Από την τριλογία του Πάμπλο Λαρέν («Τόνι Μανέρο», «Νο», «Post Mortem») μέχρι τα ντοκιμαντέρ του Πατρίσιο Γκουζμάν, οι ταινίες που έχουν προβληθεί στην Ελλάδα γύρω από την κατάσταση που επικρατούσε στη Χιλή της χούντας του Αουγκούστο Πινοτσέτ στη δεκαετία του 1970 δεν είναι λίγες. Σε αυτές έρχεται τώρα να προστεθεί το «1976» (Χιλή /Αργεντινή/ Κατάρ, 2022), η πρώτη μεγάλου μήκους της Μανουέλα Μαρτέλι, η οποία έχει χαρεί διακρίσεις· από τις Κάννες όπου προβλήθηκε στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών ως το βραβείο σκηνοθεσίας που κέρδισε στο τελευταίο φεστιβάλ κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας.

Είναι πράγματι μια ταινία που αξίζει την προσοχή μας, μια άλλη ματιά πάνω σε εκείνη τη σκοτεινή περίοδο, η ματιά του ανθρώπου που ενώ ζει αποστασιοποιημένα και χωρίς να αναρωτιέται για τίποτα την καλοβολεμένη ζωή του, κάποια στιγμή νιώθει να ξυπνά από τον λήθαργο. Γιατί αυτό ακριβώς θα συμβεί μετά την τυχαία εμπλοκή μιας νεαρής γυναίκας (Αλίν Κουπενχάιμ) με την αντίσταση.

Μια συγκυρία μέσα από την οποία θα προκύψει η γνωριμία της με έναν τραυματισμένο νεαρό επαναστάτη (Νίκολας Σεπούλβεδα) θα την ωθήσει να επανεξετάσει τη ζωή της, να αναρωτηθεί για το βόλεμά της, να αποκτήσει το κίνητρο για μια «περιπέτεια» με σημασία και ουσία. Η Μαρτέλι δεν έζησε εκείνη την περίοδο, φαίνεται όμως ότι έχει αντιληφθεί πάρα πολύ καλά το πώς κάποιοι άλλοι άνθρωποι την έζησαν (το σενάριο και η ιστορία της ταινίας είναι εμπνευσμένα από αφηγήσεις της γιαγιάς της).

Ο άνθρωπος και η ψυχή του είναι το θέμα της ταινίας και όχι κάποιου είδους πολιτική προπαγάνδα. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφεί την ιστορία δίνοντάς της απαλές αποχρώσεις θρίλερ με την απειλή όχι συγκεκριμένη αλλά διαχέουσα στην όλη ατμόσφαιρα, σε όλη τη χώρα, είναι τελικά που εδώ σε συνεπαίρνει μαζί φυσικά με τη θαυμάσια ερμηνεία της Κουπενχάιμ που και να ήθελε δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εκφραστική με το αινιγματικό, διαρκώς παρατηρητικό βλέμμα της.

Από το Βέλγιο στα Οσκαρ

Δαφνοστεφανωμένο στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών και υποψήφιο για το Οσκαρ Διεθνούς ταινίας, το «Close» (Βέλγιο/ Γαλλία, 2022) του Λούκας Ντον έχει στο επίκεντρό του μια πολύ έντονη, βαθιά εσωτερική φιλία.

Δύο μαθητές στην προεφηβεία, ο Λεό (Εντέν Νταμπρίν) και ο Ρεμί (Γκουστάβ Ντε Βάλε) νιώθουν μια παράξενη, ανεξήγητη, μα και πέρα για πέρα μαγνητική έλξη ο ένας για τον άλλο. Δύο όμορφα, γεμάτα ενέργεια αγόρια που βρίσκονται διαρκώς «κοντά» το ένα με το άλλο όπως δηλώνει και ο ξένος τίτλος της ταινίας μεταφρασμένος στα ελληνικά. Με την άγρυπνη και αεικίνητη κάμερά του και την πολύτιμη βοήθεια του Φρανκ φαν ντεν Εντεν στην «ιλουστρασιόν» διεύθυνση φωτογραφίας, ο Ντον παρακολουθεί διαρκώς και με όρεξη τα δύο πρόσωπα, καταγράφει κάθε αλλαγή της συμπεριφοράς τους, κάθε συναίσθημα, κάθε δυσάρεστο ή ευχάριστο συμβάν που με διάφορους τρόπους επηρεάζει αυτή την «παράξενη» σχέση.

Και έχει στη διάθεσή του δυο παιδιά που τον υπηρετούν έξοχα με την «πρωτόγονη» αυθεντικότητά τους. Πολλά δεν εξηγούνται, πολλά αφήνονται στη σιωπή και στην κρίση του κάθε θεατή και πολλά παρουσιάζονται κυρίως περιγραφικά· μια συρραφή επεισοδίων μάλλον που σκοπό έχει να προκαλέσει μια ποικιλία συναισθημάτων στον θεατή – και τα καταφέρνει. Ομως τελικά από όλη αυτή την ιστορία λείπει το «σκάψιμο» στην ψυχή, καθετί στην ταινία μοιάζει να κινείται μέσα σε έναν περιορισμένο και καλά μελετημένο ορίζοντα, γεγονότα που θυμίζουν θαυμάσιες αλλά απλοϊκές ζωγραφιές χωρίς την πινελιά εκείνη που πραγματικά θα τις απογείωνε.

«Μαθητής» του Φαραντί

Ενας τίτλος όπως «Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος» (World War ΙΙΙ, Ιράν, 2022) σε προδιαθέτει για πολλά· όχι όμως και γι’ αυτό που βλέπεις στην ταινία του Χουμάν Σεγιεντί, η οποία μάλιστα επιλέχθηκε ως επίσημη πρόταση του Ιράν στα Οσκαρ του 2023.

Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος που θα κηρυχθεί στην ιστορία της ταινίας, είναι εκείνος ενός απλού, φτωχού ανθρώπου, του Σακίμπ (Μοχσέν Ταναμπαντέχ) εναντίον του περιβάλλοντός του όπου η ανθρώπινη ζωή μοιάζει να μην έχει καμία αξία (οπότε ο τίτλος κατά μία έννοια δικαιολογείται).

Εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος, ο Σακίμπ υποδύεται τον… Αδόλφο Χίτλερ σε μια ταινία φαντασίας που γυρίζεται στο… Ιράν. Ανθρωπος που έχει μάθει με διάφορους τρόπους να επιβιώνει, ο Σακίμπ δεν παύει να έχει μια αχίλλειο πτέρνα, μια κωφάλαλη πόρνη (Μάχσα Χεζαντί) με την οποία είναι σφόδρα ερωτευμένος και η οποία θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην πορεία του. Ο Σεγιεντί επιδιώκει να χειριστεί μια άκρως δυσάρεστη κατάσταση σε ένα πλαίσιο στο οποίο το χιούμορ «σπάζει» τον πάγο, γιατί οι σκηνές της ταινίας με τον Χίτλερ που γυρίζεται «μέσα» στην ταινία που παρακολουθούμε είναι τόσο αδιανόητες που αποκτούν μια σχεδόν σουρεαλιστική και ναι, κωμική διάσταση.

Ομως η ιδέα της ταύτισης του «ανώνυμου» ανθρωπάκου με τον ρόλο που υποδύεται στην ταινία, μοιάζει σεναριακά αδύναμη και ενίοτε αφελής παρά το γεγονός ότι η σκηνοθεσία του «Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου» διακρίνεται από συνέπεια με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον σου απέναντι στο έργο ενός αξιοπρεπούς «μαθητή» του Ασγκάρ Φαραντί να διατηρείται αμείωτο ως το τέλος.

Βραχυκυκλωμένο φλίπερ

Επτά χρόνια μετά το «Ant-Man» του Πέιτον Ριντ, ο μυρμηγκάνθρωπος, ο πιο αστείος ίσως σούπερ ήρωας του σύμπαντος της Marvel αλλά και ο πιο διάσημος ρόλος του καλού ηθοποιού Πολ Ραντ, επιστρέφει και πάλι στην οθόνη για μια σόλο περιπέτεια. Στο «Ant-Man και Wasp: Κβαντομανία» (Ant-Man and the Wasp: Quantumania, ΗΠΑ, 2023), επίσης του Ριντ, ο ήρωας, μαζί με την οικογένειά του θα βρεθεί σε ένα εναλλακτικό σύμπαν παράλληλων κόσμων, τον Κβαντικό Κόσμο, όπου τον πρώτο λόγο θα έχει τελικά η… πεθερά του (Μισέλ Πφάιφερ), καθώς όλο το κλειδί της υπόθεσης (αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε υπόθεση) βρίσκεται σε αυτήν.

Εξάλλου εκεί είχε ζήσει επί δεκαετίες πριν τη σώσει ο Μυρμηγκάνθρωπος και η κόρη της (Εβάντζελιν Λίλι) μέσω του επιστήμονα συζύγου της (Μάικλ Ντάγκλας) που έχει πάθος με τα μυρμήγκια και ήταν εκείνος που μετέτρεψε έναν λωποδύτη της πλάκας σε Μυρμηγκάνθρωπο (θυμίζω τι περίπου είχε συμβεί στην πρώτη ταινία για όσους δεν έχουν ιδέα, διότι αν πάνε τελικά στην καινούργια και δεν ξέρουν θα χάσουν τ’ αβγά και τα καλάθια). Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η πεθερά είχε πολλά κρυμμένα μυστικά εκεί κάτω στον Κβαντικό Κόσμο, τον οποίο ο Ριντ παρουσιάζει σαν κακή εκδοχή του Πολέμου των Αστρων με διάφορα τέρατα να περιφέρονται και να κάνουν το κομμάτι τους.

Η εικόνα αυτού του κόσμου, που χάρη στη συμβολή των οπτικοακουστικών εφέ θυμίζει βραχυκυκλωμένο φλίπερ σε μέγεθος πλανήτη γεμάτο παράξενα πλάσματα ανάμεσα στα οποία και ο Μπιλ Μάρεϊ με το γνωστό κυνικό του χιούμορ, είναι το μόνο που εν τέλει συγκρατείς από την εμπειρία παρακολούθησης αυτής της ταινίας που φυσικά απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στο κλαμπ των φαν της Marvel.

Προβάλλονται επίσης

Το κινούμενο σχέδιο της Καρολίν Οριζέ «Η παρέα των θαυμάτων» (My Fairy Troublemaker, Λουξεμβούργο/ Γερμανία, 2022) έχει τη σφραγίδα της δημιουργικής ομάδας παιδικών ταινιών animation όπως «Ουπς: ο Νώε Εφυγε» και «Ο Λούης και οι Εξωγήινοι» και εστιάζει στη σχέση μιας νεράιδας δοντιών με ένα κορίτσι που προσπαθεί να συμβιβαστεί με τον κόσμο στον οποίο ζει, αλλά θα βρει στην πρώτη την καλύτερη φίλη.

Το κλασικό θρίλερ του Ρόμαν Πολάνσκι «Το μωρό της Ρόζμαρι» (1968) δεν μπορεί παρά να σου τριβελίζει το μυαλό ενώ παρακολουθείς το «Ξεκουράσου» (Bed rest, ΗΠΑ, 2022) της Λόρι Εβανς Τέιλορ όπου μια νεαρή έγκυος (Μελίσα Μπαρμπέρα) αντιλαμβάνεται ότι κάτι μυστήριο (και τρομακτικό) συμβαίνει στο σπίτι όπου μόλις μετακόμισε. Το ερώτημα αν ο τρόμος είναι πραγματικός ή απλώς βρίσκεται στο μυαλό της περιφέρεται στην ταινία, αλλά πολύ σύντομα η απάντηση σε αφήνει αδιάφορο.