Το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υποδέχτηκε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, στο μέγαρο Vahdettin στην Κωνσταντινούπολη. Παρά τα χαμόγελα όμως στη συνάντηση, εμπειρογνώμονες εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ απαιτούν μια αναθεώρηση της αμερικανικής στάσης έναντι της Τουρκίας.

Πολλοί ειδικοί στις ΗΠΑ θεωρούν ότι υπό την ηγεσία του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η άλλοτε στενή αμερικανοτουρκική σχέση έχει φτάσει πλέον στο χείλος του γκρεμού.

Ο σύμβουλος στο Κέντρο Στρατηγικών και Δημοσιονομικών Αξιολογήσεων και πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Τουρκία, Έρικ Έντελμαν και ο αναπληρωτής καθηγητή σπουδών εθνικής ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πεζοναυτών Σινάν Σίντι είναι ανάμεσα σε εκείνους που ζητούν να σκληρύνει η Ουάσινγκτον έναντι της Άγκυρας.

Με ανάλυσή τους στο Foreign Policy οι δύο ειδικοί καταγράφουν πως από το 2003, η διμερής σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας υπονομεύεται σιγά-σιγά σκόπιμα σε σημείο που η Ουάσιγκτον δεν έχει πλέον έναν αξιόπιστο σύμμαχο για να συνεργαστεί.

Σήμερα δε, «η σχέση χαρακτηρίζεται από την ανυπόφορη, υποκριτική και σκληρή στάση της Τουρκίας σε μια σειρά ζητημάτων ασφάλειας», λένε.

Από τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, η Ουάσιγκτον έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ικανοποιήσει τις ανησυχίες της Άγκυρας για την περιφερειακή ασφάλεια. Η κυβέρνηση Μπιλ Κλίνονον είχε χαρακτηρίσει το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK)  τρομοκρατική οργάνωση,ενώ η Ουάσινγκτον έδινε σημαντικές πληροφορίες στην Άγκυρα για τους Κούρδους του Ιράκ. Ομοίως, το 1999, οι αμερικανικές μυστικές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη του επικεφαλής του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ενώ πρόσφατα, μετά από πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν από τις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους στην Τουρκία, η Ουάσιγκτον υποστήριξε γρήγορα την ανάπτυξη μπαταριών πυραύλων Patriot εντός της Τουρκίας.

Η αχάριστη Τουρκία ήδη από το… 2003

Παρ΄όλα αυτά, οι Έντελμαν και Σίντι λένε ότι η Τουρκία ανταπέδωσε προσεγγίζοντας τους αναδυόμενους αντιπάλους μεγάλων δυνάμεων των ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία.

Αυτές οι διπλωματικές διαφωνίες οδήγησαν τελικά στην απόφαση της Τουρκίας να αγοράσει, πρώτα, ένα κινεζικό σύστημα αεράμυνας και αντιπυραυλικής άμυνας, και όταν αυτό απέτυχε, να αγοράσει τους ρωσικούς S-400.

O Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στη διάρκεια τη συνάντησης με τον πρόεδρο της Τουρκίας στις 6 Ιανουαρίου 2024 (REUTERS/Evelyn Hockstein/Pool)

Η Τουρκία επέτρεψε στον εαυτό της να γίνει ζωτικός παράγοντας για τις βίαιες ισλαμιστικές εξτρεμιστικές δυνάμεις στη Συρία με κεφάλαια και όπλα που ρέουν μέσω της Τουρκίας προς τη γείτονά της που μαστίζεται από συγκρούσεις, αναφέρουν.

Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των ΗΠΑ να επιλύσουν διαφορές σχετικά με τις αντίπαλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης που μάχονται εναντίον του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, η Τουρκία έχει επανειλημμένα ζητήσει από τις ΗΠΑ να επανατοποθετήσει τις δυνάμεις της, εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές σε εταίρους των ΗΠΑ, κοντεύοντας ακόμα και να χτυπήσει Αμερικανούς κομάντο, αναφέρεται στην ανάλυση.

Επίσης, η Άγκυρα έχει φυλακίσει Αμερικανούς πολίτες, σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσει την εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ για να κλείσει τις έρευνες για ξέπλυμα χρήματος και κυρώσεις από παράγοντες που έχουν δεσμούς με το τουρκικό κράτος.

Αρνήθηκε επίσης να συμμετάσχει στη Δύση στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία του Πούτιν μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Αντίθετα, η Τουρκία έχει γίνει βασικός προορισμός για παράνομες οικονομικές ροές από Ρώσους ολιγάρχες που επιδιώκουν να θωρακίσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και σημείο διέλευσης για αγαθά διπλής χρήσης που υποστηρίζουν τη ρωσική αμυντική βιομηχανία εν καιρώ πολέμου.

Τέλος, και ίσως το πιο κραυγαλέο, για τους Έντελμαν και Σίντο, είναι ότι η Τουρκία έχει κρατήσει όμηρο την υποψήφια ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ (και νωρίτερα, τη Φινλανδία) στην επιθυμία του Ερντογάν να αποσπάσει οφέλη.

Τέλος, ο Ερντογάν γύρισε την πλάτη του στη Δύση και τους συμμάχους της, αποφασίζοντας αντ’ αυτού να υποστηρίξει τη Χαμάς, χαρακτηρίζοντας τα μέλη της ως μαχητές της ελευθερίας και παρέχοντάς τους ακόμα και γραφεία.. Η Χαμάς, η οποία δραστηριοποιείται στην Τουρκία από το 2011, χρησιμοποιεί τη βάση της εκεί για να προμηθευτεί κεφάλαια.

Ειδικά η στάση της Τουρκίας στην αραβοϊσραηλινή διένεξη είναι εμβληματική της υποκριτικής της εξωτερική πολιτικής έναντι των δυτικών σημμάχων της, αναφέρει η ανάλυση στο Foreign Policy. Ενώ κατακρίνει δημόσια το Ισραήλ, τουρκικές εταιρείες συνεχίζουν να εμπορεύονται με το Ισραήλ, ακόμα κι μετά την 7η Οκτωβρίου.

Ομοίως, η Άγκυρα επιπλήττει τακτικά την Ουάσιγκτον για τη συνεργασία της με τις Κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) επειδή δήθεκν οι SDF είναι παρακλάδι του PKK στην Τουρκία. Ενώ οι SDF και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν διαβεβαιώσει ότι η μόνη αποστολή των SDF είναι η εξάλειψη των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους, ο Ερντογάν έχει σταθεροποιήσει τη συνεργασία του με τη Χαμάς.

Γιατί μια σκληρή αμερικανική πολιτική είναι πιο αποτελεσματική

Παρά την παραπάνω τουρκική πολιτική όμως, οι αμερικανικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να χαϊδεύουν την Τουρκία. Σύμφωνα με τους δύο ειδικούς το σκεπτικό τους είναι ότι δεδομένης της κρίσιμης γεωγραφικής της θέσης της, η Τουρκία είναι «πολύ σημαντική για να την αφήσουν». Επίσης, θεωρούν ότι εάν η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει με συνέπεια την Τουρκία ως αξιόπιστο σύμμαχο τότε και αυτή θα συμπεριφερθεί σαν τέτοια, ενώ τρέφεται η ελπίδα ότι η Άγκυρα θα παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο, τόσο στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας όσο και στην απελευθέρωση ομήρων της Χαμάς.

Στην πραγματικότητα, όμως οι Εντελμαν και Σίντι θεωρούν ότι αυτή η προσέγιση θα οδηγήσει μόνο σε περισσότερες και όχι λιγότερες κρίσεις στη διμερή σχέση, ενώ ο Ερντογάν θα επιδιώκει να αποσπάσει κάθε πιθανό πλεονέκτημα.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν χρειάζεται πολύ να αναπτύξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη διαχείριση μιας Τουρκίας στην οποία αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο μια αντιδυτική ρητορική.

Για τους δύο ειδικούς οι ΗΠΑ μπορούν να εφαρμόσουν αυστηρές πολιτικές έναντι της Τουρκίας δίχως να προκαλέσουν το αντιδυτικό αίσθημα, όπως δείχνουν παραδείγματα.

Φερειπείν, όταν οι Τούρκοι κατέρριψαν ένα ρωσικό αεροσκάφος το 2015, οι Ρώσοι κήρυξαν μποϊκοτάζ στα τουρκικά γεωργικά προϊόντα που οδήγησε σε τουρκική συγγνώμη και χωρίς εμφανή ζημιά στις διμερείς σχέσεις.

Επίσης, όταν οι Τούρκοι κράτησαν όμηρο τον Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον, κατογορώντας για σχέσεις τους με την τρομοκρατία, η κυβέρνηση Τραμπ αύξησε τους δασμούς στα τουρκικά προϊόντα και επέβαλε κυρώσεις σε δύο Τούρκους αξιωματούχους. Στη συνέχεια, ο Μπράνσον επέστρεψε στις ΗΠΑ. «Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι τα μέτρα για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία και την επιβολή δαπανών μπορούν να είναι αποτελεσματικά εάν επιδιωχθούν σε σαφή και συνεπή βάση».

Η πρόσφατη απόφαση να ξεκινήσει η διαδικασία ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ μέσω της Τουρκικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης υποδηλώνει ότι ο Ερντογάν μπορεί να είχε συνειδητοποιήσει ότι η προσπάθειά του να εκβιάσει το Κογκρέσο των ΗΠΑ για τα F-16 μπορεί να του γύριζε μπούμερανγκ.

Η ταχεία επιβολή κυρώσεων σε τουρκικές οντότητες που παραβιάζουν τις αντιρωσικές κυρώσεις της Δύσης ή χρηματοδοτούν παράνομα τη Χαμάς είναι ένα ελάχιστο επίπεδο προσπάθειας των ΗΠΑ, λένε οι δύο ειδικοί.

Τέλος, προειδοποιούν ότι εάν οι ΗΠΑ δεν επιβάλλουν κόστος στην Τουρκία για μια τέτοια συμπεριφορά, θα ενθαρρύνουν περισσότερο τον Ερντογάν και τους φίλους του. «Ο καθορισμός σαφών παραμέτρων και η ανελέητη επιβολή τους είναι ο μόνος τρόπος για να μην βυθιστεί η σχέση στις περιοδικές κρίσεις που την έπληξαν την τελευταία δεκαετία».