Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ξεκίνησαν τα αιματηρά γεγονότα των Δεκεμβριανών, που υπήρξαν η απαρχή ενός μακροχρόνιου και καταστροφικού εμφυλίου πολέμου.

Τέτοιες μέρες έναν μήνα μετά, στις 3 Ιανουαρίου 1945, έχοντας επιστρέψει μετά από μακροχρόνια αυτοεξορία στο εξωτερικό, κλήθηκε ο Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας να αναλάβει την ηγεσία της χώρας, έχοντας πάνδημη αποδοχή από τον Λαό, αλλά και των Νικητριών Δυνάμεων κατά του Ναζισμού.

Κλήθηκε γιατί το πρόσωπο του Αρχηγού της επανάστασης του 1922 ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη. Υπήρξε προσωπικότητα που δόξασε την Ελλάδα πολεμώντας από το 1908 έως το 1922 στους απελευθερωτικούς αγώνες της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, φθάνοντας μέχρι στο Εσκί Σεχίρ, εκεί που η άφρονα πολιτική του Κωνσταντίνου και της Κυβέρνησης της Ενωμένης Αντιπολίτευσης, οδήγησε τα στρατεύματά μας στη σφαγή και την καταισχύνη.

Στην οπισθοχώρηση εγκατέλειψε τελευταίος με το συντεταγμένο Σύνταγμά του, το 5/42, τα υψώματα της Ερυθραίας μέχρι να επιβιβαστούν στα πλοία όλοι οι ατιμασμένοι στρατιώτες, και ο ρακένδυτος άμαχος πληθυσμός της Μικράς Ασίας για τη Χίο και τη Μυτιλήνη.

Βίωσε τη δυστυχία ενός εκατομμυρίου προσφύγων, δρομολόγησε την εγκατάστασή τους, διένειμε αγροτική γη, και κατ’ απαίτηση ενός ταπεινωμένου Λαού οδηγήθηκαν οι υπεύθυνοι της μεγαλύτερης καταστροφής του Ελληνισμού να λογοδοτήσουν. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν όχι μόνο για τα στρατηγικά τους λάθη, αλλά κυρίως για τη Δημοκοπία τους πριν τις εκλογές του 1920 που με το εκλογικό σύνθημα «οίκαδε» δημιούργησαν ηττοπάθεια, πυροδότησαν τη λιποταξία, διέρρηξαν τις σχέσεις με τους συμμάχους μας, και αφού κέρδισαν τις εκλογές λησμόνησαν τα ψέματά τους, και στοχεύοντας να υπερβούν τη δόξα του Δημιουργού της Μεγάλης Ελλάδας, οδήγησαν τα στρατεύματα προ των πυλών της Αγκυρας, αντί της σύναψης συμφωνίας ειρήνης, όπως είχαν καλλιεργήσει ότι θα πράξουν στο όνομα της «Μικρής και Εντίμου Ελλάδος».

Δεκαπέντε μήνες μετά την επανάσταση στις 2 Ιανουαρίου 1924 κατέθεσε την εξουσία προσερχόμενος στην αίθουσα του Κοινοβουλίου λέγοντας: «Καταθέτω σήμερα την εξουσία της Επαναστάσεως ενωπίω της κυριάρχου Εθνικής Αντιπροσωπείας». Το κείμενο εκείνης της ομιλίας του αποτελεί ύμνο για τη Δημοκρατία και τους Δημοκρατικούς θεσμούς, ανακηρύχθηκε «Aξιο τέκνο της πατρίδος», και με κλονισμένη την υγεία του ανεχώρησε για θεραπεία στο εξωτερικό.

Με μια φράση προσδιορίζεται έκτοτε: «Νικόλαος Πλαστήρας, ο Πολιτικός που πέθανε στην ψάθα».

Τη μορφή του οι πρόσφυγες, στις φτωχικές τους παράγκες την τοποθετούσαν στο εικονοστάσι τους δίπλα στους Αγίους.

Προσωπικά βίωσα αυτήν την εικόνα, σε σπίτια τους στον προσφυγικό συνοικισμό της Απάνω Σκάλας στη Μυτιλήνη, πριν σαράντα χρόνια.

Ο Διχασμός που ξεκίνησε στα 1915 δεν έληξε ούτε μετά την απελευθέρωση του 1944, και ο ίδιος πλήρωσε ξανά την αναβίωσή του. Κλήθηκε και ανέλαβε την ευθύνη να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ομοψυχίας ως προσωπικότητα κοινής αποδοχής αλλά πριν συμπληρώσει 4 μήνες πρωθυπουργός, οι καραδοκούντες ρεβανσιστές του διχασμού, με τη στήριξη της Χώρας, που η πολιτική της βασιζόταν στο «Διαίρει και Βασίλευε», τον οδήγησαν σε παραίτηση.

Αν είχε στηριχθεί τότε, ίσως θα είχαμε αποφύγει τον Εμφύλιο, με τα Μέτρα Ειρηνεύσεως που εξήγγειλε και τα οποία εν μέρει δρομολόγησε πέντε χρόνια μετά, ως εκλεγμένος Πρωθυπουργός 1950-52, κάτι που και πάλι στο όνομά τους για δεύτερη φορά οδηγήθηκε σε παραίτηση.

Συμπληρώθηκαν εβδομήντα χρόνια από την αποδημία του το 1953, και όμως εξακολουθεί να φοβίζει μέχρι και τώρα τα απομεινάρια του Διχασμού, και να κεντρίζει τους ιστοριοδιφούντες οι οποίοι λησμονούν ότι, το 1940-41 του αρνήθηκαν διαβατήριο για να μεταβεί στο Κάιρο από τη Γαλλία που ζούσε εξόριστος, με τον φόβο ότι θα έθετε αναπόφευκτα το ζήτημα της Βασιλείας, και θα κλονιζόταν η εκεί εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε άρθρο του κ. Γ. Μαυρογορδάτου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο Ι. Μεταξάς είπε το ΟΧΙ το 1940 και αν κυβερνήτης ήταν ο Ν. Πλαστήρας θα έλεγε ΝΑΙ.

Ο αρθρογράφος αναμασά θέματα που κρίθηκαν από την Ιστορία αμετάκλητα. Ο Ι. Μεταξάς υπήρξε γνωστός Φιλογερμανός που χαιρετούσε πάντα Ναζιστικά με υψωμένη την παλάμη του, Δικτάτορας κατ’ ανάθεση των Ανακτόρων, πολιτικός του παρασκηνίου και της δολοπλοκίας.

Ακόμα και όταν η Κυβερνώσα παράταξή του τον κάλεσε να αναλάβει υπεύθυνο στρατιωτικό ρόλο στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, προφασιζόμενος αρνήθηκε για να μη χρεωθεί την καταστροφή.

Το ΟΧΙ του 1940 ήταν αποτέλεσμα διεργασιών εντός του παλατιού που είχε πάρει το μάθημά του από τη συμμαχία με τη Γερμανία στον Μεγάλο Πόλεμο 1914-1918, και που στοίχισε τον θρόνο στον Κωνσταντίνο, ο Δικτάτορας απλώς ανακοίνωσε την απόφαση του Γεωργίου Β’.

Ο ίδιος αρθρογράφος σε βιβλίο του για τον Διχασμό αποκαλεί την Επανάσταση του 1922 Πραξικόπημα, προσδιορισμός που ούτε η Βασιλική και Συντηρητική Παράταξη τόλμησε ποτέ να εκστομίσει.

Τελικά ίσως είχαν δίκιο όλοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι αν είχε επικρατήσει το κίνημα του Ν. Πλαστήρα το 1935:

  • Θα είχαμε απαλλαγεί για πάντα από το «καρκίνωμα της μοναρχίας» (φράση του Κων/νου Καραμανλή 1974).
  • Θα είχαμε αποφύγει τη δικτατορία Μεταξά, τον Εμφύλιο, την αποστασία του 1965 που έφερε τη Δικτατορία των αγράμματων και τυχοδιωκτών Συνταγματαρχών, που οδήγησε στην καταστροφή της Κύπρου.

Για τον Εμφύλιο Πόλεμο ιστορικά καταδείχθηκε ότι ευθύνεται γι’ αυτόν ο ξένος παράγοντας, σε συνδυασμό όμως με μια μη ικανή και μη αυτοπροσδιοριζόμενη όπως απεδείχθη ηγεσία της ΕΑΜικης Αριστεράς.

Για τον Ν. Πλαστήρα τον σημαιοφόρο της λήθης και της συμφιλίωσης, η Ιστορία εβδομήντα χρόνια μετά την αποδημία του έχει αμετάκλητα αποφανθεί, και κανείς μονομανής ιστοριοδίφης δεν μπορεί να την αμαυρώσει.

Η παραδοσιακή Δεξιά βεβαίως εξακολουθεί να του χρεώνει με μνησικακία τον αντιμοναρχισμό του, την παραπομπή και εκτέλεση των υπευθύνων της τραγωδίας, και την αφοσίωσή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ενώ η ανανεωτική Αριστερά ως προς το πρόσωπό του προχώρησε σε αυτοκριτική για την ανεδαφική της θέση, με κορύφωση το ανιστόρητο εκλογικό της σύνθημα «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», κάτι που δεν έχει πράξει όμως έως σήμερα το ορθόδοξο τμήμα της.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι αρχιτέκτων, τ. βουλευτής – υπουργός