Βρισιές, απειλές, χλευασμός, φτυσίματα, ρίψη μπουκαλιών και άλλων αντικειμένων από έναν μαινόμενο όχλο περίπου 200 ατόμων στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη. Το συλλογικό ομοφοβικό παραλήρημα που λίγο έλειψε να πάρει τη μορφή λιντσαρίσματος για δύο μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας σοκάρει. Το ίδιο και η απάθεια εκατοντάδων αυτοπτών μαρτύρων. Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν μόνο όταν οι «στόχοι» της αλαλάζουσας αγέλης βρήκαν καταφύγιο σε παρακείμενο κατάστημα εστίασης, με τους εργαζομένους μάλιστα να δέχονται επίσης το μένος των ανεξέλεγκτων και κατά κύριο λόγο «άγουρων» τραμπούκων.

Οι εικόνες από το πρωτοφανές ξέσπασμα μίσους του περασμένου Σαββάτου έκαναν γρήγορα τον γύρο του Διαδικτύου και σχολιάστηκαν από εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες. Προκάλεσαν αποτροπιασμό, οργή αλλά και απογοήτευση, αφού κανένας από το πλήθος των παρευρισκομένων δεν προσπάθησε να υπερασπίσει τα θύματα και – αν δεν συνέχισαν αδιάφοροι τη βραδινή βόλτα τους – αρκέστηκαν στη βιντεοσκόπηση του συμβάντος.

 

Γιατί κανένας δεν υπερασπίστηκε τα θύματα της ομοφοβικής επίθεσης;

Μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, ψυχίατρος – ψυχαναλυτής, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους σε μια κατάμεστη πλατεία κανείς δεν βρέθηκε στο πλευρό των δύο θυμάτων: «Το βίαιο αυτό επεισόδιο κακοποίησης περιλαμβάνει τα θύματα, τους δράστες και τους μάρτυρες. Ενας λόγος που δεν αντέδρασαν οι μάρτυρες έγκειται στο γεγονός ότι βρίσκονται σε διέγερση για αυτό που συμβαίνει. Κυριαρχεί μέσα τους η επιθυμία να δουν να γίνεται κάτι που θα τους κινητοποιήσει, θα τους διεγείρει, θα τους δώσει ένα θέαμα. Υπάρχει μια υπόγεια, αν όχι ευχαρίστηση, τουλάχιστον διέγερση. Ο άλλος λόγος είναι ο φόβος. Αν οι μάρτυρες αντιταχθούν απέναντι στον «δυνατό», μπορεί αυτός να στραφεί εναντίον τους. Και  κανείς δεν ξέρει μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποιες τέτοιες ομάδες έχουν τραυματίσει και φονεύσει».

Αναφερόμενος σε αυτούς τους λίγους που προσέφεραν καταφύγιο στα θύματα, ο ψυχίατρος προσθέτει ότι «κατά κανόνα λίγοι άνθρωποι τολμούν να αντιπαρατεθούν άμεσα στη βία».

 

Οι παραλληλισμοί.

Είναι, λοιπόν, η απάθεια και η αδιαφορία της πλειοψηφίας των μαρτύρων μία ακόμα νίκη των δραστών; Ο Ζωρζ/Γιώργος Κουνάνης, πολιτικός επιστήμονας, ακτιβιστής και συνιδρυτής και συνδιαχειριστής της Ομάδας ΛΟΑΤΚΙ+ Εργασιακής Υποστήριξης, παραλληλίζει το περιστατικό με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου εν μέση οδώ, τον Σεπτέμβριο του 2018, στην Ομόνοια. Και τότε κάποιοι περαστικοί σήκωσαν τα κινητά τους, βιντεοσκοπώντας το θανάσιμο λιντσάρισμα, όμως, κανένας δεν παρενέβη αποφασιστικά ώστε να αποφευχθεί η τραγική κατάληξη. «Αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν την ελάχιστη ενσυναίσθηση θα είχαν προστρέξει και θα είχαν αποτρέψει τον κοσμηματοπώλη, τον μεσίτη, τους αστυνομικούς. Τελικά οι παρατηρητές έγιναν κι εκείνοι μέρος του εγκλήματος» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η Αννα Κουρουπού, επίσης ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, ιδρυτικό μέλος και διευθύντρια Ενδυνάμωσης της Οργάνωσης «Red Umbrella Athens»: «Από τις δημοσιεύσεις και το οπτικό υλικό που είδα για το περιστατικό παρατήρησα ότι υπήρξε μια μόνο κοπέλα που είπε απευθυνόμενη στα άτομα της ομάδας των επιτιθέμενων «τι κάνετε ρε, δεν ντρέπεστε», γρήγορα, όμως, την παραμέρισαν και την έβρισαν. Πίστευα ότι μετά τη δολοφονία του Ζακ, επειδή συζητήθηκε πολύ αυτή η σιωπή και η στάση του κόσμου που δεν πήρε μέρος, θα είχε αλλάξει κάτι. Δυστυχώς, η ελπίδα αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ευτυχώς δεν ήταν τόσο βαρύ το περιστατικό, θα μπορούσε όμως να είχε γίνει σε δευτερόλεπτα».

 

«Για εμένα δεν είναι ξένη η βία».

Μπορεί στην πλειοψηφία τους τα περιστατικά βίας κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων να μη γίνονται γνωστά, ωστόσο, αποτελεί «κοινό μυστικό» – αλλά και κοινό βίωμα – ότι από νεαρή ηλικία βρίσκονται στο στόχαστρο διαφόρων μορφών βίας και κακοποίησης σε σχολικές αίθουσες, σε δημόσιους χώρους και στα – απρόσωπα – μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Δεν είναι ξένη για εμένα αυτή η βία που περιγράφηκε, έχω ζήσει κι εγώ πολλές φορές παρόμοιες καταστάσεις. Δηλαδή, να νιώσω ότι απειλείται η ασφάλεια, η σωματική ακεραιότητα και η ζωή μου περπατώντας στον δημόσιο χώρο, όντας απλώς o εαυτός μου. Οι εικόνες του περασμένου Σαββάτου μου ξύπνησαν μνήμες και από το σχολικό bullying που έχω ζήσει αλλά και τη βία που ζω σήμερα στην κοινωνία, περπατώντας, υπάρχοντας» περιγράφει ο Ζωρζ/Γιώργος Κουνάνης.

Το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελεί άλλη μια απόδειξη για το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η ομοφοβία στον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας. «Φαίνεται ότι είναι ένα επεισόδιο το οποίο ξεκίνησε ανάμεσα στα δύο διεμφυλικά άτομα και σε δύο – τρία άλλα άτομα γύρω από τα οποία συσπειρώθηκαν πολύ γρήγορα και άλλοι. Αν ισχύει αυτό, η ομοφοβία είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στους νέους και εφόσον βρουν την ευκαιρία – και κυρίως κάτω από την ανωνυμία που προσφέρει το πλήθος – θα δείξουν τις αντιλήψεις τους και θα επιτεθούν με λόγια ή και με πράξεις» εξηγεί ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, προσθέτοντας πως «τέτοιου είδους επιθέσεις εμπεριέχουν στο βάθος τους την έννοια της εξαφάνισης του άλλου. Δεν γίνονται, δηλαδή, απλά και μόνο για να «χλευάσουν»».

Είναι, δε, τόσο ισχυρός ο συμβολισμός τους αλλά και οι εικόνες – οι οποίες κατεγράφησαν σχεδόν από όλες τις οπτικές γωνίες – που η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα βρίσκεται εκ νέου μπροστά σε ένα νέο συλλογικό τραύμα. Η Αννα Κουρουπού μεταφέρει τον φόβο που έχει καταφέρει να σπείρει το περιστατικό, κάνοντας λόγο για μια δυσάρεστη περιρρέουσα ατμόσφαιρα: «Είναι σαν να μας λέει ο κόσμος εντάξει, αρκετά πήρατε – νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, αντιρατσιστικός νόμος, ισότητα στον γάμο – φτάνει και πολλά σας είναι…».

Ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης στέκεται στο γεγονός ότι την επόμενη ακριβώς μέρα πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση ενάντια στην ομοφοβία στην πλατεία Αριστοτέλους, στην οποία εκτιμά ότι συμμετείχαν και άτομα που βρίσκονταν στο σημείο της επίθεσης και τα οποία δεν τόλμησαν να υπερασπιστούν τα θύματα: «Ισως γυρνώντας στο σπίτι ένιωσαν κάποιες ενοχές, έκαναν δεύτερες – ψύχραιμες – σκέψεις και αποφάσισαν τη συμμετοχή τους στη συγκέντρωση. Το μεγάλο πλήθος της συγκέντρωσης ήταν μια έμμεση αντιπαράθεση στη βία».