Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, o μη τραπεζικός χρηματοπιστωτικός τομέας αναπτύχθηκε ταχύτατα, παράλληλα με το τραπεζικό σύστημα, κυρίως λόγω των χαμηλών επιτοκίων. Πρόκειται για το λεγόμενο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα», το οποίο έχει γιγαντωθεί και ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάρρευση του αμερικανικού fund Archegos Capital Management πριν από δύο χρόνια, το οποίο προκάλεσε ζημιές ύψους 10 δισ. δολαρίων στο τραπεζικό σύστημα.

Περισσότερο από το ήμισυ των ζημιών αυτών βάρυνε την Credit Suisse, η οποία είχε μεταξύ των πελατών της και το Archegos. Ενας άλλος κίνδυνος είναι η μαζική εκροή κεφαλαίων όπως συνέβη στη SVB, από όπου ξεκίνησε η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση από τις ΗΠΑ και έφτασε μέχρι την Ευρώπη, στην Credit Suisse. Ο κίνδυνος αυτός σχετίζεται με την έλλειψη ρευστότητας και με την αδυναμία του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στην εύκολη πρόσβαση σε κεφάλαια, με αποτέλεσμα να ρευστοποιούν απότομα περιουσιακά τους στοιχεία.

Σύμφωνα με την έκθεση του FSB (Financial Stability Board) που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες, το ενεργητικό του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος υπολογίστηκε στα τέλη του 2022 στα 461,2 τρισ. δολάρια, με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα να αντιστοιχεί σε 217,9 τρισ. δολάρια.

Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, βάσει των ορισμών που έχουν δώσει οι ευρωπαϊκές και διεθνείς Αρχές, περιλαμβάνει αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων, κεφάλαια που επενδύουν σε ομόλογα, hedge funds που χρηματοδοτούν, επενδυτικά κεφάλαια σε real estate, εταιρείες leasing και factoring, εταιρείες παροχής καταναλωτικών δανείων, ενδιάμεσες χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και μεσίτες δανείων ή επενδύσεων, ασφαλιστικές εταιρείες πιστώσεων, κεφάλαια τιτλοποιημένων δανείων και άλλες βοηθητικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, αγορές κρυπτονομισμάτων κ.ά.

Τομείς.

Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που εξασφάλισαν «ΤΑ ΝΕΑ», επί του παρόντος το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι τραπεζοκεντρικό, καθώς το ενεργητικό των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί το 87,2% επί του συνολικού ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού συστήματος (Ιούνιος 2023).

Σε ό,τι αφορά τους λοιπούς τομείς, εκεί δηλαδή όπου δραστηριοποιείται το παράλληλο τραπεζικό σύστημα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν ενεργητικό 19,5 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 5,8% του συνολικού ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ακολουθούν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια και οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, με ενεργητικό 13,4 δισ. ευρώ και μερίδιο 4%. Μικρότερη είναι η συμμετοχή των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και πρακτορείας απαιτήσεων με ενεργητικό 6,2 δισ. ευρώ και μερίδιο 1,8% επί του συνολικού ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης έχουν ενεργητικό 2 δισ. ευρώ και μερίδιο 0,6%. Τέλος, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις καθώς και οι χρηματιστηριακές εταιρείες έχουν μερίδιο 0,4% και 0,3% αντίστοιχα.

Οπως επισημαίνουν κύκλοι της ΤτΕ, η σημασία του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ελλάδα είναι περιορισμένη, αμβλύνοντας τους κινδύνους που θα μπορούσαν να απορρέουν από αυτόν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενώ – σύμφωνα με τους ίδιους – η διασύνδεση του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα με τον τραπεζικό τομέα είναι και αυτή περιορισμένη, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αποτελούν κατά κανόνα θυγατρικές ξένων ασφαλιστικών ομίλων και δεν συνδέονται μετοχικά με τις ελληνικές τράπεζες.

Χορηγήσεις.  Αντίστοιχα, οι περισσότερες εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία συνδέονται με επιχειρηματικούς ομίλους εκτός του τραπεζικού τομέα.

Παρ’ όλα αυτά, αν δεν υπήρχε η ταυτόχρονη εποπτεία από ΤτΕ και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αλλά και ο νέος νόμος για τους servicers, τη δυνατότητα δανείων από μη τραπεζικά ιδρύματα, με ενίσχυση της διαφάνειας και της εποπτείας, δεν θα ήταν δύσκολο να γιγαντωθεί και να φτάσει ή ξεπεράσει τα 20 δισ. ευρώ «υπό σκιάν», εκτιμούν τραπεζικά στελέχη. Ηδη μόνο τα δάνεια αυτοκινήτου μέσω αντιπροσωπειών αντιστοιχούν στο ένα τρίτο της καταναλωτικής πίστης, ενώ η χρηματοδότηση μέσω λιανικών αλυσίδων, σε συνεργασία με τράπεζες, υπολογίζεται στα 180 εκατ. ευρώ.

Εάν η χορήγηση δανείων επεκταθεί από ενδιάμεσους (μεσίτες, εμπόρους κ.λπ.) και στις εταιρείες μικροπιστώσεων και σε fintec, όπως προβλέπει ο νέος νόμος, τότε το ποσό αυτό μπορεί να ανέβει εύκολα στα 600 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών.

Εάν μάλιστα προστεθεί η δυνατότητα αναχρηματοδοτήσεων και χορήγησης δανείων από servicers για ρυθμίσεις ή για παροχή εγγυητικών ή χορηγήσεων σε πλειστηριασμούς, τότε μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα αγορά, η οποία υπολογίζεται στα 20 δισ. ευρώ.