Δεκάξι χρόνια είναι πάρα πολλά για μια οποιαδήποτε εταιρεία χωρίς μέρισμα στους μετόχους της. Για τις ελληνικές τράπεζες αν το έλεγες σε κάποιον, οποιονδήποτε επενδυτή, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ότι θα δει μέρισμα από τις τοποθετήσεις του σε αυτές ξανά το 2024, θα σε περνούσε για τρελό. Τόσο καλές ήταν οι ετήσιες αποδόσεις που πρόσφεραν επί χρόνια. Εδώ που τα λέμε, ποιος περίμενε ότι θα μηδενίσουν οι μετοχές τους όχι μία, αλλά δύο φορές, μέσα σε λίγα χρόνια και χιλιάδες κυρίως μικρομέτοχοι θα χάσουν τις επενδεδυμένες περιουσίες τους σε αυτές.

Οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν ποτέ παγκόσμιοι κολοσσοί. Το μέγεθός τους ήταν συγκεκριμένο και μάλιστα συγκριτικά μεγάλο για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης όπου δραστηριοποιούνταν. Μεγάλες ακρότητες από πλευράς ρίσκου δεν έκαναν ποτέ. Η αίσθηση που δημιουργούσαν ορισμένες υπερβολές, όπως τα διακοποδάνεια, που καλούσαν ανθρώπους με πενιχρά εισοδήματα να υποθηκεύσουν τη ζωή τους για ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη ή τα στεγαστικά δάνεια στο 120% της αξίας του ακινήτου προκειμένου να αγοραστούν και τα έπιπλα, δεν ήταν παράταιρο με το διεθνές κλίμα της εποχής. Μάλιστα οι ελληνικές τράπεζες σε όλη την περίοδο της παλιάς τους ακμής, τα δάνεια που έδιναν δεν ξεπερνούσαν τις καταθέσεις που είχαν, όταν σε όλο τον δυτικό κόσμο τα δάνεια ήταν πολλαπλάσια τότε των καταθέσεων.

Ο τράπεζές μας χρεοκόπησαν γιατί χρεοκόπησε το ελληνικό κράτος. Υποχρεώθηκαν όσες επέζησαν να εφαρμόσουν το δικό τους σκληρό μνημόνιο, που οδήγησε στη μεγάλη τους συρρίκνωση, με καταστήματα να κλείνουν, υπαλλήλους να απομακρύνονται και θυγατρικές να πωλούνται. Πλέον ισχυρές κεφαλαιακά και επιστρέφοντας ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που έλαβαν στο ελληνικό Δημόσιο (τα υπόλοιπα τα «δώρισαν» με το υποχρεωτικό κούρεμα των ομολόγων τους στο PSI), μπορούν να διεκδικούν μια πρώτη ανταμοιβή στους μετόχους που τις εμπιστεύτηκαν στην περίοδο της ανάκαμψης, όπως αποκάλυψε χθες το Bloomberg. Δεν σημαίνει ωστόσο ότι τελείωσαν τα προβλήματά τους.

Παρά την κερδοφορία τους, έχουν δύο βασικά υπόλοιπα προβλημάτων. Τον αναβαλλόμενο φόρο, μια φορολογική υποχρέωση που λογίστηκε ως κεφάλαιο των τραπεζών στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση και αποτελεί σημείο κριτικής από τις εποπτικές Αρχές και σημείο προβληματισμού από τους μετόχους. Το δεύτερο κρίσιμο ποιοτικό στοιχείο είναι τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους, τα οποία επίσης βρίσκονται στο μικροσκόπιο του επόπτη τους. Και τα δύο αναμένουν λύση.

Οι μεταμνημονιακές αδυναμίες τους και οι πιο άμεσες για τους καταναλωτές παραμένουν ωστόσο οι υπερβολικές προμήθειες που χρεώνουν τους πελάτες τους αυξάνοντας την κερδοφορία τους, αλλά και η τεράστια απόσταση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των καταθέσεων και των δανείων τους. Οι καταθέσεις, σημάδι υγείας του τραπεζικού συστήματος, επέστρεψαν στα επίπεδα των 188 δισ. ευρώ. Το πρόβλημα είναι ότι το υπόλοιπο χρηματοδοτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα έχει υποχωρήσει στα 115 δισ. ευρώ. Τα στεγαστικά μετά βίας ξεπερνούν τα 28 δισ., όταν το 2010 έφταναν τα 80 δισ., ενώ η ροή και η εκταμίευση νέων στεγαστικών δανείων παρά τη στεγαστική κρίση παραμένει αρνητική. Καλώς οπότε εγκρίνονται τα νέα μερίσματα, αλλά να κοιτάξουμε ξανά και τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες.