Σαν ένα θεατρικό βλέμμα που παγώνει στο φως, η νέα ποιητική συλλογή της Άννας Σωτρίνη, «Tableau Vivant», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σε καλλιτεχνική επιμέλεια του Άγγελου Μπάκα και εικονογραφημένη με ιδιαίτερη εικαστική ευαισθησία από την Αγλαΐα Χριστιανού.

Η Άννα Σωτρίνη μίλησε στην ιστοσελίδα TaNea.gr για τη νέα της δουλειά, την Τέχνη αλλά και την ελευθερία της έκφρασης.

  • Ο τίτλος της νέας σας συλλογής «Tableau Vivant»είναι ιδιαίτερα συμβολικός. Πώς γεννήθηκε αυτή η επιλογή και τι θέλατε να μεταφέρετε μέσα από αυτόν;

 Το Τableau vivant, είναι μια σειρά ποιητικών σκηνών που σχετίζονται με τη μνήμη. Ο εγκέφαλός μας, όταν επαναφέρουμε μιαν  ανάμνηση  θα διαπιστώσουμε ότι αυτή, δεν ξεκινά με ροή. Η αφετηρία της είναι μια στατική εικόνα. Πρόκειται λοιπόν, για στιγμές που πάλλονται ανάμεσα στη μνήμη και την απουσία, στη φθορά και την επιμονή, στην παύση και την εμμονή. Κάθε ποίημα  είναι ένα ακίνητος τόπος, όπου ο Χρόνος αδειάζει, οι λέξεις αντιστέκονται, και η συγκίνηση παλεύει να μην ατροφήσει. Με αυτό τον τρόπο τουλάχιστον κατανοώ το «μηχανισμό» που εγώ λειτουργώ. Ως «μαλακή μηχανή με συναίσθημα».  Δεν γνωρίζω πως θα αγγίξει  ή αν θα αγγίξει τον αναγνώστη. Διότι δεν είναι μια συλλογή που εξηγεί – είναι μια συλλογή που παρατηρεί, που στέκεται ακίνητη και κοιτάζει τον κόσμο με βλέμμα άνδρα, με βλέμμα παιδιού, με βλέμμα γυναίκας με βλέμμα ανθρώπου που δεν δέχεται να «κουνήσει το μαντήλι». Το Tableau vivant είναι η προσπάθειά μου να δώσω φωνή σε ό,τι έμεινε άφωνο. Να κατοικήσω τη στιγμή που δεν έσβησε ποτέ και απλώς περιμένει.

  • Σε πολλά ποιήματα από τη νέα σας ποιητική συλλογή νιώθει κανείς ότι οι λέξεις αποκτούν μια σχεδόν σκηνοθετική δύναμη, σαν εικόνες επί σκηνής. Ήταν συνειδητή αυτή η σύνδεση ανάμεσα στην ποίηση και το θέατρο;

Όχι, αλλά ο κοινωνικός εαυτός μου λειτουργεί μέσα από το θέατρο και ο μοναχικός μέσα από τη γραφή. Είναι ένας «διπολισμός» που το ένα διασχίζει το άλλο. Και το θεωρώ φυσικό. Πως άλλωστε θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Τώρα που το συζητάμε το συνειδητοποιώ και εγώ. Συμβαίνει επειδή υπάρχει. Επιδιώκω την ποίηση στο θέατρο συχνά, γι’ αυτό και έχω στο ενεργητικό μου παραστάσεις με καθαρά ποιητικά κείμενα. Αυτός ο διάλογος μεταξύ των δύο με οδήγησε σε έργα όπως ο Λάμπρος του Διονύσιου Σολωμού που αγαπώ ιδιαίτερα, μέχρι μια παράσταση με 12 σημαντικές ελληνίδες ποιήτριες και 12 ρουμάνες για την πολιτιστική πρωτεύουσα της Πάτρας. Το ίδιο ισχύει και με την ποίηση. Το θέατρο- αυτοβούλως- εισχωρεί και συνδιαλέγεται!

  • Στην ποίηση σας συναντάμε έντονες εικόνες, αλλά και έναν διάλογο ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και το συλλογικό. Ποιο κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας σας ενέπνευσε περισσότερο σε αυτή τη δουλειά;

Η ποίηση μου γεννιέται συχνά από την τριβή ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, στο σώμα και την πόλη, στο ίχνος και την απουσία. Δεν με ενδιαφέρει η καταγραφή της πραγματικότητας ως γεγονός, αλλά ως ρήγμα. Ως σημείο όπου η γλώσσα δεν επαρκεί, κι όμως επιμένει να αρθρώνεται. Αυτό που με ενέπνευσε περισσότερο είναι η αίσθηση του εκτοπισμού μέσα στην ίδια την καθημερινότητα. Η αδυναμία κατοχής του χώρου, του χρόνου, του εαυτού. Το σπίτι που δεν μας ανήκει, ο σκύλος που δεν είναι δικός μας, η αγάπη που παραμένει ως μόνη κτητική αντωνυμία. Αυτή η ρευστότητα των ταυτοτήτων, η προσωρινότητα των σχέσεων, η σιωπή ως μορφή αντίστασης. Η κοινωνική πραγματικότητα που με απασχολεί δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι υπαρξιακή. Ζούμε σε μια εποχή όπου η ταυτότητα είναι διαρκώς υπό διαπραγμάτευση.

  • Να περιμένουμε από εσάς να περάσετε από την ποίηση στη σκηνή; Υπάρχει μια φήμη ότι ετοιμάζετε θεατρικό έργο – μάλιστα μια κωμωδία που ίσως τη δούμε τους πρώτους μήνες του 2026. Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε;

Ναι, υπάρχει ένα θεατρικό σχέδιο υπό επεξεργασία. Πρόκειται για μια κλασική  κωμωδία  που σατιρίζει με οξυδέρκεια την μεσαία αστική τάξη της εποχής της. Παρότι το έργο γράφτηκε τον 19ο αι.,, η θεματική του παραμένει διαχρονική, με μια ειρωνεία που συνομιλεί με το σήμερα. Η σκηνοθετική προσέγγιση θα επιχειρήσει να αναδείξει την ειρωνεία ως εργαλείο κατανόησης, όχι ως απλή ψυχαγωγία. Δεν θέλω να αποκαλύψω περισσότερα, όχι από μυστικοπάθεια, αλλά από σεβασμό στη διαδικασία. Η θεατρική πράξη είναι ζωντανή, εύθραυστη, και συχνά απρόβλεπτη. Αν όλα εξελιχθούν όπως ελπίζω, η παράσταση θα ανέβει τους πρώτους μήνες του 2026.

  • Στην εποχή μας μιλάμε πολύ για ελευθερία έκφρασης, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε φαινόμενα που δείχνουν πως η τέχνη εξακολουθεί να ενοχλεί. Πιστεύετε ότι ένα έργο μπορεί –ή και πρέπει– να λογοκριθεί;

Η τέχνη, από τη φύση της, δεν είναι ουδέτερη. Συχνά και ενοχλεί και προκαλεί και ανατρέπει. Αυτό είναι ο ρόλος της. Δεν υπάρχει ουσιαστική δημιουργία χωρίς το ενδεχόμενο της σύγκρουσης με το κατεστημένο, είτε αυτό είναι πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, είτε αισθητικό. Η λογοκρισία, ακόμη και όταν εμφανίζεται με πιο εκλεπτυσμένες μορφές, όπως η αποσιώπηση ή η απαξίωση, είναι πάντα ένδειξη φόβου. Φόβου απέναντι στην ελευθερία του άλλου να αρθρώσει λόγο, να εκφράσει συγκίνηση, να θέσει ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις. Δεν πιστεύω ότι ένα έργο πρέπει να λογοκριθεί. Αντιθέτως. Πιστεύω ότι πρέπει να ακούγεται, να συζητείται, να αντιστέκεται. Η τέχνη δεν είναι προπαγάνδα, αλλά ούτε και διακόσμηση. Είναι χώρος διακινδύνευσης. Και η ελευθερία έκφρασης δεν είναι απλώς δικαίωμα, είναι ευθύνη. Αν ένα έργο ενοχλεί, τότε ίσως έχει ήδη επιτελέσει τον σκοπό του: να γίνει καθρέπτης του κόσμου μας. Να υπενθυμίσει πως η σιωπή δεν είναι πάντα αρετή. Όπως για παράδειγμα η φωνή της  Μάργκαρετ Άντγουντ που πρόσφατα αντέδρασε στις απαγορεύσεις βιβλίων -ανάμεσα τους και δικό της-λέγοντας: «Πάρτε ένα αντίγραφο του The Handmaid’s Tale πριν αρχίσουν οι δημόσιες καύσεις βιβλίων». Ενώ για  τη λογοκρισία  είπε ότι προσπάθησε να κάψει ένα από τα δικά της βιβλία και απέτυχε, επισημαίνοντας την ανθεκτικότητα της λογοτεχνίας απέναντι στις απαγορεύσεις. Ταυτίζομαι με τα λόγια της διότι αυτές οι πράξεις απολυταρχισμού αντιμετωπίζονται μόνο με ψυχραιμία ειρωνεία και χιούμορ. Διαφορετικά μπορεί να τρελαθείς.

  • Ζούμε σε μια Ελλάδα που βομβαρδίζεται από σκάνδαλα και αποκαλύψεις. Ένας δημιουργός όπως εσείς, ποιήτρια αλλά και σκηνοθέτις, πώς τα εισπράττει; Σας επηρεάζουν ή τα μετατρέπετε σε καλλιτεχνική ύλη;

Η δημιουργία δεν είναι αποστειρωμένη διαδικασία. Ζούμε και γράφουμε μέσα σε ένα περιβάλλον που διαρκώς μεταβάλλεται, ολοένα με πιο βίαιο τρόπο. Τα σκάνδαλα και οι αποκαλύψεις που απασχολούν τη δημόσια σφαίρα φυσικά και με απασχολούν. Όχι αόριστα ως θεματικές ενότητες, αλλά ως ένδειξη ενός βαθύτερου κοινωνικού ρήγματος: της απώλειας εμπιστοσύνης, της διάβρωσης του δημόσιου λόγου, της αδυναμίας να υπάρξει κοινός τόπος. Δεν επιδιώκω να σχολιάσω την επικαιρότητα. Αντιθέτως, με ενδιαφέρει η υπόγεια επίδρασή της στον ψυχισμό. Το πώς η συλλογική ταραχή μετατρέπεται σε προσωπική σιωπή. Το πώς η αμηχανία γίνεται υλικό. Δεν μετατρέπω τα γεγονότα σε ύλη. Τα αφήνω να με διαπεράσουν. Κι αν κάτι επιμείνει- που είναι πολλά- γίνονται λέξεις ή σκηνές.

  • Υπάρχει η άποψη ότι οι καλλιτέχνες πολλές φορές ζουν «στον κόσμο τους» και δεν παρακολουθούν την κοινωνική πραγματικότητα. Εσείς πώς τοποθετείστε σε αυτό;

Η φράση «στον κόσμο τους» συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους καλλιτέχνες με έναν υπαινιγμό αποστασιοποίησης. Προσωπικά, δεν την απορρίπτω. Ο κόσμος του δημιουργού είναι πράγματι διαφορετικός, όχι επειδή αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά επειδή την επεξεργάζεται με άλλους όρους. Ο καλλιτέχνης δεν είναι σχολιαστής της επικαιρότητας. Είναι παρατηρητής του βάθους της. Η τέχνη δεν λειτουργεί ως αντίγραφο του κόσμου, αλλά ως φίλτρο. Και μέσα από αυτό το φίλτρο, η κοινωνική πραγματικότητα δεν χάνεται, ανασυντίθεται. Παρακολουθώ όσα συμβαίνουν γύρω μου, όχι για να τα ενσωματώσω αυτούσια στο έργο μου, αλλά για να κατανοήσω πώς διαπερνούν τον εσωτερικό μου κόσμο. Η ποίηση και το θέατρο δεν είναι καταφύγια. Είναι εκτεθειμένοι χώροι. Και η έκθεση, όσο εσωτερική κι αν είναι, παραμένει πράξη κοινωνική.

  • Τελικά, πιστεύετε ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να «θεραπεύσει» μια κοινωνία που βιώνει συνεχώς κρίσεις, ή είναι απλώς ένας καθρέφτης που μας επιστρέφει την εικόνα μας;

Η τέχνη δεν είναι φάρμακο με άμεση δράση. Είναι κάτι πιο σύνθετο: ένας τρόπος να αναγνωρίσουμε την πληγή, να της δώσουμε μορφή, και να σταθούμε απέναντί της χωρίς να την ωραιοποιούμε. Δεν πιστεύω στην τέχνη ως λύση. Πιστεύω στην τέχνη ως δυνατότητα. Ως χώρο όπου η συγκίνηση δεν θεωρείται αδυναμία, αλλά εργαλείο κατανόησης. Ως πράξη που δεν θεραπεύει με την έννοια της ίασης, αλλά με την έννοια της συνύπαρξης με το τραύμα. Σε μια κοινωνία που βιώνει διαρκείς κρίσεις, η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο αναστοχασμού .Όχι για όλους, δυστυχώς, διότι προϋποθέτει την ύπαρξη συγκροτημένης καλλιέργειας και  παιδείας. Κάτι που απουσιάζει σε μεγάλο ποσοστό από τη χώρα μας. Έτσι, θα μας επέτρεπε να δούμε όχι μόνο τι συμβαίνει, αλλά πώς μας συμβαίνει. Να μετατρέψει την αμηχανία σε γλώσσα, την σιωπή σε μορφή, την απουσία σε παρουσία. Αν αυτό είναι θεραπεία, τότε ναι. Αλλά είναι μια θεραπεία που δεν υπόσχεται λύτρωση. Υπόσχεται μόνο: καθαρότητα και ειλικρίνεια.