«Να δούμε τη μεγάλη εικόνα»: αυτή ήταν η «προτροπή» του γερμανού καγκελάριου Σολτς ως προς το ζήτημα του παγώματος της αλβανικής πορείας προς την Ευρώπη όταν βρέθηκε μπροστά στο αδιέξοδο που προκαλείται όχι λόγω της Ελλάδας, αλλά λόγω της Αλβανίας στο ζήτημα Μπελέρη. Το οποίο εν προκειμένω ο Μητσοτάκης ορθότατα αντιμετωπίζει όχι ως διμερές, αλλά ως πρόβλημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων το οποίο η Αλβανία χειρίζεται κατά τρόπο απαράδεκτο προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Ομως ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς, δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται, δεν σκοτίζεται και πολύ για τέτοιες «λεπτομέρειες»: «να δούμε τη μεγάλη εικόνα» λοιπόν είναι η απάντησή του σε αυτές τις ελληνικές αντιρρήσεις, που αν δεν προσέκρουαν στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας αλλά, αν, λ.χ., αντιθέτως ταίριαζαν μαζί της, το Βερολίνο θα τις είχε κάνει σήμερα σημαία δημοκρατικής σταυροφορίας όλης της ΕΕ αντί να τις πνίγει σαν κουνέλι… Ομως, τώρα, ποιος ασχολείται με τέτοια; Και… είναι δυνατόν να χάνουμε τη μεγάλη εικόνα γι αυτά;

Μάλιστα, αυτή η «μεγάλη εικόνα» δεν είναι μία, αλλά, στην πραγματικότητα, δύο: επειδή τώρα το Βερολίνο βρίσκει την ευκαιρία να επεκτείνει την ηγεμονία του ακόμα περισσότερο στα Δυτικά Βαλκάνια και αυτό δεν θέλει να το χάσει, αλλά και να την εμβαθύνει στην ίδια την ΕΕ, αφού παράλληλα ανοίγει θέμα αλλαγής του τρόπου που λαμβάνονται οι πιο μεγάλες αποφάσεις, όπως της διεύρυνσης, καρφώνοντας ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο αυτού που κάποτε θα γινόταν μια ενωμένη Ευρώπη, αντί για μια εκτεταμένη ζώνη γερμανικής ηγεμονίας.

Οι δύο αυτές στοχεύσεις τής όπως πάντα αμιγώς εθνοκεντρικής πολιτικής του Βερολίνου για μία ακόμα φορά «μεταμφιεσμένης» σε δήθεν ευρωπαϊκή, έχουν σημαντικές συνέπειες τόσο για την Ελλάδα όσο, κάποιες εξ αυτών, για την Ευρώπη συνολικά.

Πρώτον, καθιστούν τον Ράμα ανεξέλεγκτο – προφανώς ο ίδιος γνωρίζει εδώ και καιρό το πώς θα πορευτούν οι Γερμανοί και πάνω σε αυτή τη βεβαιότητα έχει στήσει όλη αυτή τη δικαστική αθλιότητα σταλινικού τύπου. Ο Ράμα γελάει με την Ελλάδα την ώρα που καταφέρνει, με την αμέριστη στήριξη της Γερμανίας, διπλό άγριο χτύπημα: τόσο στη δημοκρατία όσο και στη μειονότητα.

Δεύτερον, απομακρύνουν ακόμα περισσότερο την Ευρώπη και από το να είναι πραγματικά ενωμένη και από το να είναι… Ευρώπη: όταν το Βερολίνο επιβραβεύει, υιοθετεί και προστατεύει τέτοιου είδους πρακτικές προκειμένου να κερδίσει παραπάνω χώρο, δεν βλάπτει μόνον μία υπόθεση, αλλά τη σχέση της Ευρώπης με την ουσία της συνολικά. Αυτή η Ευρώπη δεν δικαιούται ούτε να κρίνει, ούτε να μιλάει, ούτε να έχει άποψη περί δημοκρατίας και δικαιωμάτων κ.ο.κ., γιατί είναι μία υποκρίτρια πρώτου μεγέθους η ίδια.

Τρίτον, κάτι που είναι απορίας άξιο πώς δεν βλέπει καν ο Σολτς αφού συμβαίνει μπροστά στα μάτια του και ο ίδιος θα είναι το πρώτο θύμα του: ενισχύει το ήδη καλπάζον μέτωπο της Ακροδεξιάς που έρχεται με ορμή στα πράγματα στο Βερολίνο. Επειδή, στην ουσία, προωθεί για μυριοστή φορά την εθνοκεντρική γερμανική πολιτική, σε μια στιγμή που ακριβώς αυτό η Ευρώπη το πλήρωσε ακριβά σε ένα άλλο πεδίο: οι Γερμανοί λειτουργούσαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όταν την ανάγκαζαν να εξαρτηθεί περίπου μονοπωλιακά από τη ρωσική ενέργεια. Και αντί να μάθουν από τα λάθη τους, επιμένουν στην εθνοκεντρική αντιευρωπαϊκή πολιτική. Αυτή, που η Ακροδεξιά θα πει – και θα πείσει – ότι ξέρει να εφαρμόζει καλύτερα από κάθε άλλον.

Οι αριθμοί δεν διαψεύδονται. Και πέραν αυτών άλλωστε οι τάσεις είναι εξόφθαλμες: πλέον είμαστε κάθε μέρα όλο και πιο κοντά στην ημέρα που το καλογυαλισμένο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας θα δείξει τον πραγματικό του εαυτό και θα γεννήσει τέρατα. Και η διολίσθηση μπορεί να έγινε μέχρι τώρα βήμα-βήμα ώστε να μην της δόθηκε σημασία, όμως είναι πολύ κοντά στο να προχωρήσει ασταμάτητη με άλματα.