Είναι μικρότερο από ένα νύχι και το πάχος του είναι μόλις ένα τέταρτο του χιλιοστού. Κάλυπτε το σώμα ενός ερπετού, προγόνου των δεινοσαύρων. Και είναι το αρχαιότερο ίχνος απολιθωμένου δέρματος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, με την ηλικία του να αγγίζει τα 288 εκατ. χρόνια, ξεπερνώντας κατά 130 εκατ. χρόνια το ως τώρα παλαιότερο γνωστό ίχνος δέρματος που είχε εντοπιστεί στον πλανήτη.

Μοναδικής σημασίας θεωρούν οι επιστήμονες το εύρημα που προέρχεται από σπήλαιο στο Ρίτσαρντς Σπερ της Οκλαχόμα των Ηνωμένων Πολιτειών για τρεις λόγους. Πρώτον, διότι ναι μεν το δέρμα είναι το μεγαλύτερο όργανο του σώματος, είναι εξαιρετικά δύσκολο όμως να διατηρηθούν ίχνη του καθώς είναι πολύ πιο εύκολο να αποσυντεθεί συγκριτικά με τα οστά. Δεύτερον, επειδή το συγκεκριμένο δείγμα μπορεί να δώσει πληροφορίες όχι μόνο για την εξωτερική υφή αλλά και την εσωτερική δομή της επιδερμίδας. Και τρίτον, επειδή το απολίθωμα αυτό προέρχεται από μια φάση-σταθμό για την εξέλιξη ορισμένων ειδών από αμφίβια σε ζώα που ζούσαν αποκλειστικά στην ξηρά και τη γένεση χαρακτηριστικών που θα εμφανιστούν σε μεταγενέστερα πλάσματα όπως οι πτερόσαυροι.

Το δέρμα, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι επιστήμονες που το μελέτησαν σε δημοσίευσή τους στην επιστημονική επιθεώρηση «Current Biology», ανήκε σε ένα από τα πρώτα αμνιωτά, όπως είναι η επιστημονική ονομασία για τον κλάδο των τετράποδων σπονδυλωτών – ερπετών, πτηνών και θηλαστικών – που γεννούν τα αβγά τους στη στεριά ή διατηρούν το γονιμοποιημένο ωάριο στη μητέρα.

Τα ζώα αυτά που έμοιαζαν με σαύρες ήταν μερικά από τα πρώτα πλάσματα που έζησαν εξ ολοκλήρου στη στεριά και τα σώματά τους καλύπτονταν από φολιδωτό δέρμα. Το χαρακτηριστικό τους αυτό είναι που οδήγησε και στην ανάπτυξη της επιδερμίδας, η οποία ήταν απαραίτητη εξέλιξη για να προσαρμοστούν στη ζωή τους αποκλειστικά σε χερσαίο έδαφος. «Υπήρξε μια μετάβαση από τον τύπο δέρματος των αμφιβίων σε ένα δέρμα με σκληρές εξωτερικές φολίδες κατάλληλο για την επιβίωση στην ξηρά», λέει ο παλαιοντολόγος του Μουσείου Δεινοσαύρων Altmühltal Φρέντερικ Σπίντλερ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη.

Το φολιδωτό εξωτερικό στρώμα του δέρματος είχε επιπλέον προστατευτικό χαρακτήρα, όπως εξηγεί ο εκ των συγγραφέων της μελέτης και παλαιοντολόγος του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Ιθαν Μούνεϊ, καθώς απέτρεπε τα ερπετά από το να αφυδατωθούν, αφού οι φολίδες διατηρούσαν υγρασία στο εσωτερικό τους επιτρέποντας στα αμνιωτά να προσαρμοστούν σταδιακά στον νέο τους χώρο, μακριά από το υδάτινο στοιχείο.

Μπορούμε όμως να πλησιάσουμε περισσότερο στην ταυτότητα του ερπετού που έζησε στον πλανήτη μας πριν από 288 εκατ. χρόνια; Οταν οι ερευνητές προχώρησαν σε αξονική τομογραφία για να εξετάσουν τις λεπτομέρειες στο εσωτερικό του απολιθωμένου δέρματος, διαπίστωσαν ότι η δομή του σε ορισμένα σημεία ήταν παρόμοια με εκείνη των σύγχρονων κροκοδείλων και σε άλλα με των φιδιών και των σαυρών.

Τα δεδομένα που έχουν στα χέρια τους τούς επιτρέπουν να εκτιμήσουν ότι το δέρμα που διασώθηκε στο απολίθωμα ανήκε σε ένα ερπετό που έχουν συναντήσει και άλλες φορές στο εν λόγω σπήλαιο και ονομάζεται Captorhinus aguti. Θεωρούν δε ότι το διατεταγμένο σε 24 λωρίδες δέρμα που εντοπίστηκε προέρχεται πίσω από το κρανίο του και εκτιμούν ότι από περαιτέρω μελέτη του υλικού μπορεί να αποδειχθεί πως η συγκεκριμένη δομή δέρματος αποτέλεσε τη βάση για να εξελιχθούν τα φτερά των πτηνών και οι θύλακοι τριχών των θηλαστικών.

Το μυστικό της διατήρησης του δέρματος

Εντυπωσιακά όμως δεν είναι μόνο η ηλικία του απολιθωμένου δέρματος και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη για τη ζωή στον πλανήτη πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια, αλλά και το πώς αυτό το υλικό κατάφερε να αντέξει στον χρόνο και να φτάσει ως τις μέρες μας ξεκλειδώνοντας κατά αυτό τον τρόπο άγνωστες πτυχές του προϊστορικού κόσμου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα αρχαία ζωικά υπολείμματα που ήταν θαμμένα μέσα στο σπήλαιο πιθανότατα αποτέθηκαν σε μια σχετικά ξηρή περιοχή με χαμηλό οξυγόνο. Το σκληρό δέρμα με τις φολίδες – από το ίδιο σχεδόν υλικό με τα νύχια μας – ήταν σε θέση να αποξηρανθεί και να παραμείνει πάνω στα οστά του ζώου. Οταν λοιπόν τα προϊστορικά ερπετά θάφτηκαν στο αμερικανικό σπήλαιο διέρρευσαν υδρογονάνθρακες από τα πετρώματά του. Οι υδρογονάνθρακες αυτοί προήλθαν από τα υπολείμματα ακόμη παλαιότερων ορυκτών οργανισμών που ζούσαν στις θάλασσες πριν από περίπου 330 εκατ. χρόνια και είναι εκείνοι που αναμείχθηκαν με αργιλικά ιζήματα που επιβραδύνουν την αποσύνθεση ώστε να δημιουργήσουν αυτό που ο Ιθαν Μούνεϊ αποκαλεί «εξαιρετικά απολιθώματα», διατηρώντας το δέρμα με τρισδιάστατες λεπτομέρειες.