Για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών που καταλήγουν να αυτοπροσδιορίζονται ως ταγοί της Ευρώπης και να κουνάνε το δάχτυλο με ύφος ανώτερου όντος στους διάφορους ιθαγενείς που απαρτίζουν την αυτοκρατορία την οποία εκείνοι διοικούν, ο δρόμος προς το Στρασβούργο και τις Βρυξέλλες δεν ήταν ευθύς. Τις περισσότερες φορές μάλιστα κάθε άλλο παρά υπήρξε επιλογή τους: οι σπουδαίοι ηγέτες της Ευρώπης απλώς βρέθηκαν εκεί επειδή τους τελείωσε αυτό που έκαναν. Το πώς μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις κύριες κατηγορίες:

«Σύνταξη» και «εφεδρεία» απαρτίζουν την πρώτη κατηγορία για τις μεγάλες θέσεις στην Επιτροπή: πρώην αρχηγοί, με στάση και υπηρεσίες που έχουν εκτιμηθεί από το Βερολίνο πρωτίστως και τις Βρυξέλλες δευτερευόντως, παίρνουν το πράσινο φως της ανταμοιβής και, αν προκύψει δυνατότητα, της επανάκαμψης μέσω Βρυξελλών. Ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Τουσκ, που επέστρεψε πρωθυπουργός στην Πολωνία, είναι τυπικό δείγμα.

Το «ξεφόρτωμα» είναι η δεύτερη: οι αρχηγοί των κυβερνήσεων το πρώτο που κάνουν είναι να στείλουν εκεί όποιον αισθάνονται ότι μπορεί να τους απειλεί πολιτικά. Δελφίνος ή εσωκομματικός αντίπαλος που δεν μπορεί ο αρχηγός να τον μαζέψει ευθέως; Ε, να μια σπουδαία ευκαιρία να βγει από τη μέση με το γάντι: πάει να «γράψει ιστορία» στην Ευρώπη. Εδώ, η νυν πρόεδρος της Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν είναι επίσης τυπικό δείγμα.

Το ρουσφέτι είναι η τρίτη κατηγορία, πολύ δημοφιλές στις τάξεις της Ευρωβουλής, που έχει βέβαια υποστεί πλήγμα με την εκλογή με σταυρό. Επί δεκαετίες όμως κυριαρχούσε. Ποιον ήθελε να έχει ευχαριστημένο ο πρόεδρος; Στείλε τον να κάνει τον ευρωβουλευτή. Σε ένα κοινοβούλιο που δεν έχει καν τις βασικές εξουσίες του ρόλου του στη διάκριση των εξουσιών. Αλλά ποιος νοιάζεται; Εδώ τα παραδείγματα χρειάζονται τηλεφωνικό κατάλογο.

Η εσωτερική γραφειοκρατία είναι η τέταρτη: ανεβαίνει κανείς τα σκαλοπάτια ή εμφανίζεται στο σύστημα ως βοηθός κάποιου και ενίοτε φτάνει και μέχρι το ρετιρέ. Ετσι παράγεται σε γενικές γραμμές η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, η πιο καλοπληρωμένη του είδους της στον κόσμο. Οχι μέσα από ανθρώπους που τους οδήγησε εκεί καμία πίστη ζωής στην ένωση της Ευρώπης, αλλά από ανθρώπους που τους έσπρωξε η… ρημάδα η ζωή. Για να σταθούν όμως εκεί, που σιγά σιγά τους αρέσει, ομογενοποιούνται, όπως το γάλα, και μεταμορφώνονται πλέον σε διαπρύσιους κήρυκες του οράματος. Αλλά με ένα πρόβλημα.

Από την ώρα που εισέρχονται στο ιερατείο και φοράνε τα μπλε άμφια με τα κίτρινα αστεράκια και ανεβαίνουν στους άμβωνες και η ζωή είναι γλυκιά, αρχίζουν να χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα: η ευρωπαϊκή συνοικία των Βρυξελλών είναι ένας δικός της κόσμος. Τόσο αποξενωμένος πλέον από την πραγματικότητα των κοινωνιών και των λαών των οποίων παρόν και μέλλον αφ’ υψηλού διαφεντεύει χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, έλεγχο από τους λαούς και πραγματική λογοδοσία, που είναι ν’ απορεί κανείς πώς δεν ζητούν διαβατήριο με βίζα για να τη διασχίσεις.

Τώρα όμως αυτή η ευρωπαϊκή καλογυαλισμένη εκδοχή σοβιετικής νομενκλατούρας τα βρίσκει σκούρα. Το παραμύθι «Ευρώπη είναι αυτό που σας λέμε εμείς και όποιος διαφωνεί είναι άθλιος λαϊκιστής» φτάνει στο τέλος του. Εξάντλησε το βάθος του. Και η πανάκριβη υπεροψία τους, πληρωμένη από τους λαούς που, αντιθέτως, δεν πάνε καθόλου καλά, δεν σταματάει πια τα τρακτέρ ούτε από τις Βρυξέλλες ούτε από το Παρίσι ούτε από το Βερολίνο.

Ομως αυτό δεν είναι κακό. Το κακό είναι άλλο. Και είναι πια πολύ σοβαρό. Οτι οι πολιτικές που ασκεί, ο ανεξέλεγκτος τρόπος τους, όσα κάνουν και όσα αντιπροσωπεύουν αυτό το σύστημα και οι αξιωματούχοι του συνιστούν μια από τις κύριες αιτίες της πανευρωπαϊκής επέλασης της Ακροδεξιάς. Είναι λάδι στη φωτιά της, που στις επερχόμενες ευρωεκλογές προβλέπεται να φουντώσει όσο ποτέ. Και η οίηση των Βρυξελλών, που υποτίθεται ότι πολεμούν τον φασισμό, συμβάλλει τα μέγιστα για να εξαπλωθεί περισσότερο.