Για την πολύχρονη σύγκρουση στην καρδιά της Μέσης Ανατολής έχει γραφτεί πολλές φορές ότι δεν θα λήξει παρά μόνο όταν ο ένας λαός εξαφανίσει τον άλλο. Παρότι η θέση αυτή είναι ακραία, το ερώτημα που γεννάται είναι, αφού οι ΗΠΑ τα βρήκαν με τη Γερμανία και την Ιαπωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι σχέσεις τους με το Βιετνάμ είναι σήμερα φιλικές, γιατί οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν πάνω από 70 χρόνια τώρα να βρουν μια λύση που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές;

Ως απάντηση, άρθρο του Foreign Policy παραθέτει πέντε λόγους που εξηγούν γιατί η εχθρότητα ανάμεσα τους θα συνεχίσει για καιρό ακόμη να αφαιρεί αθώες ζωές, να αποσταθεροποιεί την περιοχή και να διαιωνίζει τον φόβο, τον πόνο και την αδικία.

Αδιαίρετοι στόχοι

Στο επίκεντρο της σύγκρουσης αυτής στη Μέση Ανατολή βρίσκεται ένα βαθύ δομικό πρόβλημα: οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι εθνικιστές θέλουν να ζήσουν και να ελέγξουν το ίδιο κομμάτι εδάφους, και κάθε πλευρά πιστεύει ότι είναι δικαιωματικά δικό της. Κάθε στρατόπεδο έχει μια βάση για τη διεκδίκησή της και πιστεύει με θέρμη ότι η θέση της πρέπει να υπερισχύει της απέναντι πλευράς. Οι μελετητές των διεθνών σχέσεων αναφέρονται σε τέτοιες καταστάσεις ως αδιαίρετα προβλήματα, εξηγώντας ότι είναι πιο δύσκολο να διευθετηθεί μια διαφορά εάν το ζήτημα που εξετάζεται δεν μπορεί να μοιραστεί με τρόπο που να είναι αποδεκτός και από τις δύο πλευρές.

Προσθέστε στο μείγμα αυτό το περίπλοκο και αμφισβητούμενο καθεστώς της Ιερουσαλήμ – ενός ιερού τόπου για τρεις μεγάλες θρησκείες – και προκύπτει μια δυνατή συνταγή για επαναλαμβανόμενα προβλήματα. Παρόλο που υπήρξαν αρκετές προτάσεις για το μοίρασμα της γης στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, οι φωνές που ζητούσαν συμβιβασμό πνίγηκαν ή περιθωριοποιήθηκαν από εκείνους που ήθελαν δική τους όλη την αμφισβητούμενη περιοχή.

Το δίλημμα της ασφάλειας

Με δεδομένο το πρώτο πρόβλημα και σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος της αμφισβητούμενης περιοχής, οι δύο κοινότητες αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό δίλημμα ασφάλειας. Οι σιωνιστές ηγέτες αναγνώρισαν από την αρχή ότι θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να δημιουργηθεί ένα κράτος ελεγχόμενο από τους Εβραίους με μια σημαντική αραβική μειονότητα, πόσο μάλλον πλειοψηφία. Αυτή η πεποίθηση οδήγησε σε εθνοκαθάρσεις κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1948 και ξανά το 1967, όταν το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη. Ωστόσο, η συμπεριφορά αυτή δεν υπήρξε μοναδική, καθώς οι προσπάθειες οικοδόμησης κράτους και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, όπως οι ΗΠΑ περιλάμβαναν πράξεις παρόμοιας φύσης., γράφει το αμερικανικό περιοδικό. Όπως ήταν φυσικό, τόσο οι εκδιωχθέντες Παλαιστίνιοι όσο και οι Άραβες γείτονες του Ισραήλ εξοργίστηκαν με αυτό που συνέβη και ανυπομονούσαν να αντιστρέψουν τα αποτελέσματα.

Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, ο μικρός πληθυσμός του Ισραήλ και η ευάλωτη γεωγραφία του έδωσαν στους ηγέτες του ένα ισχυρό κίνητρο για να καταστήσουν τη χώρα πιο ασφαλή με την επέκταση των συνόρων της. Ο πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ήλπιζε πρόσκαιρα να διατηρήσει κάποια από τα εδάφη που είχε καταλάβει το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Σινά το 1956, αλλά η σταθερή πίεση από τις ΗΠΑ τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τα σχέδια του. Έντεκα χρόνια αργότερα, η ίδια επεκτατική παρόρμηση οδήγησε το Ισραήλ να διατηρήσει τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης και των Υψιπέδων του Γκολάν μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, αλλά και μεγάλου μέρους της χερσονήσου του Σινά από το 1967 μέχρι την υπογραφή της αιγυπτιακής-ισραηλινής συνθήκης ειρήνης το 1979.

Δυστυχώς, η κατοχή και ο εποικισμός της Δυτικής Όχθης με τον ταυτόχρονο έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας σήμαινε ότι εκατομμύρια Παλαιστίνιοι θα βρίσκονταν μόνιμα υπό ισραηλινή εξουσία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του δημογραφικού προβλήματος που οι ιδρυτές του έθνους επιδίωξαν να αποφύγουν, δηλαδή τη συγκέντρωση σχεδόν ίσου αριθμού Εβραίων και Παλαιστινίων στα εδάφη που ελέγχει το Ισραήλ. Η επιδίωξη του στόχου για ένα «Μεγάλο Ισραήλ» θα ανάγκαζε τους ηγέτες του να δώσουν στον περίπου ίσο αριθμό Παλαιστινίων υπηκόων πλήρη πολιτικά δικαιώματα, να βρουν μια άλλη δικαιολογία για να εκδιώξουν τους περισσότερους από αυτούς ή να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα απαρτχάιντ σε αντίθεση με τη δέσμευση του Ισραήλ για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως έγραψε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Σλόμο μπεν Αμι, το 2006, «η δημοκρατία και η εβραϊκή κρατική υπόσταση δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την εδαφική επέκταση». Αυτό φέρνει στο προσκήνιο τη λιγότερο κακή επιλογή: Το Ισραήλ θα μπορούσε να παραιτηθεί από ένα σημαντικό μέρος των εδαφών που ελέγχει τώρα και να επιτρέψει στους Παλαιστίνιους να αποκτήσουν το δικό τους κράτος. Αυτός ο στόχος ήταν η διακηρυγμένη πολιτική των κυβερνήσεων Κλίντον, Μπους, Ομπάμα και τώρα του Μπάιντεν.

Το δίλημμα της ασφάλειας, ωστόσο, περιπλέκει τις προσπάθειες διαπραγμάτευσης «δύο κράτη για δύο λαούς». Οι Ισραηλινοί διαπραγματευτές επιμένουν ότι οποιαδήποτε μελλοντική παλαιστινιακή οντότητα (ή κράτος) πρέπει να είναι ουσιαστικά αποστρατιωτικοποιημένη, με το Ισραήλ να διατηρεί τον ουσιαστικό έλεγχο των συνόρων και του εναέριου χώρου του, ώστε να διασφαλιστεί ότι ένα παλαιστινιακό κράτος δεν θα είναι ποτέ σε θέση να απειλήσει σοβαρά το Ισραήλ. Μια τέτοια ρύθμιση, όμως θα άφηνε τους Παλαιστίνιους μόνιμα ευάλωτους στο Ισραήλ (και πιθανώς και σε άλλα κράτη), μια κατάσταση που είναι κατανοητό ότι δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν. Παρότι υπάρχουν ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το αίσθημα ασφάλειας της κάθε πλευράς και να συμβάλουν στην ενθάρρυνση της πιθανής συμφιλίωσης, η απόλυτη ασφάλεια είναι ένας ανέφικτος στόχος. Δυστυχώς, τα εγκλήματα της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου και οι αντίστοιχες πράξεις βίας που ασκούνται σήμερα Γάζα καταστήσουν μελλοντικά ακόμη πιο δύσκολη την επίτευξη μιας λύσης για δύο κράτη το ένα δίπλα στο άλλο στο ορατό μέλλον.

Οι εξωτερικοί παράγοντες

Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών λαών έχει επίσης τροφοδοτηθεί και συντηρηθεί από μια σειρά τρίτων χωρών, των οποίων οι ιδιοτελείς παρεμβάσεις υπήρξαν κατά κανόνα αντιπαραγωγικές. Η Βρετανία ξεκίνησε το πρόβλημα με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917, κακοδιαχειρίστηκε την εντολή της Κοινωνίας των Εθνών κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και στη συνέχεια σήκωσε τα χέρια ψηλά και παρέπεμψε το πρόβλημα στα Ηνωμένα Έθνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το 1948, τα ανταγωνιστικά αραβικά κράτη υποστήριξαν ξεχωριστές παλαιστινιακές φατρίες ως μέρος μιας επαναλαμβανόμενης σειράς ενδοαραβικών αντιπαλοτήτων, οι οποίες υπονόμευσαν την παλαιστινιακή ενότητα.

Οι ΗΠΑ εξόπλισαν το Ισραήλ και η Σοβιετική Ένωση αρκετά αραβικά πελατειακά κράτη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου προς εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων, και καμία από τις δύο υπερδυνάμεις δεν έδωσε επαρκή προσοχή στο φλεγόμενο παλαιστινιακό ζήτημα ή στην αντιστροφή της απόφασης του Ισραήλ να χτίσει οικισμούς σε όλη τη Δυτική Όχθη. Στη συνέχεια, το Ιράν μπήκε στο παιχνίδι υποστηρίζοντας τη Χαμάς, την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ και τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, κυρίως για να εκτροχιάσει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να αναδιατάξουν την περιοχή με τρόπους που η Τεχεράνη θεωρούσε απειλητικούς. Καμία από αυτές τις εξωτερικές παρεμβάσεις δεν βοήθησε στην επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, αντίθετα έκανε μια άσχημη κατάσταση ακόμη χειρότερη.

Η δράση των εξτρεμιστών

Στη Μέση Ανατολή, όπως και αλλού, ένας μικρός αριθμός εξτρεμιστών μπορεί μερικές φορές να εκτροχιάσει τις καλοπροαίρετες προσπάθειες επίλυσης δύσκολων προβλημάτων. Στην διάρκεια της ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο τη δεκαετία του 1990 οι δύο πλευρές έφτασαν περισσότερο κοντά από ποτέ στην επίτευξη ενός βιώσιμου τέλους της σύγκρουσης, αλλά οι εξτρεμιστές και στις δύο πλευρές συνέβαλαν στην υπονόμευση αυτής της ελπιδοφόρας πορείας προς την ειρήνη.

Μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας από τη Χαμάς και την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ υπονόμευσαν το στρατόπεδο υπέρ της ειρήνης στο Ισραήλ, ένας Ισραηλινοαμερικανός έποικος σκότωσε 29 Παλαιστίνιους το 1994 σε μια σκόπιμη προσπάθεια να σταματήσει τις ειρηνευτικές προσπάθειες και ένας άλλος φανατικός Ισραηλινός δολοφόνησε στη συνέχεια τον πρωθυπουργό Γιτζάκ Ραμπίν, βοηθώντας έτσι έμμεσα τον Μπενιαμίν Νετανιάχου να γίνει πρωθυπουργός, υπενθυμίζει το Foreign Policy.

Η αντίθεση στη λύση των δύο κρατών υπήρξε ο θεμέλιος λίθος ολόκληρης της πολιτικής καριέρας του Νετανιάχου, σε τέτοιο βαθμό που υποστήριξε κρυφά τη Χαμάς με ξεκάθαρο σκοπό την αποδυνάμωση της μετριοπαθούς Παλαιστινιακής Αρχής, η οποία ενδιαφερόταν να ευδοκιμήσει η λύση των δύο κρατών. Τα τραγικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής αποκαλύφθηκαν στις 7 Οκτωβρίου.

Το λόμπι του Ισραήλ

Ομάδες πίεσης όπως η American Israel Public Affairs Committee (AIPAC), η Anti-Defamation League ή οι Christians United for Israel (CUFI) μπορεί να μην φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για τη συνέχιση της σύγκρουσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, το δίχως άλλο όμως έχουν βάλει μεγάλα εμπόδια σε κάθε προσπάθεια ειρήνευσης. Οι πρόεδροι Μπιλ Κλίντον, Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα είχαν όλοι τους δεσμευτεί δημόσια για την επίτευξη μιας λύσης δύο κρατών. Μάλιστα, ο Κλίντον και ο Ομπάμα έκαναν σοβαρές προσπάθειες για την επιτυχία τους, ωστόσο ούτε και αυτοί δεν ήταν πρόθυμοι να ασκήσουν σοβαρή πίεση στο Ισραήλ, για παράδειγμα εξαρτώντας τη στρατιωτική βοήθεια και τη διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ από την επίτευξη μιας δίκαιης συμφωνίας. Δεν κατάφεραν ούτε να εξαρτήσουν την αμερικανική βοήθεια και τη διπλωματική προστασία από την προϋπόθεση ότι το Ισραήλ θα σταματούσε την κατασκευή οικισμών και θα άρχιζε να διαλύει το σύστημα απαρτχάιντ στα κατεχόμενα εδάφη.

Ακόμη και εξέχουσες φιλοϊσραηλινές οργανώσεις που υποστήριζαν τη λύση των δύο κρατών, όπως οι J Street και Americans for Peace Now, δεν είχαν καλέσει μέχρι πρόσφατα τους ηγέτες των ΗΠΑ να κάνουν αυτό το βήμα, ούτε είχαν ζητήσει από τα μέλη του Κογκρέσου να υποστηρίξουν την άσκηση ουσιαστικής πίεσης στο Ισραήλ διαιωνίζοντας την κατάσταση που οδήγησε στον σημερινό πόλεμο –και πάλι- χωρίς ορατό τέλος για τους ίδιους ακριβώς λόγους.