Θα δώσει ανταλλάγματα η Ελλάδα στη Βρετανία για να πετύχει τον πολυπόθητο επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα; Κι αν ναι, θα προσφέρει την αφρόκρεμα των αρχαιοτήτων που εκθέτει στα μουσεία της ή θα ανασύρει κρυμμένους από τις αποθήκες θησαυρούς; Θα δεχτεί την επανένωση μέρους μόνο του γλυπτού διακόσμου του κορυφαίου μνημείου της κλασικής αρχαιότητας ή θα διεκδικήσει το σύνολο των έργων που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο; Ποιο είναι το καθεστώς που θα ισχύσει στην περίπτωση που η Βρετανία ξεπεράσει τον νομικό σκόπελο που την εμποδίζει να κάνει την κίνηση για την οποία αγωνίζεται η Ελλάδα; Θα εξακολουθεί να διατηρεί την ιδιοκτησία τους;

Τα ερωτήματα αυτά επανέρχονται στην επικαιρότητα κάθε φορά που αποκαλύπτεται μια νέα προσπάθεια προσέγγισης των δύο πλευρών και μάλιστα με εξαιρετικά αναλυτικό τρόπο στο πλέον πρόσφατο δημοσίευμα της βρετανικής οικονομικής εφημερίδας «Financial Times», στο οποίο παρουσίαζε σε άρθρο πλέον των 3.000 λέξεων λεπτομέρειες από τα παρασκήνια των συναντήσεων μεταξύ του έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου και πρώην υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας Τζορτζ Οσμπορν. Σε αυτό αναφέρονταν ως παράδειγμα «ανταλλάγματος» οι τοιχογραφίες της Σαντορίνης.

Δεν πρόκειται για νέα θέματα που πέφτουν στο τραπέζι. Κάθε άλλο. Στην τριών δεκαετιών πλέον πρόσφατη προσπάθεια διεκδίκησης των Γλυπτών (διότι έχουν προηγηθεί κινήσεις ήδη το 1842, το 1924 και το 1961) πολλά από αυτά έχουν προσεγγιστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, άλλοτε πιο διαλλακτικούς, κυρίως από ελληνικής πλευράς, κι άλλοτε όχι και τόσο, ενώ τόσο η βρετανική όσο και η ελληνική πλευρά έχουν αλλάξει πολιτική, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν τη σύγκλιση έως τώρα.

1982: Η αρχή με τη Μελίνα

Ο μίτος δυναμικά αρχίζει να ξετυλίγεται το 1982, μια χρονιά – ορόσημο, καθώς στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO για την Πολιτιστική Πολιτική στο Μεξικό, η τότε υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη προέβαλε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα και η ελληνική αντιπροσωπεία υπέβαλε σχέδιο σύστασης υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στη χώρα μας, το οποίο και υπερψηφίστηκε. Δύο χρόνια αργότερα η Ελλάδα υπέβαλε επίσημο αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών και η Βρετανία το απέρριψε. Την ίδια χρονιά η Ελλάδα κατέθεσε επίσημο αίτημα και στην UNESCO και το 1987 το θέμα συμπεριλήφθηκε στην επίσημη ατζέντα των θεμάτων της UNESCO και έκτοτε συζητείται ανά διετία στις συνεδριάσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής.

Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε κάποιος ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στις δύο πλευρές και η Ελλάδα κυρίως κινήθηκε στα διεθνή φόρα χωρίς να θέτει επιμέρους όρους για μια συμφωνία. Επιχείρησε να ασκήσει πιέσεις κυρίως μέσω ενημέρωσης της κοινής γνώμης, με τα αποτελέσματα να αποτυπώνονται σε δημοσκοπήσεις, και «επιστράτευσης» προσωπικοτήτων υπέρ του ελληνικού αιτήματος, «όπλα» που χρησιμοποιήθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον. Η έλλειψη του Μουσείου Ακρόπολης αποτελούσε «φρένο» – αν και δεν ομολογούνταν δημοσίως – στις ελληνικές διεκδικήσεις.

2001: Η πρώτη συζήτηση πρωθυπουργών

Χρονιά – σταθμός για το ζήτημα θα πρέπει να θεωρείται το 2001 για δύο λόγους. Πρώτον επειδή για πρώτη φορά συζητήθηκε, χωρίς να πάρει δημοσιότητα τότε, στο ύψιστο δυνατό επίπεδο, σε εκείνο μεταξύ πρωθυπουργών, του Κώστα Σημίτη και του Τόνι Μπλερ, με πρωτοβουλία του πρώτου. Και δεύτερον επειδή έγινε προσπάθεια να ξεπεραστεί το σταθερό «αγκάθι» στις συνομιλίες των δύο πλευρών, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, από τον τότε υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο, δηλώνοντας στην εφημερίδα «Guardian» πως το θέμα της ιδιοκτησίας δεν είναι σημαντικό για την Ελλάδα και πως δεν αποκλείεται τίποτα από τις συζητήσεις.

Εναν χρόνο αργότερα, το 2002, η χώρα μας εξακολουθούσε να κρατά – και ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας που θεωρούνταν σοβαρός μοχλός πίεσης και μεγάλη ευκαιρία για μια τόσο υψηλού συμβολισμού κίνηση εκ μέρους της Βρετανίας – το θέμα ψηλά. Και προχωρά μάλιστα ένα βήμα πιο μακριά. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος συναντήθηκε με τον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ, ο οποίος αντιτασσόταν σε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών. Ο έλληνας υπουργός, ωστόσο, δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να δεχτεί μακροχρόνιο δανεισμό προσφέροντας ανταλλάγματα στο Βρετανικό Μουσείο και έκανε λόγο για τη δυνατότητα λειτουργίας ενός είδος παραρτήματος του Βρετανικού στο Μουσείο Ακρόπολης (όταν θα εγκαινιαζόταν, κάτι που συνέβη επτά χρόνια αργότερα), λύση που, σύμφωνα με τον υπουργό, θα επέτρεπε «να ξεπεράσουμε όλα τα ιστορικά και νομικά στερεότυπα και να βρούμε μια δυναμική πολιτιστική λύση στο πρόβλημα της ενοποίησης των Γλυπτών του Παρθενώνα».

Εκείνη τη χρονιά πήρε ανοιχτά την πρωτοβουλία – και όχι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας αυτή τη φορά – και πάλι ο τότε πρωθυπουργός, ο οποίος και έδωσε ιδιοχείρως σημείωμα στον βρετανό ομόλογό του με τις ελληνικές θέσεις και ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών, χωρίς ωστόσο να βρεθεί η επιδιωκόμενη «πολιτική λύση».

2003: Κόντρες για την ιδιοκτησία

Εναν χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ σε δημοσίευμα της κυριακάτικης έκδοσης των «Times» – οι οποίοι σταθερά επίσης φιλοξενούσαν αρθρογραφία κατά της επιστροφής των Γλυπτών – ανέφερε ότι πλέον «η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία», με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να αντεπιτίθεται υποστηρίζοντας ότι ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του Βρετανικού Μουσείου επί των Μαρμάρων του Παρθενώνα και ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεσή τους στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο».

Το momentum των Ολυμπιακών Αγώνων χάθηκε καθώς εκτός της άκαμπτης στάσης των Βρετανών το Μουσείο Ακρόπολης δεν ήταν έτοιμο. Το θέμα ωστόσο δεν έπαψε να απασχολεί τις ελληνικές κυβερνήσεις. Η σκυτάλη είχε περάσει ήδη από το 2004 στα χέρια της Νέας Δημοκρατίας, αλλά η πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού συνέχιζε να στηρίζει τη λογική της προσφοράς ανταλλαγμάτων για την επίτευξη του εθνικού στόχου, όπως θεωρείται το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2006 ο τότε υπουργός Πολιτισμού Γιώργος Βουλγαράκης είχε παραδεχτεί πως υπάρχει αδιέξοδο και πως δεν έχει αποδώσει καμία από τις μεθόδους προσέγγισης που είχαν έως τότε δοκιμαστεί δηλώνοντας ταυτοχρόνως αποφασισμένος να λάβει σοβαρά υπόψη του τη λύση της ανταπόδοσης μέσω περιοδικών εκθέσεων. Ο τότε εντεταλμένος για τις διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, καθηγητής και διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Αγγελος Δεληβορριάς, πρότεινε να προσφερθούν κάποιες αρχαιότητες από τις αποθήκες των μουσείων ως ανταλλάγματα – δάνεια διαρκείας – σε όποιο μουσείο που έχοντας στις συλλογές του θραύσματα του Παρθενώνα θα ήθελε να τα προσφέρει στην Αθήνα.

2009: Το ατού του Μουσείου Ακρόπολης

Χρονιά που επίσης η ελληνική πίεση προς τη βρετανική άρχισε να γίνεται ιδιαιτέρως έντονη ήταν το 2009, οπότε και εγκαινιάστηκε το Μουσείο Ακρόπολης. Τα γύψινα αντίγραφα στη θέση των αυθεντικών γλυπτών που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο μετά τη λεηλασία του Ελγιν άρχισαν να καθιστούν περισσότερο σαφές και στην κοινή γνώμη την ουσία του ελληνικού αιτήματος. Το Βρετανικό Μουσείο τότε δήλωσε πως θα μπορούσε να συζητήσει τον δανεισμό των Γλυπτών υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα το αναγνωρίσει ως νόμιμο κάτοχο. Η ελληνική πλευρά, πλέον, όμως είχε αλλάξει πολιτική και δεν επεδίωκε μια τέτοια λύση.

2014: Το δάνειο του Ιλισού και η UNESCO

Μία ακόμη χρονιά – σταθμός είναι το 2014. Οχι μόνο διότι οι Βρετανοί δάνεισαν το γλυπτό από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα που απεικονίζει τον ποταμό Ιλισό στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης – προκαλώντας την «έκρηξη» του τότε πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά – αλλά και επειδή η UNESCO δήλωσε την πρόθεσή της να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή για την επίλυση του θέματος, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε από τη Βρετανία. Την ίδια χρονιά έπεσε σθεναρά στο τραπέζι το ενδεχόμενο της νομικής διεκδίκησης, με την άφιξη της συζύγου του Τζορτζ Κλούνι, Αμάλ Αλαμουντίν, και των επίσης δικηγόρων συνεργατών της Τζέφρι Ρόμπερτσον και Νόρμαν Πάλμερ στην Αθήνα, οι οποίοι και πρότειναν να ανοίξει ένα αμφιλεγόμενου αποτελέσματος κεφάλαιο στην ιστορία της διεκδίκησης των Γλυπτών.

2019: Το Brexit και τα 200 χρόνια της Επανάστασης

Επόμενη χρονιά – ορόσημο ήταν το 2019 εξαιτίας του Brexit. Το ζήτημα βρέθηκε ξανά ψηλά στην επικαιρότητα, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να θέτει λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας απευθείας στον Μπόρις Τζόνσον το ζήτημα των Γλυπτών συνδέοντας τον επαναπατρισμό με την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.

Οι εξελίξεις αποδείχθηκαν ταχύτερες συγκριτικά με το παρελθόν. Η ∆ιακυβερνητική Επιτροπή της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης (ICRCP) κάλεσε το 2019 τη Βρετανία να αναθεωρήσει τη στάση της και να αναγνωρίσει τον διακυβερνητικό χαρακτήρα του ζητήματος και κατά συνέπεια να προσέλθει σε διάλογο με την Ελλάδα, και ο έλληνας Πρωθυπουργός έθεσε επισήμως θέμα διακυβερνητικής συνεργασίας και διαλόγου.

2021: Μυστικές επαφές και αναστροφή των «Times»

Το 2021 ξεκίνησαν μυστικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας (οι οποίες έγιναν γνωστές αργότερα από δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ»), με τους «Financial Times» να αποκαλύπτουν πτυχές του παρασκηνίου των συναντήσεων μεταξύ Κυριάκου Μητσοτάκη και Τζορτζ Οσμπορν, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι ένα από τα θέματα που πρέπει να διευθετηθεί χωρίς να θιγούν οι δύο πλευρές είναι το ιδιοκτησιακό. Στο μεταξύ, οι συντηρητικοί και σταθερά πολέμιοι των ελληνικών θέσεων «Times» έκαναν στροφή 180 μοιρών και τάχθηκαν ανοιχτά με την αρθρογραφία τους υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών.

Η επόμενη ημέρα θα πρέπει να λύσει μια σειρά από «καυτά» θέματα – όπως το αν θα επιστραφεί στην Ελλάδα το σύνολο ή μέρος των Γλυπτών, υπό ποια ιδιοκτησιακή συνθήκη, για πόσο χρονικό διάστημα και με ποια ανταλλάγματα. Διότι μπορεί να έχει μείνει ανοιχτό ένα μικρό ποσοστό της συμφωνίας, όπως γράφεται, αλλά είναι και το πιο κομβικό.