Ακόμα και οι πιστότεροι στο γράμμα των ιερών κειμένων Χριστιανοί το παραδέχονται. Η Κόλαση δεν έχει καζάνια που κοχλάζουν. Ούτε διαβόλους που τρυπούν με πυρακτωμένες τρίαινες τα σωθικά σου. Κόλαση είναι η απόλυτη μοναξιά. Το τέλος της επικοινωνίας. Η διάρρηξη του δεσμού με τους άλλους, με τον Αλλον, που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας.

Πώς οδηγείσαι ακαριαία στην Κόλαση; Αρκεί μπροστά στα μάτια σου να εκπέσει ένας άνθρωπος που πάνω του έχεις επενδύσει γνήσιο αίσθημα. Να τον δεις από τη μια στιγμή στην άλλη να μικραίνει, να ευτελίζεται. Να καταντάει αγνώριστος. Το γέλιο του να εξαλλάσσεται σε παγωμένη γκριμάτσα. Η γενναιοδωρία του σε μιζέρια. Η τρυφερότητά του σε σκληρότητα. Δεν χωράει φρικτότερη ακύρωση.

«Πού χάθηκε εκείνος που αγαπούσα; Ποιος είσαι εσύ, που έχεις πάρει τη θέση του; Πώς ξαφνικά μαράθηκε, ξεράθηκε ό,τι πριν από λίγο άνθιζε και κάρπιζε; Κατάρα έπεσε; Κακιά αρρώστια που νεκρώνει το συναίσθημα; Και αν ναι, υπάρχει γιατρικό; Το πληρώνω τοις μετρητοίς με τον ίδιο τον εαυτό μου»!  Γιατρικό δεν βρίσκεται. Αντίθετα, η πληγή βαθαίνει, χαίνει, πονάει ολοένα και περισσότερο. Σε κατακλύζει η υποψία ότι τον καιρό που αγαπούσες ήσουν θύμα απάτης. Χειρότερα. Αυταπάτης. Εξελάμβανες βλακωδώς την επιθυμία σου σαν πραγματικότητα. Υπνοβατούσες πάνω σε χρυσά σύννεφα. Ωσπου γκρεμίστηκες – τι πιο φυσικό να συμβεί; Και συνετρίβης.

Ανακαλείς στιγμές του κοινού σας παρελθόντος και τις αντιλαμβάνεσαι υπό άλλο πρίσμα. Δεν πέφτει πάνω τους πλέον φως αλλά σκοτάδι. «Επρεπε να τον έχω πάρει χαμπάρι τότε που είπε το ένα, που έκανε το άλλο. Ενα βλέμμα του θα αρκούσε για να καταλάβω. Αλλά δεν είχα τα μυαλά μου στο κεφάλι μου…».

Το πρόσωπο που τόσο αγάπησες μοιάζει τώρα με ραγισμένη μάσκα. Σπάει, διαλύεται και από πίσω φανερώνεται το τέρας. Ή το κενό.

Εχει συνέχεια ο εφιάλτης; Εχει. Αφού ο εκλεκτός σου σε διέψευσε τόσο οικτρά, φαντάσου τι κουμάσια είναι όλοι οι άλλοι. Πόσο πνιγμένοι μέσα στο εγώ τους, που ο καθένας τους το μισοκρύβει ή το ψιμυθιώνει όπως μπορεί. Να πιστέψεις, να δοθείς, να αφεθείς; Η έσχατη πλάνη χείρων της πρώτης.

Το ξέρεις πλέον στο πετσί – ή μάλλον στην ψυχή σου – πως ανθρωπότητα σημαίνει ένα αξεμπέρδευτο κουβάρι από συμφέροντα και υπολογισμούς και ανεκπλήρωτες επιθυμίες που έχουν κακοφορμίσει κι έχουν γίνει συμπλέγματα. Κι εσύ ο ίδιος για ποιο λόγο άραγε να διαφέρεις από τους υπόλοιπους, τους διανοητικά εξελιγμένους, συναισθηματικά όμως ελλειμματικούς, άτριχους πιθήκους; Κάλλιο να πετάξεις το τομάρι σου στα σκουπίδια. Να εξοριστείς οικεία βουλήσει στην Κόλαση. Ετσι σε συμβουλεύει ο Αλμπέρ Καμύ στις πιο απαισιόδοξες, και πιο αριστουργηματικές συνάμα, σελίδες του. Και ο Ακης Πάνου. «Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω…».

Κι όμως. Υπάρχει γιατρικό. Το λένε συγγνώμη. Αρκεί να αφήσεις χρόνο στον χρόνο και ο θυμός θα μαλακώσει. Το βλέμμα σου θα αλλάξει. Δεν θα θολώσει, θα γλυκάνει. Θα αντικρύσεις ξανά τους ανθρώπους σαν ανυπεράσπιστα, πανικόβλητα από τη γνώση του αναπότρεπτου θανάτου τους, ζωάκια. Που γδέρνονται, ποδοπατιούνται, κανιβαλίζονται με χίλιους τρόπους ενώ το μόνο που στο βάθος λαχταρούν είναι να αγκαλιαστούν. Να μοιραστούν την τόσο πρόσκαιρη ζωή τους.

Συνήθως έρπουν. Στιγμές – στιγμές ωστόσο τους φυτρώνουν φτερά. Κάνουν μεγαλειώδεις χειρονομίες, παραμερίζουν το προσωπικό τους όφελος, τα θυσιάζουν όλα για ένα όνειρο ή για έναν έρωτα που τους υπερβαίνει. Αγγίζουν τη θέωση.

Επειτα πέφτουν πάλι στη λάσπη. Εχω γνωρίσει ήρωες που στην καθημερινότητά τους συμπεριφέρονταν απίστευτα στενόκαρδα. Ποιητές εθισμένους στην κολακεία. Εραστές που αντάλλασσαν αδιανόητες κακίες, αλληλορεζιλεύονταν, ώσπου να τους απογειώσει ξανά το πάθος.

Η συγγνώμη καθαγιάζει εκείνον που τη ζητάει κι ακόμα περισσότερο εκείνον που τη δίνει. Η πίστη στον άλλον, ακόμα και αν στατιστικά είναι σχεδόν βέβαιο πως θα διαψευστεί, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να εξακολουθήσουμε να ζούμε. Μαζί. Ως πρόσωπα. Και όχι ως άθροισμα μοναχικών ατόμων.