Τώρα που το Πάσχα πέρασε και ήδη το έχουμε ξεχάσει οδεύοντας προς το… επόμενο (εξεπλάγην όταν… πριν το Πάσχα κάποιος μου είπε ότι το Πάσχα τού 2026 θα «πέσει» πολύ νωρίς), ένας σύντομος απολογισμός δεν θα έβλαπτε – ακόμα και αν η αίσθηση που ενδέχεται να αφήσει πίσω του το ανά χείρας κείμενο είναι μάλλον αρνητική. Ομως οι ιστορίες που θα διαβάσετε εδώ είναι αληθινές· στη μια περίπτωση μάλιστα υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας μαζί με τη φίλη μου, τη Γεωργία.

Ηταν τη Μεγάλη Πέμπτη και βρισκόμασταν σε μια εκκλησία των Εξαρχείων όταν κάποια στιγμή βγήκε ο δίσκος για τον έρανο της εκκλησίας για τα θύματα της Παλαιστίνης. Ο κόσμος άρχισε να καταθέτει – οι περισσότεροι ψιλά, κάποιοι χαρτονομίσματα. Ολα πήγαν καλά και μετά τη γύρα ο γεμάτος χρήματα των πιστών δίσκος έφυγε από το προσκήνιο.

Λίγο αργότερα, μαζί με τη Γεωργία, ήμασταν έτοιμοι να βγούμε στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας για λίγο αέρα, όταν παρατηρούμε μια ηλικιωμένη γυναίκα να ζητά από τον επίτροπο ένα πρόσφορο από το παγκάρι που παίρνουμε τα κεριά. «Λίγο ψωμάκι» είπε για την ακρίβεια η γυναίκα. Ο επίτροπος της αρνήθηκε και, για να το πω κομψά, η άρνησή του δεν διακρίθηκε από ευγένεια.

Ενιωσα άσχημα, το ίδιο και η φίλη μου. Ακολουθήσαμε τη γυναίκα που βγήκε από την εκκλησία και άρχισε να κατεβαίνει με μεγάλη προσοχή τα σκαλιά, κρατώντας σφιχτά το κάγκελο. Εχασε μάλιστα τον βηματισμό της και παραλίγο να πέσει. Η Γεωργία την πήρε από τη μέση και τη βοήθησε να κατέβει. Κάναμε μια μικρή έρευνα και μάθαμε ότι αυτή η ηλικιωμένη κυρία που δείχνει 90 αλλά είναι 70 ζει κοντά στην εκκλησία και κουβαλά βαρύ σταυρό στους ώμους της, πραγματικές τραγωδίες οι οποίες προτιμότερο να μην αναφερθούν εδώ.

Προτού συνεχίσω, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι είμαι αρκετά μεγάλος για να μπορώ να καταλάβω ότι άνθρωποι σαν την παραπάνω κυρία που ενδεχομένως περνούν ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τους στον οίκο του Θεού μπορούν να γίνουν «κολλιτσίδες» προς τους εργαζομένους στις εκκλησίες, οι οποίοι ακριβώς επειδή τις γνωρίζουν, ίσως να τις αντιμετωπίζουν κάπως διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Το καταλαβαίνω. Οπως επίσης μπορώ να καταλάβω ότι τη στιγμή που το παραπάνω επεισόδιο έλαβε χώρα, ο επίτροπος στα πρόσφορα ενδεχομένως να ήταν πολύ αγχωμένος για να ασχοληθεί με την κυρία.

Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι για ποιον λόγο μια τέτοια «κατάσταση» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη στοιχειώδη ευγένεια και όχι με την αγένεια και την απαξία που είδαμε. Αν π.χ. η κυρία ήθελε να καταθέσει τον οβολό της στον δίσκο του εράνου για τα θύματα της Παλαιστίνης, ο επίτροπος που θα κρατούσε τον δίσκο θα έφευγε μακριά της χωρίς να τα πάρει; Δεν νομίζω.

Οπότε φτάνω στη δεύτερη ιστορία την οποία, με αφορμή το παραπάνω περιστατικό, μού αφηγήθηκε η φίλη μου. Αφορά την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που βρίσκεται στο χωριό της, την Πουλακίδα Αργολίδας. Πριν από πολλά χρόνια, ο σύζυγος της Γεωργίας, ο οποίος δεν βρίσκεται σήμερα στη ζωή, πήγε ως επίτροπος της κοινότητας και της εκκλησίας του χωριού στον επίσκοπο Αργολίδας που είχε την ευθύνη της (και που επίσης δεν ζει πλέον) για να του ζητήσει να προσθέσει ένα ποσό στο ήδη υπάρχον που είχε συγκεντρωθεί από την κοινότητα για την αναπαλαίωση του Αγίου Δημητρίου που είχε υποστεί ζημιές.

Ο επίσκοπος Αργολίδας τού αφηγήθηκε την εξής ιστορία:

Ενας ιερέας που δεν ήξερε κολύμπι, γλίστρησε στην προκυμαία και βρέθηκε στο νερό. Ενας περαστικός που τον είδε έτρεξε για να τον σώσει. «Δώσε μου το χέρι σου!» του είπε ο περαστικός. Ο ιερέας δεν έκανε τίποτα. «Δώσε μου το χέρι σου, σου λέω!» του είπε ξανά ο περαστικός. Τίποτα. Ακλόνητος ο ιερέας, δεν του έδινε το χέρι του ενώ πνιγόταν. Μια, δυο, τρεις φορές, απελπισμένος ο περαστικός (ο σωτήρας!) δίνει ο ίδιος το χέρι του στον ιερέα λέγοντάς του «να! πάρε το χέρι μου!» Και τότε ο ιερέας αρπάζει το χέρι του περαστικού και βγαίνει από τη θάλασσα.

Ο επίτροπος της κοινότητας δεν πήρε τελικά τα χρήματα που ζήτησε από τον επίσκοπο για την επισκευή της εκκλησίας. «Γιατί η Εκκλησία ποτέ δεν δίνει, μόνο παίρνει» όπως του είπε ο επίσκοπος.