Τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία στην ελληνική οικονομία προσπαθεί να «μετρήσει» η Moody’s Analytics, αξιολογώντας ότι ο πληθωρισμός αποτελεί το μεγάλο «αγκάθι».

Η πρώτη εκτίμηση του πληθωρισμού τον Μάρτιο δείχνει τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 1996. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 8%  μετά από αύξηση 6,3% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο. Παρόλο που εξακολουθούν να ισχύουν οι επιδράσεις βάσης (υπήρξε αποπληθωρισμός 2% τον Μάρτιο του 2021), ο εναρμονισμένος δείκτης δείχνει σχεδόν πληθωρισμό-ρεκόρ. Σε μηνιαία βάση, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2,7% σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο. Το άλμα στις τιμές της ενέργειας έρχεται να προστεθεί στην ήδη τεράστια αύξηση κατά τη διάρκεια του 2021, ενώ οι τιμές δεν πρόκειται να υποχωρήσουν σύντομα.

Η εισβολή στην Ουκρανία θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στον ελληνικό πληθωρισμό και αναμένεται να εξανεμίσει το διαθέσιμο εισόδημα. Η διάρκεια και το μέγεθος των ενεργειακών αναταράξεων συνεπάγεται ισχυρή μετακύλιση στις γενικές τιμές. Σε συνδυασμό με τις ανοδικές πιέσεις στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων, ο ετήσιος πληθωρισμός θα φθάσει σε τιμές άνω του 8% το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο!

Οι μισθολογικές πιέσεις θα αλλάξουν τη δυναμική το 2023, καθώς οι εργαζόμενοι θα παζαρεύουν τη χαμένη αγοραστική τους δύναμη. Η Moody’s Analytics προβλέπει ότι ο ελληνικός εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή θα κλείσει στο σχεδόν ρεκόρ του 7,7% το 2022, προτού ομαλοποιηθεί το 2023 στο 3% και στη συνέχεια συγκλίνει στον στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Στον αντίποδα, η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας και πλέον. Σύμφωνα με τη Eurostat, τον Φεβρουάριο, η μηνιαία ανεργία διαμορφώθηκε στο 11,9%, μειωμένη κατά 90 μονάδες βάσης σε σχέση με τον Ιανουάριο και το χαμηλότερο καταγεγραμμένο ποσοστό ανεργίας από το 2010.

Το ζήτημα της ανάπτυξης

Την ίδια ώρα, η Moody’s Analytics αναφέρει πως η Ελλάδα κατέγραψε εξαιρετικά ισχυρή ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο του 2021, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 7,7% σε ετήσια βάση. Το πραγματικό ΑΕΠ αναθεωρήθηκε προς τα κάτω για το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, για το σύνολο του 2021 η χώρα κατέγραψε τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην ιστορία της, αυξημένο κατά 8,3% σε σχέση με το 2020 και πολύ κοντά στην πρόβλεψή μας για 8,2% που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021. Η ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στις ισχυρές επενδύσεις και τις εξαγωγές.

Μετά από δύο χρόνια κρίσης της πανδημίας, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται οριακά πάνω από το προ της πανδημίας επίπεδό του και ενώ η οικονομία προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και να κινηθεί προς την επέκταση, μια άλλη διεθνής κρίση έχει φτάσει: Η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία και ήδη πολώνει την ελληνική κοινή γνώμη.

Η στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία μείωσε την πρόβλεψή της Moody’s Analytics για την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ για το 2022 σε 4,5%, η οποία είναι 0,8 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από το βασικό επίπεδο του Φεβρουαρίου. Οι προοπτικές για την τουριστική περίοδο το 2022 είναι λιγότερο αισιόδοξες. Παρόλο που ο τομέας ξεπέρασε τις προσδοκίες το 2021, θα εμφανιστούν προκλήσεις λόγω των διεθνών πληθωριστικών πιέσεων και της ουκρανικής κρίσης. Σχεδόν το ένα τέταρτο της πτώσης της αύξησης του ΑΕΠ σε σύγκριση με το βασικό σενάριο του Φεβρουαρίου προέρχεται από την υπόθεση μηδενικών τουριστικών αφίξεων από τη Ρωσία, η οποία μεταφράζεται σε περίπου 400 εκατ. ευρώ λιγότερα έσοδα το 2022. Η υπόθεση αυτή είχε ενσωματωθεί στις προβλέψεις του οίκου κατά το Μάρτιο. Η Ελλάδα απέλασε 12 Ρώσους διπλωμάτες τον Απρίλιο και οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται σε πλήρη κατάρρευση.

Τα σενάρια

Στο βασικό σενάριο, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ παραμένει πάνω από το δυνητικό επίπεδο μέχρι το 2024. Μετά από υπερθέρμανση για πέντε χρόνια, η ελληνική οικονομία βλέπει τον ετήσιο πληθωρισμό της γύρω από τον στόχο της ΕΚΤ μέχρι το 2026, ενώ η ανεργία φτάνει στο φυσικό της επίπεδο. Η ισχυρή ανάπτυξη και η εμπιστοσύνη των αγορών αντανακλώνται στις αποδόσεις των ομολόγων, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο και να εξομαλύνει το χρέος της. Μέχρι το τέλος του 2024, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ έχει μειωθεί κάτω από το 170% και το έλλειμμα συγκλίνει στο μηδέν. Το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 4,5% το 2022 και κατά 2,8% το 2023.

Στο αισιόδοξο σενάριο, η στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία επιλύεται πολύ ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν. Ως αποτέλεσμα, οι γεωπολιτικές εντάσεις μειώνονται νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν, βάσει του βασικού σεναρίου. Οι κυρώσεις αίρονται γρήγορα, υποστηρίζοντας τις γραμμές εφοδιασμού βασικών εμπορευμάτων από τη Ρωσία. Η πλήρης εξασθένιση της πανδημίας και των γεωπολιτικών εντάσεων οδηγεί σε ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, με κινητήρια δύναμη τα νοικοκυριά που ξοδεύουν τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις τους. Σε αυτό το σενάριο, το ελληνικό ΑΕΠ διευρύνεται κατά 5,7% το 2022 και κατά 3,9% το 2023.

Στο δυσμενές σενάριο, η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας επιδεινώνεται σημαντικά και επιμένει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το αναμενόμενο. Η απειλή μιας σημαντικής διακοπής του παγκόσμιου εφοδιασμού με εμπορεύματα διατηρεί τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε υψηλά επίπεδα για την Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι ρυθμοί πληθωρισμού να επιταχύνονται σημαντικά πάνω από τα βασικά επίπεδα. Μια άλλη παραλλαγή του κορωνοϊού εμφανίζεται τον χειμώνα και προκαλεί την επιστροφή σε μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η πολιτική αστάθεια προκαλεί πολλαπλούς γύρους εκλογών που πλήττουν την οικονομία το 2023 και αυξάνουν σημαντικά το κόστος του χρέους. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών συμπιέζεται και τα νοικοκυριά περιορίζουν σημαντικά τις δαπάνες τους. Οι αρνητικές επιπτώσεις του πλούτου από την πτώση των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων αποθαρρύνουν περαιτέρω τους Ευρωπαίους από τις δαπάνες. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, το ΑΕΠ αυξάνεται μόνο κατά 1,9% το 2022 και συρρικνώνεται κατά 1,5% το 2023.

Ο παράγοντας των εκλογών

Πριν εγκαταλείψει την εξουσία, η κυβέρνηση Τσίπρα άλλαξε τον εκλογικό νόμο έτσι ώστε να μην υπάρχουν μπόνους έδρες για το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές, καθιστώντας δυσκολότερο τον σχηματισμό μονοκομματικού κράτους και αναγκάζοντας τους νικητές να σχηματίζουν κυβερνήσεις συνασπισμού ή να αντιμετωπίζουν επαναλαμβανόμενες εκλογές μέχρι να σχηματιστεί κυβέρνηση. Ο Μητσοτάκης ανέτρεψε αυτό τον νόμο, αλλά λόγω συνταγματικών περιορισμών, η ανατροπή θα ισχύσει μόνο μετά τον επόμενο εκλογικό κύκλο.

Εάν ο Μητσοτάκης μπορέσει να σταθεροποιήσει ή και να αυξήσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις, οι πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν να αποφευχθούν και οι Έλληνες θα προσέλθουν στις κάλπες το 2023. Χωρίς τις έδρες μπόνους, ο νικητής αυτών των εκλογών πιθανότατα θα πρέπει να κερδίσει την υποστήριξη της αντιπολίτευσης για μια κυβέρνηση συνασπισμού ή να αντιμετωπίσει εκλογές δεύτερου ή ακόμη και τρίτου γύρου. Εάν υπάρξει δεύτερος γύρος, υποθέτουμε ότι οι Έλληνες θα θέλουν να αποφύγουν τις αέναες εκλογές που θα πλήξουν περαιτέρω την οικονομία. Ένας τρίτος γύρος είναι επομένως ένας κίνδυνος ουράς. Αν όμως υπάρξει τρίτος γύρος, οι οικονομικές προοπτικές για το 2023 θα αλλάξουν σημαντικά, με καθοδικές πιέσεις στο ΑΕΠ λόγω της αβεβαιότητας, των υψηλότερων επιτοκίων και του δημόσιου χρέους.

Επενδύσεις και Ταμείο Ανάκαμψης

Η Ελλάδα έχει απολαύσει μια επιτυχημένη διετία όσον αφορά τις πάγιες επενδύσεις και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, εξηγεί η Moody’s Analytics. Ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ήταν περίπου 10% πριν από την πανδημία. Εκτιμάται ότι στο τέλος του 2021 θα έχει διαμορφωθεί στο 13%. Παρά την ανοδική τάση, οι επενδύσεις εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, όταν ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ήταν περίπου 20%.

Στις αρχές Απριλίου, η Ελλάδα έλαβε την πρώτη δόση των 3,6 δισ. ευρώ από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια ανάκαμψης που αποσκοπούν στην ανάπτυξη υποδομών για την υποστήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού και των πράσινων επενδύσεων. Η πολιτική σταθερότητα θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη αυτή. Σε γενικές γραμμές, οι επενδυτές αντιμετωπίζουν αρνητικά τους υψηλούς κινδύνους. Η ενδεχόμενη υπαναχώρηση σε φιλικούς προς τις επενδύσεις νόμους υπέρ πιθανών λαϊκιστικών τάσεων που επικεντρώνονται στα εκλογικά αποτελέσματα θα μπορούσε πολύ γρήγορα να ανατρέψει την πρόοδο.