Το φάντασμα του Τραμπ 2.0 έριξε τη σκιά του στην Ευρώπη κατά τους τελευταίους τρεις μήνες. Πολλοί ηγέτες, απογοητευμένοι από την πρώτη θητεία του, ήταν απαισιόδοξοι για την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και για τις συνέπειες που θα είχε για τους πολυμερείς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, καθώς και για το μέλλον της Ουκρανίας. Ωστόσο, ορισμένοι, ιδίως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ήταν πιο αισιόδοξοι. Ο Βίκτορ Ορμπαν της Ουγγαρίας, ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς της Σερβίας και ο σέρβος ηγέτης της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, Μίλοραντ Ντόντικ, φαινόταν να ευνοούνται από τις σχέσεις τους με τον νέο πρόεδρο και την ιδεολογική τους συνάφεια. Προέβλεπαν μια «χρυσή εποχή» για τις διμερείς σχέσεις και μιλούσαν ανοιχτά για το πώς η κυβέρνηση Τραμπ θα βοηθούσε τη χώρα τους να γίνει «μεγάλη ξανά».
Λίγα ειπώθηκαν για τα πιθανά εμπόδια. Ο Ορμπαν, ο Βούτσιτς, ο Ντόντικ και άλλοι υπέθεσαν, παρά τις επανειλημμένες προεκλογικές υποσχέσεις του Τραμπ σχετικά με τους δασμούς και το εμπόριο, ότι οι χώρες τους θα εξαιρούνταν ή θα τύγχαναν προνομιακής μεταχείρισης λόγω της υποστήριξής τους. Κι όμως, εδώ βρίσκονται τα θύματα μιας νέας επιχειρηματικής και αυτοκρατορικής προσέγγισης εκ μέρους της Ουάσιγκτον, στην οποία οι μεγάλες χώρες με επιρροή αντιμετωπίζονται ως αυτές που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, ενώ οι άλλες θεωρούνται ότι δεν έχουν κανένα «χαρτί» να παίξουν.
Τη 2α Απριλίου, γνωστή και ως «Ημέρα της Απελευθέρωσης», δεν υπήρξε έλεος για τους συμμάχους του Τραμπ. Η Σερβία επλήγη από έναν τεράστιο δασμολογικό συντελεστή 37% στις εξαγωγές της, τον υψηλότερο στην περιοχή. Στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη επιβλήθηκε φόρος 35%, ενώ η Ουγγαρία, της οποίας ο ηγέτης θεωρείται ευρέως σύμμαχος του νέου προέδρου, αντιμετωπίζει ενδεχόμενη επιβάρυνση 20% στις εξαγωγές της, ως συνέπεια της ένταξής της στην ΕΕ και των οικονομικών σχέσεών της με την Κίνα και τη Ρωσία.
Ηταν μια ταπεινωτική περίοδος, τόσο για τους ηγέτες όσο και για τους πολίτες, δεδομένου του ιστορικού ενδιαφέροντος της Ουάσιγκτον για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Αποκάλυψε επίσης τη δυναμική μιας σχέσης που ο Ορμπαν, ο Βούτσιτς και ο Ντόντικ ήλπιζαν ότι θα λειτουργούσε υπέρ τους.
Το γεγονός αυτό κατέστη σαφές όταν ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, καταδίκασε άμεσα και κατηγορηματικά την υπογραφή των αυτονομιστικών νόμων από τον Μίλοραντ Ντόντικ, οι οποίοι αμφισβητούν τη συνταγματική τάξη της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, και προειδοποίησε τους τοπικούς και περιφερειακούς παράγοντες – μεταξύ των οποίων η Ουγγαρία και η Κροατία – να μην επιχειρήσουν να υπονομεύσουν τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Ντέιτον.
Ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, που ευελπιστούσε σε μια στροφή υπέρ του Βελιγραδίου στο ζήτημα του Κοσόβου, καθώς και στην άρση των κυρώσεων κατά της σερβικής πετρελαϊκής εταιρείας NIS, έμεινε κι αυτός με τις προσδοκίες του ανεκπλήρωτες. Το γεγονός ότι ο Ρίτσαρντ Γκρένελ, απεσταλμένος του Λευκού Οίκου για ειδικές αποστολές και σθεναρός υποστηρικτής του Βούτσιτς, δεν τον υποστήριξε δημοσίως εν μέσω των διαδηλώσεων σε ολόκληρη τη χώρα εναντίον του, είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει ορισμένους από τους υποστηρικτές της.
Για την Ουγγαρία, της οποίας ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση υποστήριξαν την επιστροφή του Τραμπ, οι 100 πρώτες ημέρες της θητείας του 47ου προέδρου των ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτικές. Ο Ορμπαν είχε προβλέψει μια «φανταστική, μεγάλη χρυσή εποχή» στις ουγγρο-αμερικανικές σχέσεις, χάρη στη σχέση του με τον πρόεδρο, και μίλησε για θετικές επιπτώσεις για τα «ουγγρικά πορτοφόλια». Είναι αμφίβολο ότι είχε προβλέψει την επιβολή αυστηρών δασμών, τη διατήρηση των αμερικανικών κυρώσεων κατά μελών της κυβέρνησής του και τις δημόσιες καταγγελίες των Ρεπουμπλικανών για την οικονομική πολιτική της Ουγγαρίας έναντι της Κίνας και της Ρωσίας.