“-Τον θαυμάζετε πολύ τον Μίσα, ε;”, με ρώτησε ο Αλέξης Κωστάλας. Πιθανότατα θα ψέλλισα κάποιου είδους κατάφαση κοκκινίζοντας, ταραγμένη από δύο αιτίες: πρώτον, μου απηύθυναν τον λόγο στον πληθυντικό ευγενείας, άρα πλησίαζα τον κόσμο των μεγάλων (τρομακτική συνειδητοποίηση)· δεύτερον, όσο κι αν ευχόμουν ν’ανοίξει η γη να με καταπιεί, ταυτόχρονα, ήθελα να διορθώσω τον διάσημο συνομιλητή μου ότι δεν “θαυμάζω” απλώς τον Μίσα – είμαι ερωτευμένη μαζί του.
Απανωτά κι άλλη επίθεση:
“-Ασχολείστε με τον χορό;”
Κι άλλη ταραχή:
“-Όχι.”
Κανονικά, θα ήθελα να εξηγήσω στον άνθρωπο που τη φωνή του έχω συνδυάσει με το Ηρώδειο και με την ΕΡΤ και με ό,τι ντοκιμαντέρ για το μπαλέτο έχω δει, ότι, ναι μεν δεν “ασχολούμαι” με τον χορό, ωστόσο καρδιοχτυπώ τόσο για τον κόσμο του χορού όσο και για τον Μίσα. Αλλά αφήνω τον μεταξύ μας διάλογο να ξεθυμάνει και τον πατέρα μου να συνεχίσει τη συζήτηση.
Πήγαινα Πρώτη Γυμνασίου και είχα ερωτευτεί τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ. Ο μπαμπάς μου, διαφημιστής, είχε επαφές σε όλα τα μέσα. Προσπαθώντας λοιπόν να δώσει μια χαραμάδα ελπίδας στην καψούρα της κόρης του (εκτός από το να νοικιάζει ξανά και ξανά τις “Λευκές Νύχτες” από το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς), σκέφτηκε, σε μια από τις επισκέψεις του στην ΕΡΤ, να ρωτήσει τον (φυσικά γνωστό του) Αλέξη Κωστάλα αν επρόκειτο να έρθει στο εγγύς μέλλον ο χορευτής-σταρ στην Ελλάδα. Δυστυχώς όχι, το American Ballet Theatre (όπου μεσουρανούσε ο μεταπηδήσας στη Δύση Σοβιετικός αστέρας) δεν ήταν στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών – τουλάχιστον όχι για εκείνη τη χρονιά. Οπότε όταν, στην καθιερωμένη μας βόλτα στο κέντρο Παρασκευή απόγευμα, πέσαμε μαζί τυχαία πάνω στον κύριο Κωστάλα (νομίζω στη Βουκουρεστίου), φυσικό ήταν η συνομιλία στραφεί στον Μίσα.
Διπλή απογοήτευση – όχι μόνο δεν επρόκειτο να έρθει κοντά μας (μου) ο Μπαρίσνικοφ, αλλά και επίσης ήταν σαν να με κολλάει στον τοίχο ο πιο κοντινός άνθρωπος στο μπαλέτο στον ελλαδικό χώρο – να με ξεμπροστιάζει ότι δεν έχω καμία δουλειά να προσπαθώ να πλησιάσω τον Μίσα, αφού δεν ανήκω καν στον κόσμο του χορού.
Όμως τώρα, κύριε Κωστάλα, σας έχω νέα: μπορώ επιτέλους να απαντήσω ΝΑΙ στην ερώτησή σας. Στα πενήντα μου, ξεκίνησα μπαλέτο.
Όσο για σένα, Dear Misha, μπορώ να σου μιλήσω στα ίσα:
Καταρχάς, αν θες να ξέρεις, έχουμε ήδη διασταυρωθεί – τρύπωσα στον κόσμο σου από άλλο μονοπάτι. Η πρώτη μου σκηνοθεσία στη Νέα Υόρκη μόλις αποφοίτησα από το μάστερ του Κολούμπια, ήταν στο Baryshnikov Arts Center: το “Opus D’Amour” της Anna Forsythe, ένα νέο έργο γύρω από τον πρωτοπόρο Ρώσο συνθέτη Αλεξάντρ Σκριάμπιν. Μη μου πεις ότι το έχασες;! Καλά, σε συγχωρώ – μπορεί να είναι δικό σου το θέατρο, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να βλέπεις ό,τι παίζεται εκεί. Και πέρσι το καλοκαίρι, έτυχε να επισκεφτώ τη Ρίγα, τη γενέτειρά σου, και μου γλίστρισες μέσα απ’τα χέρια: θα ερχόσουν εκεί με μια παραγωγή σου λίγες μέρες μετά την αναχώρησή μου. Παρεμπιπτόνως, μπορεί να μη σε παντρεύτηκα τελικά, αλλά έχω να σου πω ότι δεν έπεσα πολύ μακριά: παντρεύτηκα έναν Ρώσο με εξίσου γαλάζια μάτια. Μπορεί να μην έχει τις φράντζες σου, ούτε να κάνει έντεκα πιρουέτες στη σειρά, έχει όμως δύο διδακτορικά (και σου ρίχνει ένα κεφάλι).
Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι γιατί ξεκίνησα μπαλέτο τώρα, οι λόγοι είναι ποικίλοι. Πρώτον, ποτέ δεν είναι αργά (πάρε για παράδειγμα εσένα: τόσες δεκαετίες στην Αμερική, κι όμως ποτέ δεν ξεφορτώθηκες τελείως το αξάν σου). Δεύτερον, δεν είναι θαυμάσια στρογγυλό νούμερο το 50 για να ξεκινήσει κανείς κάτι που το λαχταράει χρόνια;
Η νοερή οντισιόν
Σε μια πρώιμη εκδήλωση ικανοτήτων κάστινγκ, στη νοερή οντισιόν του εννιάχρονου εαυτού μου, με είχα απορρίψει ως μπαλαρίνα: ήμουν πάντα η ψηλότερη (ή από τις ψηλότερες) της τάξης και, ενώ ήμουν μια ζωή κάτι ανάμεσα σε κανονική και λεπτή, δεν υπήρξα ποτέ το κοκαλιάρικο κλαράκι που κάθε μπαλαρίνα οφείλει να είναι.
Οι καημένοι οι γονείς μου, βλέποντας να διατυπώνονται ρητά οι επιθυμίες και να εκδηλώνονται ξεκάθαρα οι κλίσεις μου σε πιάνο, θέατρο και ξένες γλώσσες, φρόντισαν να παρακολουθώ από μικρή ηλικία εξωσχολικά μαθήματα και στα τρία αυτά πεδία. Αφού δεν ζήτησα ποτέ ευθαρσώς να πάω μπαλέτο, πού να το ξέρουν; Να μυρίσουν τα νύχια τους;
Τέλος πάντων, δεν ξεκίνησα ποτέ μπαλέτο στα σχολικά χρόνια. Μόνο μια φορά πήγα να παρακολουθήσω πώς είναι το μάθημα στη σχολή ενόργανης/ρυθμικής της γειτονιάς (ως βολική πλησιέστερη εναλλακτική), όπου απογοητεύτηκα οικτρά και το πράγμα δεν είχε συνέχεια: η αίσθηση, ο ήχος και η οσμή του μέρους και της όλης εμπειρίας ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που εγώ είχα στο μυαλό μου ως κόσμο του μπαλέτου. Ένα τσούρμο υπερκινητικά πιτσιρίκια τσίριζαν, πηδολογούσαν, χτυπιόντουσαν κι έτρεχαν σαν δαιμονισμένα, η γυμνάστρια ούρλιαζε και σφύριζε, σε έναν χαοτικό χώρο με στρώματα και όργανα γυμναστηρίου ατάκτως ερριμμένα – καμία σχέση με τον μινιμαλιστικό, κρυστάλλινο, αρμονικό, με πειθαρχία, συγκέντρωση και μόνη υπόκρουση το πιάνο, και αποτελούμενο μόνο από ξύλο και καθρέφτες κόσμο του μπαλέτου που είχα στον νου μου από ντοκιμαντέρ και περιοδικά και βιβλία.
Φαντασία – η πύλη εισόδου
Ήταν ακριβώς το υπέροχο βιβλίο “Γνωριμία με το Μπαλέτο” που προτίμησα από την απωθητική γυμναστηριακή μυρωδιά για να διεισδύσω στον κόσμο σου, Dear Misha. Η λάτρις των τεχνών μαμά μου, μου είχε φυσικά αγοράσει και τους υπόλοιπους τρεις τόμους της εξαίσιας σειράς (μουσική, ζωγραφική, θέατρο), τους οποίους λάτρευα και είχα μάθει απ’έξω. Είναι και η φαντασία ένας τρόπος εισαγωγής – ίσως μάλιστα ο βασικός – στα πάντα. Αν δεν το φανταστείς, πώς θα το υλοποιήσεις; (Μέχρι και η δασκάλα μας στο τμήμα αρχαρίων του μπαλέτου, σαράντα χρόνια αργότερα, αναφέρθηκε στην περίφημη ρήση του Αϊνστάιν, ότι η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση.) Παπουτσάκια χορού είχα, κορμάκι είχα, κασετόφωνο είχα, φαντασία είχα, έκανα λοιπόν μπαλέτο μόνη μου στο δωμάτιό μου στους Αμπελόκηπους! Μέχρι και εσένα είχα, Dear Misha – φιγουράριζες φυσικά στις σελίδες του πολύτιμου οδηγού μου.
Αιωρούμενοι πάνω από την Τρίτη Λεωφόρο
Λοιπόν, αν θες να ξέρεις, το μάθημά μας “Εισαγωγή στο Μπαλέτο” είναι μια ασφαλής “ζώνη χωρίς κριτική.” Μπορεί στην Τετάρτη Δημοτικού να με “έκοψα” στη νοερή ακρόαση λόγω φυζίκ πριν καν δοκιμάσω, όμως στη σχολή για ενήλικες στο Άπερ Ηστ Σάιντ, οι συμμαθητές μου είναι το μείγμα που θα περίμενε κανείς από τη Νέα Υόρκη του 2025: ετών 18-88, όλοι οι σωματότυποι, οι φυλές και τα φύλα, ενωνόμαστε αρκετές φορές την εβδομάδα με θρησκευτική ευλάβεια για να τελειοποιήσουμε
ιδρώνοντας τις αραμπέσκ και τα γκραν πλιέ μας. Αιωρούμενοι πάνω από την Τρίτη Λεωφόρο, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι, ναι, εμείς οι απολύτως αρχάριοι διασχίζουμε με τα άτεχνα ρελεβέ μας την αίθουσα που θυμίζει το “Fame” (ή τα Κίροφ, για τα μάτια σου μόνο), ενώ η πιανίστα “ντύνει” τα άγουρα ντεβελοπέ μας με κλασικό ρεπερτόριο αλλά και με πινελιές από το Great American Songbook σαν το “Stormy Weather.” Εκτοξευόμαστε στα ουράνια – όμως μόνο προς στιγμήν, αφού η Λάρα, η δασκάλα-κέρβερος, μας επαναφέρει απότομα από το ονειροπόλημα στο παρκέ (και στο πικέ μας), αν αντιληφθεί ότι αιθεροβατούμε προς τις ροζ αντανακλάσεις του ηλιοβασιλέματος πέρα από το Σέντραλ Παρκ κι έχουμε μπουρδουκλώσει τα αν ντεόρ με τα αν ντεντάν μας.
Οι αγαπημένες μου συμμαθήτριες είναι η Γιαπωνέζα Γιούκι και η Μαλαισιανή Ελίνα, επειδή μου συμπαραστάθηκαν στο πρώτο μάθημα, όμως πιο πολύ απ’όλες χαζεύω τη Σάρον, επειδή μου θυμίζει την ηρωίδα της εικονογραφημένης σειράς “Το Ημερολόγιο της Μπαλαρίνας” (στο περιοδικό “Μανίνα,” νομίζω). Το χαμόγελο μέχρι τ’αυτιά τής αμέριμνης Kάρι Μπράντσω στους τίτλους του “Sex & the City” ωχριά μπροστά στην έκφραση που έχω κάθε φορά που επιβιώνω από ένα ακόμη μάθημα και περπατάω – ή μάλλον παραπατάω – σαν μεθυσμένη στα “καλντερίμια” του Μανχάτταν. Πέρα από τον αναμενόμενο τρόμο της έκθεσης, νιώθω σαν η γελοιοποίηση να είναι ακόμα μεγαλύτερη ειδικά για μένα, καθώς είμαι πεπεισμένη ότι όλοι με βλέπουν να τα θαλασσώνω και λένε – ειδικά για μένα: “Κοιτάξτε την, έχει σκηνοθετήσει ολόκληρο μιούζικαλ για το μπαλέτο και με σκηνές μπαλέτου (το “MANIFESTO: The Diaghilev Project,” γύρω από τον Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ιδρυτή των Ballets Russes) αλλά η ίδια είναι σκράπας – ούτε ένα πα-ντε-σεβάλ της προκοπής δεν μπορεί να κάνει.”
10 μήνες και 50 μαθήματα μετά, και ενώ πλέον έχω κλείσει τα 51 (έτη), είμαι ακόμα ζωντανή. Ελπίζω την επόμενη σχολική χρονιά να κάνω λιγότερα λάθη. Και, ποιος ξέρει, κάποια μέρα ίσως προβιβαστώ στην επόμενη τάξη.
Τώρα που αποκλείεται να γίνω μπαλαρίνα, μπορώ να κάνω όσο μπαλέτο θέλω, Dear Misha.
xxx
N.
ΥΓ Όσο για το κόστος, ακούγεται απίστευτο, και όμως, στην πρωτεύουσα του καπιταλισμού, εμφανίζεται ενίοτε μια θέση στην ήλιο. Ενώ η κυβέρνηση μάς ρουφάει το αίμα στραγγίζοντας και την τελευταία ρανίδα κοινωνικής πρόνοιας, αφού θεωρεί ότι η Αμερική θα ξαναγίνει μεγάλη και τρανή αν κοπούν οι δημόσιοι πόροι για την υγεία, κάποιοι προσπαθούν (ακόμη) να κάνουν κάτι για να μην τρελαθούμε όλοι τελείως: ιδιωτικοί φορείς διαθέτουν υποτροφίες ψυχικής υγείας, τις οποίες οι βιοπαλαιστές καλλιτέχνες μπορούμε να αξιοποιήσουμε ελεύθερα προς κάποια σωματική δραστηριότητα της επιλογής μας. Μόλις πήρα το έπαθλο-σανίδα σωτηρίας, γράφτηκα στο μπαλέτο!
Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.







