Οι χώρες που απέφυγαν να εμπλακούν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βγήκαν κερδισμένες. Σε μία νέα έρευνα με τίτλο «Cashing Out: The Flight of Nazi Treasure» ο συγγραφέας και ειδήμων της σύγχρονης ιστορίας της Ευρώπης και της μεσογειακής Μέσης Ανατολής Νιλ Λόχερι περιγράφει την περίπτωση της Πορτογαλίας και της παράνομης διακίνησης χρυσού και θησαυρών τέχνης για λογαριασμό των δυνάμεων του Χίτλερ.

Σύμφωνα με τον Λόχερι, ο δικτάτορας της Πορτογαλίας Αντόνιο Σαλαζάρ έπαιξε ένα πανούργο παιχνίδι εν καιρώ πολέμου, καθιστώντας τον εαυτό του χρήσιμο για όλες τις πλευρές και δίνοντας την ευκαιρία να πλουτίσουν μερικοί από τους συμπατριώτες του.

Το 1953 η Πορτογαλία αθωώθηκε από τις ηθικές κατηγορίες των Συμμάχων υπογράφοντας μια συμφωνία για την επιστροφή τεσσάρων τόνων ναζιστικού χρυσού που είχε λάβει η χώρα σε αντάλλαγμα για τις μαζικές αποστολές βολφραμίου, οι οποίες διευκόλυναν στην κατασκευή πολεμικού υλικού του χιτλερικού στρατού. Οι μεταπολεμικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι αυτοί οι τέσσερις τόνοι χρυσού αντιπροσώπευαν μόνο το 1% των χρυσών ράβδων με τη σφραγίδα της σβάστικας που μεταφέρθηκαν στις τράπεζες της Λισαβόνας.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον συγγραφέα, πέρα από τις κυβερνητικές συνδιαλλαγές η Πορτογαλία έγινε το κύριο κέντρο εκκαθάρισης για μαζικές αποστολές μετρητών, χρυσού, κοσμημάτων και έργων τέχνης που αποστέλλονταν από τους Ναζί με προορισμό ασφαλή καταφύγια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Το διάστημα 1944-46 η αμερικανικής έμπνευσης επιχείρηση Safe Haven είχε ξεκινήσει ως ένα πρόγραμμα πληροφοριών για να αποτρέψει τη ναζιστική Γερμανία και τους εταίρους του Aξονα του Τρίτου Ράιχ από το να κρύβουν περιουσιακά στοιχεία, ιδίως σε ουδέτερες χώρες, για χρήση μετά τον πόλεμο. Είχε στόχο επίσης να σταματήσει το παράνομο εμπόριο έργων τέχνης και να αποκαταστήσει την περιουσία των θυμάτων της Γερμανίας ή των επιζώντων συγγενών τους. Ωστόσο, αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί η προέλευση της λείας ακόμη και μετά τη λήξη του πολέμου. Εκείνη την εποχή πραγματοποιούνταν συχνά σε κατοικίες πλούσιων Πορτογάλων μυστικές δημοπρασίες για πίνακες και γλυπτά, τα οποία στη συνέχεια εξαφανίζονταν σε άλλα σπίτια. Ορισμένα από αυτά τα έργα τέχνης παραμένουν μέχρι σήμερα σε άγνωστες κατοικίες. Τα λεηλατημένα και ως επί το πλείστον μη ανακτηθέντα αριστουργήματα πιθανόν περιλαμβάνουν έργα των Γκόγια, Κράναχ, Ρούμπενς, Βαν Γκογκ, Ρέμπραντ, Σεζάν, Τιτσιάνο και Ελ Γκρέκο. Πολλά από αυτά, μαζί με πίνακες που ανήκαν στους Ρόθτσιλντ, τα είχαν αγοράσει έμποροι σε εξευτελιστικές τιμές.

Ο «απαραίτητος» Σαλαζάρ

Στο μεταξύ η Πορτογαλία μετά τη λήξη του πολέμου παρείχε σε ορισμένους επιφανείς Ναζί έγγραφα που τους επέτρεπαν είτε την απολαβή μιας εγχώριας ευνοϊκής συνταξιοδότησης είτε τη μετοίκησή τους στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία. Ενώ κάθε φορά που οι Αμερικανοί ή οι Βρετανοί κατηγορούσαν τον Σαλαζάρ για βρώμικες συναλλαγές, αυτός τους υπενθύμιζε το χρέος τους απέναντί του καθώς τους είχε επιτρέψει να διευθύνουν μια ζωτικής σημασίας ατλαντική αεροπορική βάση στις Πορτογαλικές Αζόρες. Στη νέα ψυχροπολεμική εποχή, ο Σαλαζάρ, όπως και ο Φράνκο στην Ισπανία, κατάφερε να είναι απαραίτητος στη Δύση.

Οι Σύμμαχοι από την πλευρά τους προσπαθούσαν να ανακτήσουν τα κλεμμένα έργα τέχνης διεκδικώντας την πολιτιστική τους αξία και δικαιώνοντας τους αληθινούς κατόχους τους από τους οποίους είχαν αφαιρεθεί. Στις 5 Μαΐου 1945 η Αμερικανική Διοίκηση Εξωτερικής Οικονομίας συνέταξε μια προκαταρκτική έκθεση με τίτλο «Λεηλατημένη τέχνη στις κατεχόμενες χώρες, στις ουδέτερες χώρες και στη Λατινική Αμερική». Σε αυτή ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης υπολόγιζε ότι είχαν κλαπεί έργα αξίας τουλάχιστον 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε αυτή τη θριαμβολογία των Αμερικανών για την ομάδα των Monuments Men και των επιτευγμάτων τους στη διάσωση κλεμμένων ευρωπαϊκών θησαυρών που εντόπισαν στη Γερμανία, ο συγγραφέας του «Cashing Out» αντιτείνει ότι οι Σύμμαχοι παρέβλεψαν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες έργων τέχνης και ειδών που είχαν προ πολλού εγκαταλείψει το ηττημένο Ράιχ.

Ο Λόχερι με τις εξειδικευμένες γνώσεις του για την Πορτογαλία και τη Βραζιλία περιγράφει την πρώτη ως «τη χώρα που έχει πει τα λιγότερα», για τα λάφυρα που εξασφάλισε από τους Ναζί, «και τη γλίτωσε με τα περισσότερα».