Κάτοικος κέντρου τα τελευταία 16 χρόνια, ο Θάνος Σταθόπουλος έχει την άνεση του ποιητή ο οποίος τρέφεται από τις αρρυθμίες της πόλης και ψύχραιμα τις παρακολουθεί για να τις μεταγράψει σε μια σύνθεση ελλειπτικού κειμένου στο οποίο διαπρέπει. Θα λέγαμε όμως ότι έχει κερδίσει επάξια ένα μετάλλιο περιδιάβασης σε όλους τους χώρους κοινωνικής συναναστροφής όπου κυκλοφόρησαν ελεύθερα πνεύματα. Και ως συνομιλητής διευκρινίζει ότι από την εφηβεία του πραγματοποίησε την επιθυμία του να ριχτεί «εκεί έξω» για να γυρίζει και να γνωρίζει ανθρώπους. Δύσκολη τέχνη, αλήθεια, να μαθαίνεις τους ανθρώπους χωρίς να χάνεις την πυξίδα σου. Ομως η ποίηση, άλλος ασφαλής οδηγός, τον συντροφεύει. Και τον πλούτο της τον μοιράζει από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ στους ακροατές της εκπομπής του «Flores para los muertos» διαβάζοντας στίχους και επιλέγοντας μουσική. Παραμονές της επανακυκλοφορίας του περιοδικού για τις τέχνες και τον λόγο «kaput.», στο οποίο συμμετέχει μαζί με τους Χριστόφορο Μαρίνο και Χρήστο Χρυσόπουλο, βρίσκεται εντός της πραγματικότητας από τις πρώτες πρωινές ώρες για να ενορχηστρώσει τον κόσμο των κειμένων του.

Ως συγγραφέας πώς αποφεύγεις ή πώς αναλύεις τις κακοτοπιές της γλώσσας;

Ζώντας μέσα στη γλώσσα είσαι συνεχώς επί της ολισθηρότητας. Εχω έναν τρόπο να εξετάζω τη γλώσσα: εξετάζω εάν είναι σύμφυτη με το νευρικό μου σύστημα (όπως έλεγε ο Φράνσις Μπέικον για τις εικόνες που δημιουργούσε). Αυτό προϋποθέτει φυσικά να εξετάζεις συγχρόνως συχνά το νευρικό σου σύστημα.

«Η διασκευή του εαυτού μου στις 06.30», ο τίτλος του επερχόμενου βιβλίου σου. Είναι επιδιορθωτική κίνηση ενός ναρκισσιστικού εγώ;

Οχι βέβαια, καμία σχέση. Πρώτα απ’ όλα όμως να σημειώσω ότι ο τίτλος του επερχόμενου βιβλίου μου είναι και ο γενικός τίτλος μιας συγκεντρωτικής έκδοσης όλων των βιβλίων μου από το 1983 κι εντεύθεν, που θα κυκλοφορήσει στα τέλη του 2023 ή ίσως στις αρχές του 2024 από τις εκδόσεις Ικαρος. Ο τόμος περιλαμβάνει εννέα βιβλία μαζί με το καινούργιο μου βιβλίο. Επανέρχομαι τώρα στο ερώτημά σου. Συνηθίζω να ξυπνώ πολύ νωρίς: είμαι άνθρωπος που λειτουργεί κυρίως το πρωί – όπως ο περισσότερος κόσμος. Συνεπώς γράφω πάντα το πρωί· πολύ πρωί, από τις 5 ή 6 η ώρα. Αχάραγα. Επιπλέον, έχω εμμονή με το ξημέρωμα, όταν χαράζει η μέρα. Είναι η ώρα που η ψυχή είναι ελαφριά από τα πεθαμένα βάρη της προηγούμενης μέρας και μια νέα θεώρηση των πραγμάτων και των ωρών λαμβάνει χώρα, μια αναγωγή του βίου στη νέα μέρα που ανατέλλει. [«Η ψυχή πολύ νωρίς το πρωί. Ανειλημμένη είναι» γράφω στην έναρξη του βιβλίου μου «Εισαγωγή στη μέρα» (2021).] Η ψυχή φεύγει με φτερά για να διοχετευθεί στο νέο εικοσιτετράωρο. Αυτό λοιπόν που πρέπει να κρατήσουμε είναι η αναγωγή: το πέρασμα και οι όψεις του εαυτού που πιθανώς εμφανίζονται. Το πέρασμα του εαυτού στο αρτιγενές εικοσιτετράωρο προϋποθέτει τη διασκευή του ή την ανασκευή, αν θέλεις. Η διασκευή είναι συνεπαγωγή. Θα πρέπει ασφαλώς να το εννοήσουμε ποιητικά.

Πετάς το αρχείο των αναμνήσεών σου ή το συλλέγεις αυτάρεσκα;

Δεν είμαι συλλέκτης αναμνήσεων, και εν γένει συλλέκτης. Αλλωστε οι αναμνήσεις σε κατοικούν ή σε εγκαταλείπουν. Δεν τις πετάς ακριβώς, μάλλον σβήνονται: ξεθωριάζουν σαν τις παλιές φωτογραφίες και αλλοιώνονται τα χρώματά τους. Το δυναμό των αναμνήσεων έχει αξία όταν μπορεί να επαναπροσδιορίζει και να σηματοδοτεί το παρόν, άλλως οι αναμνήσεις καταλήγουν memoires. Δεν έχω τίποτα με τα memoires, ίσα-ίσα, έχω καταβροχθίσει πολλά στη ζωή μου και μου αρέσει πολύ να διαβάζω αυτοβιογραφίες και απομνημονεύματα. Συμβαίνει όμως οι αναμνήσεις να λειτουργούν ως υπομνήσεις. Κοντολογίς, δεν είμαι αρχειοθέτης αναμνήσεων.

Τι σημασία έχουν για το δικό σου παρόν οι παρέες;

Πότε-πότε μου λείπουν πολύ οι παρέες: με τη συνεννόηση και την ασυνεννοησία τους, με τη σύμπνοια, τη συνενοχή και το χάος τους. Είχα την τύχη από την ηλικία των δεκαέξι ετών «να μαγαριστώ στην αγορά», όπως έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης, και να διαπλάσω τον εαυτό μου μέσα σε παρέες, συνεχώς και αδιαλείπτως. Πολλές και ετερόκλητες. Εν αρχή ην ο Μάνος Χατζιδάκις: ο θεμέλιος λίθος της μαθητείας μου και η ιδρυτική συνθήκη του εαυτού. Σαράντα χρόνια μετά, όταν περπατάω στη Ρηγίλλης και πέριξ της πλατείας Προσκόπων νιώθω πάντα ένα φτερούγισμα στο στήθος. Σχεδόν την ίδια εποχή, η σχέση μου με τη Λένα Πλάτωνος, οι παρέες και τα πάρτι στα σπίτια της των οδών Τιμολέοντος Φιλήμονος και Ξανθίππου· λίγο αργότερα, η τριβή και τα εικοσιτετράωρα στα πιο πιθανά και απίθανα σημεία της Αθήνας με τον Νίκο Καρούζο, όπου ξηλώναμε τον χρόνο. Σε καφενεία, εστιατόρια, μπαρ και σπίτια εξυφαίνετο ο ιστός της συνύπαρξης και της ύστερης μαθητείας. Κάθε σχέση, σε οποιαδήποτε ηλικία, περιέχει ένα ποσοστό μαθητείας. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Τα σημαντικότερα πράγματα τα έμαθα μέσα από τα πρόσωπα που συναναστράφηκα και μέσα από τις παρέες. Εμαθα επίσης να συμπεριφέρομαι και ασκήθηκα στη συζήτηση και στην ατάκα, στην επιχειρηματολογία, στην πειθώ, στην ευγένεια και στον καβγά της συνύπαρξης γύρω από ένα τραπέζι ή καθισμένος στον πάγκο του μπαρ. (Εμαθα δηλαδή να μπορώ και να τσακώνομαι σαν άνθρωπος.) Αυτά είναι λεπτότητες. Ο χαρακτήρας φτιάχνεται πάντα έξω, με τους άλλους. [«Αν δεν αγαπάς τα καφέ δεν θα βγεις ποτέ στον δρόμο», γράφω στο βιβλίο μου «Η ώρα» (2018).] Εμαθα ν’ ακούω, να ζυγίζω και να περνάω από κρησάρα γρήγορα τα λόγια των άλλων. Εμαθα να μυρίζομαι τα «νούμερα» και τα «ψώνια» αμέσως. Αυτά δεν τα μαθαίνεις διαβάζοντας ή σερφάροντας στον υπολογιστή σου. Η τελευταία ουσιαστική παρέα στη ζωή μου ήταν αυτή του «Ενοικου» – του μπαρ της οδού Καλλιδρομίου, του Βαγγέλη Ζαφειρόπουλου, το 1992 και το 1993: Κωστής Παπαγιώργης, Χρήστος Βακαλόπουλος, Ευγένιος Αρανίτσης, Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, Ηλίας Λάγιος, Γιώργος Κοροπούλης, Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Πέτρος Τατσόπουλος, Γιώργος Ξενάριος, Ξενοφών Μπρουντζάκης, η μόνιμη σύνθεση. Είχε ξεκινήσει από τον «Βρούτο», το μπαρ-ρεστοράν στον Λόφο του Στρέφη, με ελαφρώς διαφορετική σύνθεση, το 1991· όταν έκλεισε ο «Βρούτος» μεταφερθήκαμε στον «Ενοικο» που μόλις είχε ανοίξει. Η παρέα διαλύθηκε ουσιαστικά με τον θάνατο του Βακαλόπουλου. Σήμερα ζω πότε-πότε κάποια ξέφτια παρέας, κάποια σπαράγματα με πολύ νεότερους, κατά κύριο λόγο, και τους εναπομείναντες φίλους.

Είναι η φιλία η ανώτερη για σένα επένδυση;

Δεν ξέρω, ποτέ δεν είδα τις σχέσεις ως επενδύσεις, μάλλον είναι όμως οι πιο βαριές επενδύσεις. Προφανώς η φιλία έχει παίξει πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή μου, απ’ όσα ήδη έχω αναφέρει. Η φιλία και ο έρωτας ήσαν πάντα οι δύο πόλοι. Οι Γάλλοι λένε ότι «η φιλία είναι ο έρωτας χωρίς τα φτερά». Ευγνωμονώ και περιφρουρώ όμως και τα τετραγωνικά μου μέτρα. Διότι πρέπει να σου πω ότι παρότι έζησα πολύ έξω και με πολύ κόσμο και πολλούς φίλους κατά περιόδους, είμαι μοναχικός άνθρωπος. Εχω ανάγκη την απομόνωση. Οσο μεγαλώνω δε, τόσο περισσότερο ενισχύεται η τάση για μόνωση.

Τι αντιπροσωπεύει η επανακυκλοφορία του περιοδικού «kaput.»;

Τη συνέχεια του διαλόγου και της ζύμωσης που ξεκίνησε με το πρώτο τεύχος το 2008 για να σταματήσει λόγω κόπωσης με το δέκατο τρίτο τεύχος το 2012. Εχουν περάσει έντεκα χρόνια: η κριτική και οι στήλες για τα εικαστικά στις εφημερίδες εξαφανίστηκαν, κάποιο καινούργιο περιοδικό ή σάιτ δεν εμφανίστηκε, ενώ, από την άλλη, μια νέα γενιά θεωρητικών, επιμελητών και καλλιτεχνών έχει εμφανιστεί. Οπως και πριν από δεκαπέντε χρόνια, προκύπτει η ανάγκη να δούμε και να μιλήσουμε για τα πράγματα. Υπάρχει ένα αίτημα διαλόγου, ίσως πολύ περισσότερο από την πρώτη περίοδο του «kaput.», εξαιτίας του γεγονότος ότι τα τελευταία χρόνια η απουσία θεωρητικού λόγου αφήνει τα εικαστικά έργα έξω από κάποιου είδους συγκείμενο, εφόσον δεν συγκροτείται συγκείμενο, ώστε να κυριαρχούν τα δελτία Τύπου, οι δημόσιες σχέσεις και η σύγχυση. Η δεύτερη περίοδος του «kaput.» εκκινεί τον Μάιο του τρέχοντος έτους και εκτός από εμένα και τον Χριστόφορο Μαρίνο προστίθεται στη διεύθυνση του περιοδικού ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος.

Τι σε ενοχλεί περισσότερο στην ανθρώπινη συμπεριφορά;

Η έλλειψη ήθους. Και, όπως γνωρίζουμε, το ήθος αφορά ιδιότητες του χαρακτήρα. Επομένως, οδηγούμαστε μοιραία στα νάματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, θέλουμε δεν θέλουμε.