Εχω ακούσει – από τον πιο κοντινό της άνθρωπο, τη Μανουέλα Παυλίδου – πάρα πολλές ιστορίες γι’ αυτήν, αφηγήσεις και στιγμιότυπα που αποτυπώνουν την εκρηκτική προσωπικότητά της και που δεν φτάνει να περιγράψει η δημόσια εικόνα της Μελίνας Μερκούρη. Εχω, κατά κάποιον τρόπο, ζήσει την αύρα της. Το εξοχικό της σπίτι στην Επίδαυρο, αποδεικνύει έως σήμερα τη χαλαρή σχέση που είχε με τα υλικά αγαθά, με κάθε έννοια πολυτέλειας, έτσι τουλάχιστον όπως την εννοούν οι περισσότεροι.

Για παράδειγμα, θα φανταζόταν κάποιος ότι, λόγω των συναναστροφών αλλά και της οικογενειακής της καταγωγής, το σπίτι της θα ήταν γεμάτο έργα Τέχνης. Καμία σχέση. Η άποψή της ήταν ότι θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να μπορούμε να χωρέσουμε τη ζωή μας σε δύο βαλίτσες. Το θεωρούσε κι αυτό μία παράμετρο της έννοιας της ελευθερίας. Εκνευριζόταν όταν άκουγε ότι, νέοι ειδικά ανθρώποι, κάνουν συλλογές. «Και τι θα γίνει αν αύριο γνωρίσεις τον μεγάλο έρωτα της ζωής σου και σου πει να πάτε να ζήσετε σε ένα νησί στην άλλη άκρη της Γης; Περίμενε να πακετάρω τη συλλογή μου;».

Με δύο βαλίτσες άλλωστε γύρισε και εκείνη, το 1974, στην Ελλάδα ύστερα από οκτώ χρόνια «περιορισμού» στο εξωτερικό. Αλληλογραφία με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής, αφιερώσεις, κριτικές για τις παραστάσεις της, σημειώματα, δημοσιεύματα του διεθνή Τύπου που την αφορούσαν, φωτογραφίες, αφίσες, ντοκουμέντα διάφορα τα έσκιζε, τα πετούσε. Δεν ήθελε να έχει εξαρτήσεις από το παρελθόν, ακόμη και την τελευταία περίοδο της ζωής της κοιτούσε μπροστά. Κι αν το σκεφτούμε, τόσο στην καλλιτεχνική όσο και στην πολιτική της καριέρα, έμοιαζε να ενσαρκώνει μία υπόσχεση για το μέλλον. Γι’ αυτό και, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της, είναι ακόμη ωσεί παρούσα.

Το βασικό της χαρακτηριστικό, αυτό που καθόριζε και τη συμπεριφορά της αλλά και την πολιτική, κυρίως, καριέρα της ήταν όχι απλώς η αγάπη αλλά το ενδιαφέρον της για τους ανθρώπους. Οχι την αφηρημένη έννοια του ανθρώπου αλλά τους ανθρώπους που ζούσαν ή περνούσαν δίπλα της. Δεν υπήρχαν γι’ αυτήν πλούσιοι ή φτωχοί, αριστοκράτες ή λαϊκοί, διάσημοι ή άσημοι, ταλαντούχοι ή μη. Μόνο περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντες άνθρωποι. Είχε όμως το ταλέντο να «σκαλίζει» ακόμη και τον πιο, φαινομενικά, αδιάφορο άνθρωπο, να φέρνει στην επιφάνεια τις συναρπαστικές «γωνίτσες» του, αυτές που πίστευε ότι όλοι έχουν. (Η επιστήθια φίλη της Αλκη Ζέη έλεγε ότι η Μελίνα, αν δεν ήταν αυτή που ήταν, θα μπορούσε να γίνει η καλύτερη ανακρίτρια). Ηθελε όμως και να την αγαπούν. Ηταν το οξυγόνο της. Και πολλές φορές, ακόμη και με μικροζαβολιές, εκβίαζε την εκδήλωση της αγάπης τους. Φοβόταν, άλλωστε, μήπως και όταν πεθάνει, ο θάνατός της περάσει ως μονόστηλο στις εφημερίδες. Πού να ήξερε τι έγινε…

Μεταξύ φθοράς και εξουσίας

Η Μελίνα Μερκούρη, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, ήταν η σύγκλιση των αντιφάσεών της. Αντιφάσεις που, αντί να τη διαιρούν, την πολλαπλασίαζαν. Ακόμη και στη σωματοδομή της. Μια «αντρική» κορμοστασιά που σκορπούσε ατόφια θηλυκότητα. Και δημιουργός και έργο Τέχνης. Και αστή και ρεμπέτισσα. Αλλά και η σχέση της με την εξουσία (που, στην περίπτωσή της, δεν της παρείχαν μόνο τα αξιώματα αλλά ένα φυσικό χάρισμα που είχε από κοριτσάκι) με την αντίφαση έπαιζε. Θυμάμαι μία συνέντευξή της στον Νίκο Μπακουνάκη, όπου είχε μιλήσει για εκείνη τη φορά που, προκειμένου να φτάσει στην ώρα της σε κάποιο θέατρο, προηγούνταν του αυτοκινήτου της δύο μηχανές της Τροχαίας για να ανοίξουν δρόμο μέσα στην κίνηση. Τότε είχε πει: «…Και έτσι, μεταξύ φθοράς και εξουσίας, έφτασα εγκαίρως στον προορισμό μου».

Κοσμοπολίτισσα και απόλυτα Ελληνίδα συγχρόνως, μας έκανε ένα μεγάλο δώρο. Κατόρθωσε να «καθαρίσει» την ελληνικότητα που τη χαρακτήριζε και που η ίδια αποθέωσε, ακόμη και τα φολκλόρ στοιχεία της, από κάθε υπόνοια γραφικότητας. Είναι ο τρόπος που χορεύει χασάπικο στο «Ποτέ την Κυριακή», το πώς κουνάει τα χέρια της όταν, στη «Στέλλα», τραγουδάει το «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και είναι σαν να δίνει μπουνιές στον αέρα. Ενας ακόμη λόγος για «να τη θυμόμαστε και να την αγαπάμε».