Στα τέλη του επόμενου μήνα, η Πορτογαλία θα γιορτάσει τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την Επανάσταση των Γαριφάλων, που έβαλε τέλος σε σχεδόν άλλα τόσα χρόνια δικτατορίας.

Μέχρι πρόσφατα, η χώρα είχε ξεφύγει από την αυξανόμενη επιρροή της Ακροδεξιάς που βιώνουν πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη, από τη Φινλανδία μέχρι την Ιταλία. Αλλά αυτή η «πορτογαλική εξαίρεση» μπορεί αύριο να τερματιστεί.

Στις πρόωρες εκλογές που διεξάγονται, το ακροδεξιό Chega («Αρκετά») του 41χρονου Αντρέ Βεντούρα, ενός πρώην μαθητευόμενου ιερέα και τηλεοπτικού σχολιαστή ποδοσφαιρικών αγώνων, πιθανόν να αποσπάσει ακόμα και το ένα πέμπτο των ψήφων – και να αναδειχθεί ρυθμιστής των μετεκλογικών εξελίξεων.

Τις εκλογές πυροδότησε ένα κυβερνητικό σκάνδαλο που αποτέλεσε βούτυρο στο ψωμί του Βεντούρα.

Ο Αντόνιο Κόστα, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός που βρισκόταν στην εξουσία από το 2015, και είχε κερδίσει απροσδόκητα μια τρίτη θητεία τον Ιανουάριο του 2022, παραιτήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο εν μέσω έρευνας για διαφθορά στους κυβερνητικούς χειρισμούς μεγάλων πράσινων επενδυτικών έργων.

Η αστυνομία πραγματοποίησε έρευνες τόσο στην επίσημη κατοικία του όσο και στα υπουργεία Περιβάλλοντος και Υποδομών.

Πέντε άτομα συνελήφθησαν, συμπεριλαμβανομένου του προσωπάρχη του.

Ο ίδιος, βέβαια, δεν έχει κατηγορηθεί επισήμως για τίποτα και παραμένει υπηρεσιακός πρωθυπουργός, τα ηνία του Σοσιαλιστικού Κόμματός του (PS), ωστόσο, έχει αναλάβει από τον Δεκέμβριο ο 46χρονος Νούνο Σάντος, ένας πρώην υπουργός Υποδομών, που είχε παραιτηθεί τον Δεκέμβριο του 2022 εξαιτίας ενός άλλου σκανδάλου.

Και η λίστα συνεχίζεται: μόλις πρόσφατα, δικαστήριο της Λισαβόνας αποφάνθηκε ότι ένας σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός, ο Ζοζέ Σόκρατες, πρέπει να προσαχθεί σε δίκη με βάση καταγγελίες ότι έβαλε στην τσέπη στη διάρκεια της θητείας του κάπου 34 εκατ. ευρώ από απάτες, διαφθορά και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Καταγγελίες για διαφθορά αντιμετωπίζει ωστόσο και το αντιπολιτευόμενο, κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD), που εναλλάσσεται με το PS στην εξουσία εδώ και δεκαετίες: δύο γνωστά στελέχη του υποχρεώθηκαν πρόσφατα να παραιτηθούν εν μέσω έρευνας στη Μαδέιρα.

Οπως και αλλού στην Ευρώπη, η πορτογαλική Ακροδεξιά έχει κάνει τη μάχη κατά της διαφθοράς σημαία της: «Η Πορτογαλία χρειάζεται καθάρισμα» διακηρύττουν οι προεκλογικές αφίσες του «Chega».

Τη δυσφορία των ψηφοφόρων, και ιδίως των νέων, απέναντι στα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα ενισχύουν επίσης η στεγαστική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα (το κόστος της στέγης εκτοξεύθηκε τα οκτώ χρόνια των Σοσιαλιστών στην εξουσία), οι επίμονα χαμηλοί μισθοί (ένα 21% των εργαζομένων πληρώνονται με τον βασικό μισθό, 11.480 ευρώ τον χρόνο) και οι αναξιόπιστες υπηρεσίες δημόσιας υγείας.

Αυτά είναι τα βασικά καύσιμα του Chega, που στηρίζει ωστόσο παράλληλα την προεκλογική του εκστρατεία σε όλα τα κλασικά θέματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς: τη μετανάστευση, την κλιματική αλλαγή, και τις μάχες των επονομαζόμενων «πολέμων αξιών». Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως στην εκλογική βάση του Chega κυριαρχούν οι άνδρες κάτω των 50 που δεν πήγαν πανεπιστήμιο. Το εκλογικό του σώμα δεν είναι, ωστόσο, ομοιογενές. «Οι ψηφοφόροι του πιστεύουν μόνο σε τρεις ή τέσσερις ιδέες του ηγέτη του, αλλά έχουν μπουχτίσει με τη σημερινή πολιτική και πιστεύουν ότι έτσι διαμαρτύρονται με ριζοσπαστικό τρόπο» λέει χαρακτηριστικά στην «El Pais» ο δημοσιογράφος Μιγκέλ Καρβάλιο.

Οι δημοσκοπήσεις θέλουν το PSD να προηγείται με 31%-32%, έναντι 28%-29% υπέρ του PS και 17%-18% υπέρ του Chega, που είχε λάβει μόλις ένα 1,3% των ψήφων το 2019 και 7,3% το 2022. Ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες, ούτε φυσικά οι Σοσιαλιστές, δείχνουν ικανοί να εξασφαλίσουν την απόλυτη πλειοψηφία, όμως το PSD, από κοινού με τους δύο μικρούς κεντροδεξιούς εταίρους του, θα μπορούσε να αποκτήσει την πλειοψηφία με τη στήριξη του Chega.

Προς το παρόν, βέβαια, ο ηγέτης του, ο 51χρονος Λουίς Μοντενέγκρο, αποκλείει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο συμμαχίας με την Ακροδεξιά – η οποία επιμένει ότι θα στηρίξει μια δεξιά κυβέρνηση μόνο εφόσον συμμετέχει επισήμως στον κυβερνητικό συνασπισμό. Απαξ και καταμετρηθούν ωστόσο αύριο οι ψήφοι, ο Μοντενέγκρο μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με ολοένα και μεγαλύτερη πίεση, μέσα από το ίδιο του το κόμμα, να κάνει το ανομολόγητο.