Ζαχαρόνερο από την Ασία που αγοράζεται έναντι 2 ευρώ το κιλό κατακλύζει τα ράφια των καταστημάτων ως ελληνικό μέλι. Πρόκειται για σκευάσματα αμφιβόλου ποιότητας, τα οποία περιέχουν γλυκόζη, ρύζι, παντζάρια, σιτάρι και άλλα αμυλούχα, ενώ χημικές αναλύσεις έχουν εντοπίσει σε αυτά καραμελόχρωμα και σε κάποιες περιπτώσεις αντιβιοτικά. Οι ελληνοποιήσεις «μελιού» από την Κίνα, την Ινδία, την Τουρκία και αλλού είναι μία από τις αιτίες που έβγαλαν τους έλληνες μελισσοκόμους στους δρόμους ύστερα από πολλά χρόνια. Πριν από λίγες ημέρες περίπου 1.000 παραγωγοί διαδήλωσαν στην πλατεία Συντάγματος θυμίζοντας αλλοτινές εποχές:

Το 1975  μελισσοκόμοι είχαν πραγματοποιήσει την πρώτη απεργία πείνας στην ιστορία του αγροτικού κινήματος με στόχο να πετύχουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Η φετινή παραγωγή μελιού στην Ελλάδα αναμένεται να είναι μειωμένη κατά 70% σε σχέση με πέρυσι, ενώ η εκτόξευση των λειτουργικών εξόδων σε συνδυασμό με τις απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες έχουν προκαλέσει μια «καταιγίδα» που απειλεί σοβαρά τη βιωσιμότητα του κλάδου.

Το «βάπτισμα» σιροπιών γλυκόζης σε ελληνικό μέλι παρουσιάζει «έκρηξη» τα τελευταία χρόνια. Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Βασίλης Ντούρας, μέλος του ΔΣ και πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος, «αυτά τα σκευάσματα δεν φτάνουν στην Ελλάδα απευθείας από την Κίνα. Εισάγονται στη χώρα μας μέσω Πολωνίας και Ουκρανίας ως σιρόπι για μελισσοτροφή. Παλαιότερα έφταναν μέσω Βουλγαρίας, περίπου 2.000-3.000 τόνοι σιροπιών. Στη συνέχεια αναμειγνύονται σε αναλογία 80%-20% με ελληνικό μέλι, ώστε να περιέχουν γύρη από ελληνικά φυτά και να φαίνονται στην ανάλυση ως ελληνικά».

Χαμηλής ποιότητας

Τα προϊόντα αυτά να πωλούνται στην αγορά από 4,5 έως και 7 ευρώ το κιλό. «Πρόκειται για πολύ υψηλή τιμή, καθώς είτε δεν είναι μέλι είτε είναι μέλι πολύ χαμηλής ποιότητας. Την ίδια στιγμή δημιουργούν πρόβλημα στους παραγωγούς, ο παραγωγός πουλά το μέλι του, μέλι υψηλής ποιότητας, έναντι 4 ή 4,5 ευρώ το κιλό, και τελικά διατίθεται στην αγορά με τιμή άνω των 10 ευρώ» εξηγεί ο κ. Ντούρας.

«Και αυτά τα 4,5 ευρώ το κιλό είναι εξευτελιστική τιμή για τον παραγωγό. Τα τελευταία τρία χρόνια καθετί που χρειαζόμαστε – κυψέλες, μελισσοτροφές, πετρέλαιο – έχει ακριβύνει κατά 50%. Αγοράζαμε τη ζάχαρη, ένα βασικό συστατικό για τις μελισσοτροφές, έναντι 0,6 ευρώ με τον ΦΠΑ και τώρα κοστίζει 1,20 ευρώ. Παράλληλα, πληρώνουμε το τίμημα της κλιματικής κρίσης. Οι περίοδοι της ανθοφορίας μίκρυναν, πέρυσι την άνοιξη είχαμε πολλές βροχές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν τα μελίσσια να δουλέψουν, ακολούθησαν 10 καλές μέρες και μετά ξηρασία, με αποτέλεσμα να μη βρίσκουν να φάνε. Και μέσα σε όλα αυτά δεν μας επιτρέπουν να ανάψουμε τα καπνιστήρια το καλοκαίρι, αφαιρώντας μας τη δυνατότητα για  ένα μεροκάματο».

Ο Βασίλης Ντούρας εργαζόταν ως λογιστής στον ιδιωτικό τομέα, μέχρι που πριν από 30 χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μελισσοκομία στο Ελευθεροχώρι Μαγνησίας. Πλέον, όπως εξηγεί, ο κλάδος των περίπου 20.000 μελισσοκόμων αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Και όλα αυτά ενώ «στη μέλισσα στηρίζεται ολόκληρος ο αγροτικός τομέας. Είναι ο κύριος παράγοντας γονιμοποίησης των φυτών για να παραχθούν τα φρούτα και άλλοι καρποί. Τους άγριους επικονιαστές τούς σκοτώσαμε με την κατάχρηση φυτοφαρμάκων. Εμεινε η εκτρεφόμενη μέλισσα ως κύριος επικονιαστής και τώρα σκοτώνουν αυτόν τον «άμισθο υπάλληλο», τον φροντιστή του περιβάλλοντος. Δεν υπάρχει καμία στήριξη προς τον μελισσοκόμο, ό,τι δίνουν είναι ψίχουλα. Για να καταλάβετε, εγώ που πλέον είμαι συνταξιούχος, φέτος έχω δώσει τη μισή μου σύνταξη για να μπορέσω να στηρίξω τη μελισσοκομία» λέει.

Το πρόβλημα των «ελληνοποιήσεων» θα μπορούσε να λυθεί, σύμφωνα με τον κ. Ντούρα, «με το ελληνικό σήμα στο μέλι. Ετσι, θα γίνεται αυτομάτως ηλεκτρονικός έλεγχος σε όσα προϊόντα πωλούνται το ράφι. Σκανάροντάς τα ο ελεγκτής θα γνωρίζει αν το συγκεκριμένο προϊόν έχει άδεια για να παρουσιάζεται ως ελληνικό και να τσεκάρει αν το τιμολόγιο που κόπηκε για αυτό είναι ελληνικό ή εισαγόμενο. Και παράλληλα χρειάζονται εντατικοί έλεγχοι στις αποθήκες των τυποποιητών, ώστε να υπάρχει καταγραφή των εκροών-εισροών».