«Του χρόνου, του παράχρονου, θα ξεκινήσω τη δική μου δουλειά. Με συνεταίρους – εννοείται – αλλά χωρίς αφεντικό. Ως τα τριάντα μου θα έχω κατασταλάξει πού θέλω να ζω. Για Ελλάδα το βλέπω, δεν αποκλείεται όμως και καμιά Ισπανία. Ή ακόμα και να μείνω εδώ. Ιδανικά να πάω στην Καλιφόρνια. Ως τα τριάντα πέντε θα έχω γίνει σίγουρα πατέρας – δυο παιδιά το λιγότερο, δεν το συζητάω, μου αρέσουν οι μεγάλες οικογένειες». «Πρέπει πρώτα να βρεις τη μαμά τους…». «Γιατί, η Ελσα δεν σου αρέσει;», πάει να συννεφιάσει. Η Ελσα κουρνιάζει στην αγκαλιά του, έχει πανέμορφα τσακίρικα μάτια κι ένα χαμόγελο από εκείνα που φωτίζουν τη νύχτα. Ο έρωτάς τους με τον Παύλο δεν κρύβεται – ταιριάζουν πράγματι, παλίκαρος κι εκείνος, μελαχρινός, μουστακαλής, κρητική λεβεντιά. Μονάχα που δεν τρώμε γαμοπίλαφο στα Σφακιά ή στο οροπέδιο Λασιθίου. Μα μπάρμπεκιου στο Μπρούκλιν. Μόνο που το κορίτσι είναι είκοσι τριών και το αγόρι ούτε είκοσι πέντε – «σαν πολύ δεν βιάζεστε;», πάω να πω, δαγκώνω όμως τη γλώσσα μου.

Βιάζονται πράγματι. Βιάζονται εξ απαλών ονύχων. Ανήκουν στη γενιά που αφότου κατάλαβε τον εαυτό της έγινε υποδοχέας του άγχους των μεγαλυτέρων της. Παιδάκια ήταν όταν χρεοκόπησε η Ελλάδα. Εφηβοι, το τρομερό καλοκαίρι του 2015, όταν πήγαμε και ήρθαμε. «Θυμάστε τα κάπιταλ κοντρόλ;». «Φυσικά! Είχαμε μόλις αρχίσει να βγαίνουμε με την παρέα μας τα βράδια, Παρασκευή και Σάββατο. Η Παρασκευή κόπηκε μαχαίρι. Τα Σάββατα στην αρχή μαζευόμασταν σε σπίτια, μαγείρευαν οι μαμάδες…». Η εντολή που τους πέρασε ήταν σαφής. Να αναπτύξουν στο μέγιστο όλες τις δεξιότητές τους. Να γίνουν παντός καιρού, μαχητικοί, απορροφήσιμοι εργασιακά σε κάθε περιβάλλον.

Οσοι υποστηρίζονταν από τους γονείς, από το σχολείο τους, πέτυχαν στις καλύτερες σχολές – ιατρικές, πολυτεχνεία, νομικές. Ή έφυγαν κατευθείαν στο εξωτερικό. «Οταν πήρα υποτροφία για την Αμερική, ένιωθα σαν να είχα κερδίσει μετάλλιο στους Ολυμπιακούς. Δεν φανταζόμουν πόσο θα μου έβγαινε ο πάτος. Πόσο θα σκλήραινα μακριά από την οικογένειά μου. Εφτασα αρκετές φορές στην απελπισία. Δεν το έβαλα όμως κάτω. Ανταγωνιστικοί οι Ασιάτες; Ανταγωνιστικός κι εγώ, κι ας προερχόμουν από την έξω καρδιά μεσογειακή κουλτούρα…». Αυτή ακριβώς είναι η λέξη. Ανταγωνιστικότητα. Η ικανότητα να αντέχεις και να διακρίνεσαι σε καιρούς παγκοσμιοποίησης.

Εδώ και ενάμιση χρόνο, η Ελσα δουλεύει σε μια εταιρεία κινεζικής ιδιοκτησίας, που διαθέτει αλυσίδα καφέ σε όλο το Λονγκ Αϊλαντ και σχεδιάζει σύντομα να επεκταθεί στο Μανχάταν. Εχει πάρει τρεις προαγωγές και δύο αυξήσεις. Στα γραφεία τους έχουν δωμάτιο θηλασμού και πέντ’ έξι κουκέτες, να γείρεις για κάνα μισάωρο άμα σε πιάσει μεσημεριανός ζντούφος. Δηλώνει άκρως ικανοποιημένη – «βγάζω αρκετά για να πληρώνω νοίκι και ψυχολόγο. Δύο φορές την εβδομάδα!». «Τι τον χρειάζεσαι τόσο συχνά τον ψυχολόγο;». «Να συζητάω για το τραύμα μου…». «Ποιο τραύμα;». «Το τραύμα της ύπαρξης. Ολοι έχουν. Απλώς στην εποχή σας δεν το ξέρατε».

Πράγματι εμείς δεν πολυσκαμπάζαμε από τραύματα. Μονάχα οι χυλόπιτες μας έτσουζαν. Νιώθαμε ασφαλείς μες στις πλαστές μας βεβαιότητες που τις σάρωσε η κρίση. Αν πεις για τους ακόμα μεγαλύτερους, για τους μπούμερ, εκείνοι και αν ήταν όσα πάνε κι όσα έλθουν. Δεν προγραμμάτιζαν σε βάθος χρόνου, δεν νοιάζονταν να κρατούν πισινές. Το να αποταμιεύεις θεωρούνταν – από μία εποχή και ύστερα – δείγμα τσιγκουνιάς. «Οταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε», λέγαμε και ξεμπερδεύαμε.

Μου εξιστορούσε τις προάλλες ο Διονύσης Σαββόπουλος τον πρώτο χρόνο που είχε κατέβει με οτοστόπ από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Συχνά κοιμόταν σε παγκάκια, έβρισκε δουλειές του ποδαριού, περνούσε ένα ή και δύο ακόμα εικοσιτετράωρα εντελώς νηστικός. «Δεν σε έπιανε τρόμος; Αγωνία τι θα απογίνεις;». «Μπα… Ενιωθα ξένοιαστος, πανάλαφρος. Καμία αμφιβολία δεν είχα ότι θα την έβρισκα την άκρη. Αρκεί να ακολουθούσα το άστρο μου».

Και σήμερα υπάρχουν νέοι που ακολουθούν το άστρο τους. Η διαφορά; Το βλέπουν κιόλας, με το τηλεσκόπιο.