Εχει ενδιαφέρον ότι σύσσωμη η πολιτική σκηνή ζητωκραύγασε για τα τέσσερα  Οσκαρ της τελευταίας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου, λες και υψώθηκε κάποια ελληνική σημαία στη σκηνή της 96ης τελετής για την απονομή των βραβείων ενός θεσμού όντως με παγκόσμια εμβέλεια. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί έστειλαν και προσωπικά τα συγχαρητήριά τους στον σκηνοθέτη από το Παγκράτι που έχει ξεφύγει από τα ελληνικά σύνορα, αλλά είναι αμφίβολο εάν για το Χόλιγουντ υπάρχει κάποια ομάδα παραγόντων που ενδιαφέρεται περισσότερο από την περασμένη εβδομάδα για την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή.

Στη Βενετία πριν από πέντε μήνες και τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας στο Λος Αντζελες δεν βραβεύθηκε το ελληνικό σινεμά –στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σε καμία από τις δύο σκηνές η παραμικρή αναφορά. Ο Λάνθιμος ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ενδεχομένως να αποτελέσει μια αφορμή για να δουν με διαφορετικό βλέμμα στο προσεχές μέλλον κάποιοι παραγωγοί και τη δουλειά άλλων ελλήνων δημιουργών, αλλά η δική του ταινία εκπροσωπούσε το αμερικανικό σινεμά, ακριβέστερα την παραγωγή διεθνών προδιαγραφών που ετοιμάζουν κάθε χρόνο τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο. Οι πανηγυρισμοί και η εθνική περηφάνια έχουν να κάνουν περισσότερο με το άλμα που έχει κάνει «ένα δικό μας παιδί», με το δικαίωμα που έχει κατακτήσει να εργάζεται και να ξεχωρίζει μακριά από την «Ψωροκώσταινα». Ο Λάνθιμος, όμως, παραμένει ακόμη μια εξαίρεση, δεν εκπροσωπεί καμία ελληνική σχολή στο διεθνές στερέωμα.

Προφανώς υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ότι το επίτευγμα του έλληνα σκηνοθέτη αποκτά εθνικές διαστάσεις, αναλογιζόμενοι το μέγεθος και τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο χάρτη. Είναι οι ίδιοι που μνημονεύουν τα Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη, έστω κι αν πενήντα χρόνια μετά δεν υπάρχει κανείς που έχει πάρει τη σκυτάλη, ούτε δημιουργήθηκε κάποια ελληνική σχολή στο πεδίο των τεχνών και των γραμμάτων. Πιθανότατα ο Λάνθιμος να βρίσκεται στο εξής με κάθε ταινία του στο κόκκινο χαλί και να κοσμήσει τα επόμενα χρόνια το σαλόνι του και με ένα Οσκαρ σκηνοθεσίας, αλλά είναι σαφές ότι αυτό θα γίνει μέσα από μια παραγωγή του Χόλιγουντ – δεν μπορεί να γίνει με μια ελληνική ταινία και μια επιστροφή στην αλληγορία και τη γλώσσα του «Κυνόδοντα». Μόνον εάν στα βήματα του Λάνθιμου καταφέρουν να κινηθούν κι άλλοι έλληνες δημιουργοί θα μπορέσουν κάποιοι να αναζητήσουν μια πηγή δημιουργίας στην Ελλάδα. Τότε ο Λάνθιμος θα έχει αποδειχθεί και μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα –που αυτή τη φορά δεν χάθηκε.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολο για μια περιφερειακή χώρα να δημιουργήσει τη δική της σχολή με διεθνές αποτύπωμα σε κάποιον τομέα. Αλλά δεν είναι αδύνατο. Οι Πορτογάλοι, για παράδειγμα, έχουν δημιουργήσει τη δική τους σχολή προπονητών στο ποδόσφαιρο, όπως και οι προερχόμενοι από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας στο μπάσκετ. Οι Τσέχοι και οι Πολωνοί επί δεκαετίες είχαν δημιουργήσει τη δική τους σχολή στον κινηματογράφο, οι σκανδιναβοί συγγραφείς έχουν βρει πλέον τον δικό τους χώρο στα παγκόσμια μπεστ σέλερ.

Αναζητώντας χαμένες ευκαιρίες, το 2004 μετά το «θαύμα» της Πορτογαλίας, η Ελλάδα θα μπορούσε να βγάλει μια φουρνιά ποδοσφαιριστών που θα δημιουργούσαν σταδιακά μια σχολή με το δικό της ειδικό βάρος σε μια διεθνή αγορά. Αλλά το βήμα δεν έγινε. Οπως δεν έχει γίνει, τουλάχιστον ακόμη, και για τους έλληνες μπασκετμπολίστες από την εκτόξευση του Γιάννη Αντετοκούνμπο στο NBA. Η μόνη ελληνική σχολή που μπορεί σήμερα να αναζητήσει κανείς, περιορίζεται σε μια ομάδα προπονητών του μπάσκετ που έχουν καταφέρει να εκπέμψουν το δικό της στίγμα, κεντρίζοντας και το ενδιαφέρον εκτός συνόρων. Αλλά οι εθνικές σχολές δεν δημιουργούνται μόνον μέσα από ένα άθροισμα προσωπικών επιτυχιών και από μοναχικές διαδρομές. Χρειάζονται κι ένα εθνικό σχέδιο – για αποτελέσματα διαρκείας από περισσότερους, εκεί όπου μπορούμε να ξεχωρίσουμε.