
Όταν ήμουν μικρός, δεν πολύ καταλάβαινα απολύτως, απλώς έπαιζα, έτσι και όταν κέρδισα το βραβείο πολύ μικρός στην Νέα Υόρκη. Αλλα παιδιά παίζουν βίντεο παιχνίδια, εγώ πάντα έπαιζα πιάνο, Και σήμερα το ίδιο είναι. Εάν αν δεν παίζω τουλάχιστον 6 ώρες την μέρες, αισθάνομαι ότι κάτι θα μου λείπει έντονα.
Πολλοί καλλιτέχνες σήμερα εκφράζουν τις ανησυχίες τους για την τεχνητή νοημοσύνη. Νιώθετε ότι απειλήστε από αυτή την τεχνολογία;
Όχι, καθόλου. Δεν υπάρχει ακόμα ένα ρομπότ με δέκα δάχτυλα που θα βγάλει ένα συναίσθημα. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα συναρπαστικό εργαλείο που μπορεί να μας βοηθήσει να αναλύσουμε, να μάθουμε και να φανταστούμε διαφορετικά. Αλλά δεν απειλεί το επάγγελμά μου, επειδή η μουσική δεν είναι απλώς μια διαδοχή νοτών: είναι μια ανάσα, ένα βλέμμα, μια κοινή σιωπή. Αυτό που μεταδίδει ένας πιανίστας στο κοινό, αυτή τη σχεδόν φυσική ένταση μεταξύ ήχου και συναισθήματος, καμία μηχανή δεν μπορεί να αναπαράγει. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μιμηθεί, αλλά δεν μπορεί να νιώσει. Και η μουσική, τελικά, υπάρχει μόνο επειδή σε κάνει να νιώθεις.







