Τα 24 εκατομμύρια των κατοίκων της Ταϊβάν καλούνται να εκλέξουν αύριο Σάββατο 13 Ιανουαρίου τον νέο πρόεδρό τους. Στην πράξη, όμως, ουδείς αμφισβητεί το γεγονός ότι το διακύβευμα δεν αφορά τόσο το πρόσωπο όσο τις μελλοντικές σχέσεις της Ταϊβάν με την Κίνα – και, ευρύτερα, την κατάσταση που θα επικρατήσει τα επόμενα χρόνια στην ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Economist», σε σχετική ανάλυση στο πρώτο τεύχος του νέου έτους, έφτασε να κάνει ένα βήμα παραπέρα και να θέσει το εξής ερώτημα: «Το 2022 έφερε τον πόλεμο στην Ουκρανία και το 2023 εκείνον στη Γάζα. Θα προσθέσει, άραγε, το 2024 μια κρίση στην Ταϊβάν;».

Το σίγουρο είναι ότι τόσο η Κίνα όσο και ο ισχυρός προστάτης της Ταϊβάν, δηλαδή οι ΗΠΑ, έχουν φροντίσει να ξεκαθαρίσουν προς κάθε κατεύθυνση ότι οι εξελίξεις στο νησί τους αφορούν άμεσα. Το Πεκίνο, για του λόγου το αληθές, έχει διαμηνύσει πως σε αυτές τις εκλογές οι κάτοικοι της Ταϊβάν επιλέγουν ουσιαστικά ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο, προειδοποιώντας παράλληλα για τους κινδύνους που κρύβει η πιθανή εκλογή του υποψηφίου του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP), Λάι Τσινγκ-τε, ο οποίος φέρεται να διατηρεί σημαντικό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις.

Η ανακοίνωση

«Ελπίζουμε ειλικρινά ότι οι συμπατριώτες μας στην Ταϊβάν θα αναγνωρίσουν την ακραία επιβλαβή γραμμή υπέρ της ανεξαρτησίας που ακολουθεί το DPP και τον ακραίο κίνδυνο να πυροδοτηθεί αντιπαράθεση και σύγκρουση στα Στενά που αντιπροσωπεύει ο Λάι Τσινγκ-τε, έτσι ώστε να κάνουν την ορθή επιλογή», ανέφερε χαρακτηριστικά ανακοίνωση την οποία εξέδωσε η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τις σχέσεις με την Ταϊβάν. Προκαλώντας, με τον τρόπο αυτό, την έντονη αντίδραση της Ταϊπέι, η οποία έκανε λόγο για «μία ακόμη βάναυση προσβολή σε βάρος του λαού της Ταϊβάν και της διεθνούς κοινότητας».

Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον κάλεσε το Πεκίνο να αποφύγει κάθε παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία και τα εσωτερικά ζητήματα της Ταϊβάν. «Ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί, η πολιτική μας έναντι της Ταϊβάν θα παραμείνει αμετάβλητη, ενώ θα συνεχιστεί και η ισχυρή ανεπίσημη μεταξύ μας σχέση», τόνισε αξιωματούχος της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν. Ο ίδιος πρόσθεσε δε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν να στείλουν στην Ταϊπέι μια διακομματική αντιπροσωπεία από τέως υψηλόβαθμους παράγοντες – μια ενέργεια που μόνο αδιάφορη δεν θα αφήσει την κινεζική πλευρά, έστω και αν τυπικά η επίσκεψη και οι επαφές στο πλαίσιό της θα πραγματοποιηθούν σε ανεπίσημη βάση.

Πώς έχουν τα πράγματα

Υπενθυμίζεται πως η Κίνα θεωρεί δικό της έδαφος την Ταϊβάν (στην οποία κατέφυγε η κυβέρνηση των εθνικιστών της Κουμιτάνγκ μετά την ήττα από τον Μάο Τσετούνγκ, το 1949, εγκαθιδρύοντας τη Δημοκρατία της Κίνας), ενώ έχει απειλήσει με στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση που επιχειρήσει να κηρύξει την ανεξαρτησία της και επιδιώξει διεθνή αναγνώριση. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, μπορεί να μην αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος – μαζί της, άλλωστε, διατηρούν διπλωματικές σχέσεις μόνο 12 από τα 193 κράτη-μέλη του ΟΗΕ (εκ των οποίων κανένα από την Ευρώπη), συν το Βατικανό – ωστόσο έχουν δεσμευτεί να τη θωρακίσουν στρατιωτικά και να τη στηρίξουν σε περίπτωση πολέμου με την Κίνα. Με τον Μπάιντεν, μάλιστα, να έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε οι αμερικανικές δυνάμεις θα εμπλακούν άμεσα.

Διαλλακτική στάση

Οσο για το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης της Ταϊβάν, η Κουμιτάνγκ (ΚΜΤ), τηρεί πιο μετριοπαθή και διαλλακτική στάση έναντι του Πεκίνου. Ο δικός του υποψήφιος, Χου Γιου-ι, έχει ταχθεί ρητά κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της οικοδόμησης πιο φιλικών σχέσεων με την Κίνα, έστω και αν απορρίπτει τις κατηγορίες του αντιπάλου του ότι είναι «μαριονέτα» της. Οσο για τον υποψήφιο αντιπρόεδρό του, Τζάου Σάου-Κονγκ, έκανε μια σύγκριση ανάμεσα στη σημερινή πρόεδρο (που επίσης προέρχεται από το DPP) και τον Λάι: «Η Τσάι Ινγκ-γουέν είναι πιο χαμηλών τόνων, δεν κραυγάζει καθημερινά ότι είναι υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν και, παρ’ όλα αυτά, η ένταση στα Στενά είναι ήδη μεγάλη. Εάν επικρατήσει ο Λάι Τσινγκ-τε, φαντάζεστε πως η κατάσταση θα βελτιωθεί;», αναρωτήθηκε.

Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, ο Σι Τζινπίνγκ δεν αποκλείεται να επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την πολιτική ρευστότητα στις ΗΠΑ στην πορεία προς τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, καθώς και την «κούραση» των Αμερικανών από τα δύο πολεμικά μέτωπα που είναι ήδη ανοιχτά, στην Ουκρανία και τη Γάζα. Εάν αυτό δε συμβεί, τότε το ερώτημα που έθεσε ο «Economist» μοιάζει πιο εφιαλτικό…