Ο Ιανουάριος που αύριο φτάνει στο τέλος του ήταν ένας μήνας που δοκίμασε τα όρια του – έτσι κι αλλιώς κουρασμένου – Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Οι ιώσεις που σάρωσαν τη χώρα, αρχής γενομένης από την περίοδο των εορτών, έφεραν χιλιάδες ασθενείς στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων ολόκληρης της χώρας, αναγκάζοντας γιατρούς, νοσηλευτές και τραυματιοφορείς να ανοίξουν τις αποθήκες για να επιστρατεύσουν για μία ακόμα φορά τα ράντζα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το «Αττικόν», όπου μετά από αναμονή ακόμα και οκτώ ωρών οι ασθενείς που κρίνεται αναγκαίο να εισαχθούν για νοσηλεία… βολεύονται στους διαδρόμους, πλάι σε αυτούς που περιμένουν τη σειρά τους για εξέταση-αξιολόγηση.

«ΤΑ ΝΕΑ» βρέθηκαν στα μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα της Αττικής, όπου κατέγραψαν εικόνες που παραπέμπουν σε περασμένες δεκαετίες, μίλησαν με εργαζομένους και κατέγραψαν την κραυγή αγωνίας τους για ένα σύστημα υγείας στα πρόθυρα του burn out. Ο Γιάννης Πλαγιανάκος, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «Αττικόν», περιγράφει με μελανά χρώματα την πραγματικότητα που καλούνται να διαχειριστούν οι συνάδελφοί του στην αυγή του 2024.

«Το θέμα με τα ράντζα δεν είναι τωρινό. Είναι κάτι που συμβαίνει χρόνια. Εχουμε ξαναπεί ότι το «Αττικόν» είναι ο «πρωταθλητής» των ράντζων. Μόνο προχθές βγάλαμε 90» αναφέρει χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως ως συνέπεια του κοκτέιλ ιώσεων και της ραγδαίας αύξησης των αναπνευστικών λοιμώξεων οι Παθολογικές Κλινικές είναι υπερπλήρεις. «Οι εισαγωγές στη διάρκεια των εφημεριών κυμαίνονται από 100 έως 120, ενώ ο μέσος χρόνος αναμονής στο ΤΕΠ φτάνει τις έξι με οκτώ ώρες».

Κλίνες στα χαρτιά

Το φαινόμενο των κρεβατιών… εκστρατείας, όμως, δεν αφορά αποκλειστικά το «Αττικόν». Η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας-Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) Ματίνα Παγώνη περιγράφει πως και στο Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας «Γιώργος Γεννηματάς» επιστρατεύονται ράντζα, λόγω υπερκάλυψης των κλινών, ως ύστατη λύση ανάγκης. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τους ασθενείς να περιμένουν στα Επείγοντα μέχρι να αδειάσουν τα κρεβάτια των δωματίων» σημειώνει, προσθέτοντας πως το ζήτημα τέθηκε σε πρόσφατη συνάντηση με τον υπουργό Υγείας Αδωνη Γεωργιάδη προκειμένου να βρεθούν λύσεις.

«Πριν από δύο μήνες είχαμε 50 εισαγωγές ανά τέσσερις ημέρες κατά μέσο όρο σε ένα Παθολογικό Τμήμα. Τώρα έχουμε φτάσει τις 60 και τις 80 εισαγωγές ανά τετραήμερο. Από αυτές, πάνω από το 50% αφορά λοιμώξεις του αναπνευστικού» αναφέρει η Ολγα Κοσμοπούλου, παθολόγος-λοιμωξιολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Αγιος Παντελεήμων» και μέλος του ΔΣ της ΕΙΝΑΠ, αποτυπώνοντας την έκταση του κορεσμού των «κανονικών» νοσοκομειακών κλινών.

Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης Παπανικολάου, νευροχειρουργός, εκπρόσωπος των γιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας και γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ), εξηγεί πως υπό φυσιολογικές συνθήκες, σε ένα ανθεκτικό σύστημα υγείας, η αύξηση των νοσηλειών δεν θα έπρεπε να απειλεί την εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων. «Εξάλλου, στα χαρτιά το ΕΣΥ διαθέτει πάνω από 30.000 κλίνες συνολικά και πάνω από 1.000 κλίνες ΜΕΘ» τονίζει με νόημα.

Εν τω μεταξύ, κατά τον Μιχάλη Γιαννάκο, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), η έλλειψη κλινών σε περιόδους έξαρσης ασθενειών εντείνεται από την παραμονή περί των 500 απόρων ασθενών στα νοσοκομεία μετά το πέρας της νοσηλείας τους. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν στέγη» λέει επισημαίνοντας το ηθικό αδιέξοδο το οποίο καλούνται να αντιμετωπίσουν γιατροί και νοσηλευτές. «Επομένως, δεν νοσεί μόνο το σύστημα υγείας αλλά και το σύστημα πρόνοιας».

Στα όρια τα παιδιατρικά νοσοκομεία με αναμονές ωρών

Και αν η φετινή επέλαση της Covid-19 δεν λύγισε τα παιδιά και τους εφήβους –με εξαίρεση εκείνους που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες λόγω υποκείμενων νοσημάτων–, τα παιδιατρικά νοσοκομεία συνεχίζουν να δέχονται εξίσου μεγάλη πίεση. «Αυτό που παρατηρούμε και μας απασχολεί είναι η εποχική έξαρση του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού RSV και του ιού της γρίπης που χτυπάει τόσο τα παιδιά που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου όσο και αυτά κάτω των πέντε ετών. Επίσης, μας απασχολεί η αύξηση σε κρούσματα στρεπτόκοκκου», υπογραμμίζει η Βάνα Παπαευαγγέλου, καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, δίνοντας το περίγραμμα της τρέχουσας έκτακτης συνθήκης που καλούνται να αντιμετωπίσουν γιατροί και νοσηλευτές των παιδιατρικών ιδρυμάτων. Οταν, δε, στην εξίσωση προστέθηκε ο συγχρωτισμός των εορτών αλλά και η απουσία παιδιάτρων λόγω αδειών, η κατάσταση γίνεται εκρηκτική.

Οπως παρατηρεί η Αγγελική Κρικρή, παιδοχειρουργός στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» και εκπρόσωπος της ΕΙΝΑΠ, «στα παιδιατρικά νοσοκομεία ο μέσος όρος ημερήσιων εισαγωγών είναι 250-300 παιδιά, εκ των οποίων 10-12% εισάγονται με λοιμώδη και μεταδοτικά αναπνευστικά νοσήματα.

Τρεις ώρες για εξετάσεις

Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, όμως, φτάσαμε στα 500, 600 έως και 700 περιστατικά ημερησίως», κάτι που σε συνδυασμό με την έλλειψη προσωπικού προκάλεσε συμφόρηση και πολύωρες αναμονές. «Μπορεί ελλείψει προσωπικού μία εξέταση ούρων να χρειαστεί δύο ή και τρεις ώρες να βγει. Αντίστοιχα, υπάρχει αναμονή δύο και τριών ωρών για μία αιμοληψία. Αν σε αυτά προστεθεί και ο χρόνος που απαιτείται για τη λήψη των αποτελεσμάτων, η αναμονή διπλασιάζεται, ειδικά αν γραφτούν περαιτέρω εξετάσεις και παραπομπές».

Οπως λέει η ίδια, «η έλλειψη κάποιων κρίκων από την αλυσίδα του προσωπικού –όπως οι νοσηλευτές και οι καθαρίστριες– συμβάλλει στη απορρύθμιση μιας εφημερίας», ενώ ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ εστιάζει στις ελλείψεις ακόμα και των αναγκαίων ειδικοτήτων, ιδίως στις παιδιατρικές ΜΕΘ της περιφέρειας: «Αν, για παράδειγμα, ένα παιδί από την Κομοτηνή πάθει κάτι και χρειαστεί εισαγωγή σε ΜΕΘ το Ιπποκράτειο Καβάλας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Διαθέτει μόλις οκτώ κλίνες και είναι σχεδόν πάντα κατειλημμένες».

Οταν η εκρηκτική αύξηση κρουσμάτων προκαλεί «ασφυξία»

Κάθε χρόνο στα ΤΕΠ των νοσοκομείων του ΕΣΥ απευθύνονται περίπου 4,4 εκατομμύρια πολίτες, με έναν στους τρεις (33%) να επισκέπτεται κάποιο νοσοκομείο της Αττικής. Το τρέχον διάστημα, δε, μόνο οι νοσηλείες που αφορούν κρούσματα κορωνοϊού παρουσιάζουν αύξηση άνω του 40%. Αντίστοιχα, στα τρία παιδιατρικά νοσοκομεία του Λεκανοπεδίου εξετάστηκαν σε έναν χρόνο στα Επείγοντα 178.000 παιδιά και έφηβοι. Ολα αυτά, βέβαια, σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας με προβλήματα ζωτικής σημασίας. Οι αναμονές που υπερβαίνουν τις οκτώ ώρες στη διάρκεια των εφημεριών, τα ράντζα στους διαδρόμους, το αποδεκατισμένο και στα όρια της εξουθένωσης προσωπικό και η ένδεια σε υποδομές συνθέτουν το σκηνικό ενός δημόσιου συστήματος υγείας που… νοσεί.

Παρ’ όλα αυτά, τα νέα κάθε άλλο παρά ευοίωνα είναι, αφού, σύμφωνα με την πρόεδρο της ΕΙΝΑΠ Ματίνα Παγώνη, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου η εικόνα δεν αναμένεται να αλλάξει προς το καλύτερο. «Βεβαίως, θα συνεχίσουν να υπάρχουν πολλά περιστατικά. Ομως, δεν θα εμφανίσουν περαιτέρω αυξητική τάση», εκτιμά η ίδια, μιλώντας στα «ΝΕΑ».

Η εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού, η οποία αποτελεί συνέπεια της άνευ όρων επιστροφής στην «κανονικότητα», η χαλάρωση των ατομικών μέτρων προφύλαξης και πρόληψης, η αμέλεια του εμβολιασμού, ειδικά των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, αλλά και η ταυτόχρονη εξάπλωση άλλων νοσημάτων του αναπνευστικού μόνο ως έναν βαθμό εξηγούν τη δυστοπική πραγματικότητα που παρουσιάζουν τα ΤΕΠ στη διάρκεια των εφημεριών.

Βασική αιτία της υφιστάμενης κατάστασης είναι η κατάρρευση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ξεκαθαρίζουν οι επαγγελματίες του κλάδου. «Επειδή αυτή είναι αποσαθρωμένη, είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός εκείνων που έρχονται στα νοσοκομεία χωρίς καν να χρειάζεται να έρθουν. Θα μπορούσαν να είχαν κάνει μια επίσκεψη σε ένα κέντρο υγείας και να είχαν πάρει από εκεί τις αναγκαίες οδηγίες», υπογραμμίζει ο γενικός γραμματέας της ΟΕΝΓΕ Παναγιώτης Παπανικολάου. «Ενα 25%-30% των ασθενών που έρχεται στα νοσοκομεία θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, όπως είναι τα κέντρα υγείας και οι οικογενειακοί γιατροί. Μόνη και βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η ενίσχυσή της σε προσωπικό. Αυτό το ποσοστό θα συντελούσε στη μείωση των ωρών αναμονής», συμφωνεί η Ματίνα Παγώνη.

Αλλωστε, σύμφωνα με τη Μερόπη Μανταίου, πνευμονολόγο στο «Σωτηρία», το κατεξοχήν νοσοκομείο που εξυπηρετεί περιστατικά αναπνευστικών λοιμώξεων, η αδυναμία του προσωπικού γιατρού να ανταποκριθεί στον μεγάλο αριθμό ασθενών είναι ένας καταλυτικός παράγοντας που οδηγεί τους τελευταίους στα εφημερεύοντα δημόσια νοσοκομεία, «με αποτέλεσμα να έρχεται κανείς ακόμη και για έναν πονοκέφαλο, γιατί ελλείψει χρημάτων δεν έχει πού να πάει».

Μεγάλες ελλείψεις

Αυτή η αναγκαστική αθρόα προσέλευση ασθενών στα δημόσια νοσοκομεία έρχεται να συναντηθεί με την έλλειψη προσωπικού που καλείται να διαχειριστεί τα επείγοντα περιστατικά. Γι’ αυτό και έχουμε πολύωρες αναμονές που, κατά τον πρόεδρο της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλη Γιαννάκο, «μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να ξεπερνούν τις οκτώ ώρες και να αγγίζουν ακόμη και τις δέκα».

Από την πλευρά της, η Ολγα Κοσμοπούλου, παθολόγος – λοιμωξιολόγος στο «Αγιος Παντελεήμων» και μέλος του ΔΣ της ΕΙΝΑΠ, κάνει λόγο για προσωπικό στα όρια της εξουθένωσης – κάτι που απέδειξε και το πρόσφατο περιστατικό της αναισθησιολόγου του Νοσοκομείου Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης που ασθένησε σοβαρότατα έπειτα από μακρά περίοδο υπερεργασίας και εργασιακής πίεσης. «Εχουμε φτάσει σε ένα ιστορικό χαμηλό όσον αφορά τη στελέχωση σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Υπάρχει πρωτοφανής περιφρόνηση των επικουρικών νοσηλευτών, πολλοί εκ των οποίων κλήθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη διάρκεια της πανδημίας και τώρα παραιτούνται, απογοητευμένοι από τις συνθήκες αλλά και από τη συνεχιζόμενη εργασιακή ανασφάλεια, αφού δεν μονιμοποιούνται παρά τις διαδοχικές υποσχέσεις», εξηγεί.

Πώς, λοιπόν, καλύπτονται τα τεράστια αυτά κενά και τα ελληνικά νοσοκομεία συνεχίζουν να λειτουργούν; Με «μπαλώματα», είναι η απάντηση που δίνουν οι εργαζόμενοι. Με αναγκαστικές εντολές για μετακίνηση νοσηλευτών από τα κέντρα υγείας αστικού τύπου προς τις ΜΕΘ, πρακτική που, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Παπανικολάου, αποτελεί ημίμετρο και ταυτόχρονα κυβερνητική ομολογία. «Η μοναδική αιτία για την ασφυξία στα νοσοκομεία είναι η τραγική υποστελέχωσή τους». Ο Μιχάλης Γιαννάκος, τέλος, μετρά τις κενές θέσεις εργασίας σε 3.000, ενώ, κατά τη Μερόπη Μανταίου, κάθε χρόνο, με τις αποχωρήσεις από την υπηρεσία, τα νοσοκομεία χάνουν από 1.000 έως 1.500 άτομα. «Από αυτά δεν αντικαθίστανται ούτε τα μισά», καταλήγει.