Δεκέμβριος, 2023: σε μια ανανεωμένη Βουλή, λίγους μόνο μήνες από τις εκλογές του καλοκαιριού, η εικόνα σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε σοβαρή κοινοβουλευτική διαδικασία. Στη φετινή συζήτηση για τον προϋπολογισμό, την πιο κρίσιμη κάθε χρόνου, οι βουλευτές που πήραν τον λόγο μιλούσαν τις περισσότερες ώρες της συνεδρίασης σε άδεια έδρανα.

Οι αρχηγοί των κομμάτων ήξεραν, ως βεβαιότητα, πως θα τους ακούσουν μόνο οι βουλευτές τους – στην αντιπολίτευση υπήρχαν «μπαλώματα» κενών θέσεων ακόμα και στην ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το φαινόμενο όμως επεκτείνεται και στην πλειοψηφία, όπου οι κάμερες πιάνουν πολλές φορές τους (λίγους) παρισταμένους να βαριούνται ή να παίζουν με το κινητό τους. Η γεμάτη Ολομέλεια, όπως μπορούν να βεβαιώσουν όσοι παρακολουθούν τις διαδικασίες, είναι πια σπάνια εικόνα.

Υπάρχουν προφανώς μπόλικες δικαιολογίες: οι βουλευτές της περιφέρειας θέλουν να επιστρέφουν στην περιοχή τους τα Σαββατοκύριακα, ενώ παράλληλα με την Ολομέλεια (αν και όχι κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό) υπάρχουν διαδικασίες επιτροπών, εσωτερικές συζητήσεις κοινοβουλευτικού συντονισμού και η ανάγκη για σχετική «ζύμωση» στους διαδρόμους.

Ενας βουλευτής είναι πολυάσχολος, μόνο που είθισται πλέον, από τη στιγμή που ορκίζεται μέχρι εκείνη που η Βουλή θα διαλυθεί, η κύρια ασχολία του να είναι οι δημόσιες σχέσεις εντός και εκτός της περιφέρειάς του που θα οδηγήσουν στην επόμενη εκλογή του, οι εμφανίσεις του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι παρεμβάσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η εικόνα του βουλευτή είναι πιο σημαντική από την καθημερινή του ελάχιστη υποχρέωση.

 

Πολλές οι αιτίες

Είναι σημείο των καιρών; Είναι, άραγε, η βαρεμάρα των αντιπροσώπων που απαξιώνουν το Κοινοβούλιο στο οποίο τόσο μόχθησαν για να μπουν; Μήπως είναι το επίπεδο των βουλευτών που εκλέγονται το οποίο όλο και πέφτει – και μαζί με αυτούς που δεν βρίσκουν τον λόγο να δίνουν το «παρών» υποβαθμίζεται η κοινοβουλευτική διαδικασία;

Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν είναι μόνο ένας ο φταίχτης για την κατάσταση που επικρατεί στη Βουλή. Πολλοί εκ των βουλευτών νιώθουν ότι οι παρεμβάσεις τους από το βήμα όχι απλώς δεν έχουν νόημα, αλλά δυσχεραίνονται από τη διαχείριση που γίνεται, που είναι ανελαστική για εκείνους αλλά απολύτως ελαστική για τα μέλη της κυβέρνησης, τους πολιτικούς αρχηγούς και τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους. «Κάνετε το να μιλάει ένας βουλευτής στο Κοινοβούλιο διαδικασία αποτρεπτική» σχολίασε ο Παύλος Χρηστίδης στο μικρόφωνο, αφότου περίμενε μισή ώρα για να πάρει τον λόγο – έως ότου τελειώσει ένα τζαρτζάρισμα «επί προσωπικού» ανάμεσα στον υπουργό Εργασίας και στον πρόεδρο της Ελληνικής Λύσης.

Δεν είναι λίγοι οι βουλευτές που σπεύδουν να γραφτούν όσο το δυνατόν νωρίτερα στους καταλόγους των ομιλητών, γνωρίζοντας πως τις περισσότερες φορές ο χρόνος της διαβούλευσης είναι ο μικρότερος δυνατός και μπορεί να βρεθούν, αναπάντεχα, να μιλούν 10 ή 11 το βράδυ.

Ο τρόπος νομοθέτησης

Ο τρόπος που η κυβέρνηση επιλέγει να νομοθετεί παίζει τον δικό του ρόλο στην απαξίωση της διαδικασίας. «Ετσι όπως γίνεται, η παρουσία ενός βουλευτή στη δεύτερη ανάγνωση ενός νομοσχεδίου δεν έχει στην πραγματικότητα κανένα νόημα» σχολιάζει έμπειρος κοινοβουλευτικός, αναγνωρίζοντας πως η μνημονιακή περίοδος άφησε κατάλοιπα που δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί: εκείνη την περίοδο υπό την πίεση της άμεσης υπερψήφισης σελίδων επί σελίδων με μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμιστικές υποχρεώσεις, οι βουλευτές βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να ψηφίζουν υπέρ ή κατά πραγμάτων που καλά καλά δεν είχαν καταλάβει.

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης λοιδορήθηκε όταν παραδέχτηκε δημόσια πως δεν είχε διαβάσει το πρώτο μνημόνιο, όμως η ίδια παραδοχή γινόταν με κλειστά μικρόφωνα από πολλούς ακόμα συναδέλφους του – και, αργότερα, από πολλούς ακόμα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που κλήθηκαν να διαχειριστούν την ίδια κατάσταση. Την έξοδο από τα μνημόνια ακολούθησε η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού, οπότε συνεχίστηκε η διαδικασία του κατεπείγοντος. Ακόμα και σήμερα, που βιασύνη δεν υπάρχει, η κυβέρνηση επιλέγει να καταθέτει τροπολογίες την τελευταία στιγμή, ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα – όπως έγινε τις τελευταίες μέρες με αυτήν που αφορούσε την «Ανάπλαση» και τον Δήμο Αθηναίων. Χρόνος για να τη μελετήσει κανείς δεν υπήρχε, γιατί η τροπολογία θα ψηφιζόταν μαζί με το υπόλοιπο νομοσχέδιο, λίγες ώρες αργότερα.

Οσο μεγαλύτερες, δε, οι τροπολογίες σε όγκο τόσο πιο αδύνατη γίνεται η δουλειά ενός βουλευτή. Κατά την παρουσία τους σε τηλεοπτικό πάνελ όπου καλούνταν να σχολιάσουν την τροπολογία για τους μετανάστες που έφερε την αντίδραση του Αντώνη Σαμαρά, γαλάζιοι βουλευτές έδειχναν να μη γνωρίζουν ακριβώς ούτε το ισχύον πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής ούτε τις λεπτομέρειες της αλλαγής που θα έφερνε η επιλογή της κυβέρνησης – και, όμως, ακόμα κι αυτοί που διατείνονταν πως διαφωνούσαν, υπερψήφισαν την αλλαγή λόγω επιβολής κομματικής πειθαρχίας.

Με ρόλο διακοσµητικό

Και άραγε, γιατί να μπει στον κόπο ένας βουλευτής να κάνει τη δουλειά του; Η ανισομέρεια ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, το 41% χωρίς στιβαρό αντίπαλο, δεν διευκολύνει κανέναν να εκφράσει τη γνώμη του ή να πιέσει για αλλαγές.

Η κομματική ζωή είναι ευκολότερη για έναν «γραμμιτζή» – η επιλογή, δε, της σημερινής κυβέρνησης να ετοιμάζει επί της ουσίας τα νομοσχέδια στο Μαξίμου έχει μικρύνει ακόμα περισσότερο το περιθώριο για διαβούλευση με την κοινοβουλευτική ομάδα της πλειοψηφίας, αλλά και για την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων με την αντιπολίτευση για μεταρρυθμίσεις που για να πετύχουν πραγματικά τις χρειάζονται: οι κομβικές αλλαγές στα ΑΕΙ που έρχονται προς ψήφιση τον Ιανουάριο δεν επικοινωνήθηκαν ατύπως, με μορφή ενημέρωσης, με κανένα από τα υπόλοιπα κόμματα. Συμπολιτευόμενοι ή αντοπολιτευόμενοι, οι βουλευτές μοιάζουν να θεωρούν πως σε μεγάλο βαθμό είναι διακοσμητικοί. Και αυτό πια φαίνεται, υπονομεύοντας την ποιότητα της δημοκρατίας – αντικατοπτρίζεται και στη διάθεση των πολιτών που όλο και λιγότερο σηκώνονται από τον καναπέ τους την ημέρα των εκλογών.