Μετά από δύο χρόνια ακινησίας και γεωπολιτικών τριβών, η Άγκυρα και η Βαγδάτη επιχειρούν επαναπροσέγγιση για την επαναλειτουργία του αγωγού μέσω Κουρδιστάν, σε ένα κρίσιμο ενεργειακό και διπλωματικό σταυροδρόμι για την περιοχή, όπως αναφέρει το Economista.

Το θέμα του πετρελαιαγωγού που συνδέει το Ιράκ με την Τουρκία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η γεωπολιτική, τα οικονομικά συμφέροντα και οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις μπορούν να μπλοκάρουν στρατηγικές ενεργειακές υποδομές.

Η γραμμή μεταφοράς, που ξεκινά από την ημιαυτόνομη περιοχή του Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ και καταλήγει στο λιμάνι Τσεϊχάν της Τουρκίας, παραμένει ανενεργή για περισσότερα από δύο χρόνια. Η αφορμή για τη διακοπή ήρθε τον Μάρτιο του 2023, όταν ένα διεθνές διαιτητικό δικαστήριο διέταξε την Άγκυρα να καταβάλει στο Ιράκ αποζημίωση 1,5 δισ. δολαρίων, κρίνοντας ότι η Τουρκία είχε δεχθεί να αγοράσει και να μεταφέρει πετρέλαιο από το Κουρδιστάν χωρίς την έγκριση της κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης.

Η διαμάχη αυτή αναδεικνύει το εύθραυστο εσωτερικό τοπίο του Ιράκ, όπου οι σχέσεις ανάμεσα στη Βαγδάτη και την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν χαρακτηρίζονται από διαρκή ένταση γύρω από το ζήτημα των εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου. Η Άγκυρα εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να διαπραγματευθεί απευθείας με την κουρδική διοίκηση, καθώς το πετρέλαιο του Κουρδιστάν ήταν μια σημαντική εναλλακτική πηγή προμήθειας και ενίσχυε τη γεωοικονομική επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή.

Σήμερα η Τουρκία επιχειρεί να επαναφέρει τη συμφωνία σε νέα βάση, επιδιώκοντας πιο ευνοϊκούς όρους για την ίδια. Η Άγκυρα δεν θεωρεί ικανοποιητικό το υφιστάμενο πλαίσιο τιμών και θέλει μεγαλύτερα οφέλη για «τις δύο χώρες», που στην ουσία σημαίνει μείωση του ποσοστού που απολαμβάνει το Κουρδιστάν. Αυτή η επιδίωξη συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες περιφερειακές φιλοδοξίες της Τουρκίας να διατηρήσει οικονομικό και πολιτικό έλεγχο στο Βόρειο Ιράκ, όπου παράλληλα επιχειρεί να περιορίσει την επιρροή των Κούρδων τόσο εντός Ιράκ όσο και στα δικά της ανατολικά σύνορα.

Η διακοπή του αγωγού έχει ήδη προκαλέσει σοβαρές απώλειες εσόδων για το Ιράκ και ιδίως για το Κουρδιστάν, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές αυτές για τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεών του. Από την άλλη, και η Τουρκία έχει κάθε λόγο να επιδιώξει την επαναλειτουργία του, καθώς το λιμάνι του Τσεϊχάν αποτελεί στρατηγικό κόμβο στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Ωστόσο, τα εμπόδια δεν περιορίζονται στις διαπραγματεύσεις Τουρκίας–Ιράκ. Η ίδια η Βαγδάτη εμφανίζεται διχασμένη, καθώς υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και την περιφερειακή κουρδική διοίκηση, κάτι που καθιστά δύσκολη τη διατύπωση ενιαίας εθνικής θέσης.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η αναζήτηση συμφωνίας εντάσσεται στη νέα φάση ενεργειακού ανταγωνισμού στην περιοχή, με τους περιφερειακούς παίκτες να προσπαθούν να εξασφαλίσουν πλεονεκτήματα εν όψει της ενεργειακής μετάβασης αλλά και υπό το πρίσμα των μεγάλων αβεβαιοτήτων στη Μέση Ανατολή. Η Άγκυρα φαίνεται αποφασισμένη να διατηρήσει τον ρόλο της ως κομβικό πέρασμα για τις εξαγωγές πετρελαίου προς τη Δύση, την ώρα που η Βαγδάτη προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο στα έσοδα και στη διαχείριση των ενεργειακών της πόρων.

Η έκβαση των διαπραγματεύσεων θα έχει ευρύτερες συνέπειες, όχι μόνο για τα εμπλεκόμενα μέρη, αλλά και για τις διεθνείς αγορές πετρελαίου, οι οποίες εξακολουθούν να επηρεάζονται από την αστάθεια στην περιοχή. Το αν η Τουρκία και το Ιράκ θα καταφέρουν να γεφυρώσουν το χάσμα τους, θα δείξει αν η συνεργασία μπορεί να υπερισχύσει έναντι της καχυποψίας και του ανταγωνισμού, σε μια Μέση Ανατολή που εξακολουθεί να παραμένει γεωπολιτικό πεδίο αντιπαραθέσεων.