«Είσαι μια θύελλα χριστιανική και χρειάζεσαι τον παγανισμό μου. Θα είναι χειμώνας και θ’ ανάψουμε φωτιά. Τα φτωχά κτήνη θα είναι παγωμένα από το κρύο. Εσύ θα θυμάσαι ότι ήσουν ο εφευρέτης υπέροχων πραγμάτων και ότι ζήσαμε μαζί με μια φωτογραφική μηχανή». Σε αυτή την ερωτική επιστολή του Σαλβαδόρ Νταλί προς τον στενό του φίλο και ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, την οποία απέστειλε το 1928, περιγράφει το πάθος για τον έρωτα. Για «μια αγάπη ερωτική και τραγική εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μπορούμε να τη μοιραστούμε» μιλάει ο Νταλί σε επιστολή του προς τον διευθυντή της ισπανικής «Ελ Παΐς» και βιογράφο του Λόρκα, Ιαν Γκίμπσον, το 1986. Ακριβώς 50 χρόνια μετά τον θάνατο του αηδονιού της Ανδαλουσίας – 19 Αυγούστου του 1936.

Πολλές από τις αναφορές στις συνθήκες του θανάτου του που έχουν δει το φως της δημοσιότητας υποστηρίζουν ότι στις 18 Αυγούστου του 1936 ο Ραμόν Ρουίζ Αλόνσο, ο διοικητής της Εσκουάντρα Νέγκρα, χτύπησε την πόρτα του ποιητή την ώρα που ήταν ξαπλωμένος και διάβαζε ένα βιβλίο. Ο Λόρκα προσπάθησε να πηδήξει στις στέγες των διπλανών σπιτιών, αλλά ήταν μεγάλη η απόσταση για να κάνει ένα τέτοιο άλμα. Οδηγήθηκε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, εκεί όπου ο διοικητής Βαλντές πήρε την αμετάκλητη απόφαση: θάνατος δίχως δίκη. Αλλά ποια δίκη θα μπορούσε να γίνει χωρίς να υπάρχει κατηγορητήριο; Την επόμενη μέρα το πρωί ένα απόσπασμα από κρατουμένους, αστυνομικούς και εθελοντές πήρε τον Λόρκα μαζί με άλλους καταδικασμένους. Ο αρχηγός της ομάδας ζήτησε να σκοτώσει ο ίδιος τον Λόρκα γιατί ήταν «διεφθαρμένος». Το ακριβές σημείο της εκτέλεσης καθώς και ο τάφος τού ανυπέρβλητου ισπανού ποιητή παραμένουν άγνωστα. Ηταν ανάμεσα στους 10.000 ανθρώπους οι οποίοι βρήκαν τον θάνατο στη Γρανάδα, τη γη όπου μεγάλωσε, στην καρδιά της Ανδαλουσίας, στα ελαιόδεντρα όπου έπαιζε όταν ήταν παιδί.

Μια βασανισμένη ιδιοφυία

Ο Φεδερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Φουέντε Βακέρος, ένα μικρό χωριό στον νομό Βέγα της περιφέρειας Γρανάδας.

Ηταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, του Φεδερίκο Γκαρθία Ροδρίγες (1859-1945). Μητέρα του ήταν η Βιθέντα Λόρκα Ρομέρο, δεύτερη σύζυγος του Ροδρίγες. Σε αυτή την ευαίσθητη γυναίκα ο Λόρκα χρωστάει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση: το πάθος του για το πιάνο και τη μουσική.

Σε αυτό το ενδιάμεσο κομμάτι, μεταξύ γέννησης και θανάτου, φοιτά για λίγο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδας, για να κάνει τη δική του επανάσταση στη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1919 εγκαθίσταται στη φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, όπου γράφει τα πρώτα του ποιήματα με τίτλο «Βιβλίο ποιημάτων», και γνωρίζει τον Λουίς Μπουνιουέλ και τον Σαλβαδόρ Νταλί. Για αυτόν συνέθεσε την περίφημη «Ωδή στον Σαλβαδόρ Νταλί» και εκείνος σκηνοθέτησε το θεατρικό έργο του Λόρκα «Μαριάννα Πινέδα».

Αυτή η βασανισμένη ιδιοφυΐα πάλευε να συμφιλιώσει τη δημόσια παρουσία του με τη σεξουαλική του ταυτότητα. Ο Λόρκα, όταν δολοφονήθηκε από τους φασίστες, ήταν μόλις 38 ετών, αλλά ήδη διάσημος τόσο στην Ισπανία όσο και στον ισπανόφωνο κόσμο. Λάτρεψε την τσιγγάνικη μουσική και συνέθεσε το «Ποίημα του Κάντε Χόντο», ένα λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας που τραγουδιέται από Τσιγγάνους. Πηγαίνει στη Νέα Υόρκη και επιστρέφοντας στην Ισπανία ολοκληρώνει τις περίφημες τραγωδίες του που αφηγούνται την κοινωνική καταπίεση: «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα», «Ματωμένος γάμος», «Γέρμα», «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». Κατάφερε ν’ αφήσει ένα πλούσιο έργο μέχρι οι ακροδεξιοί να του στερήσουν τη ζωή γιατί – όπως λέει μια έκθεση της εποχής του Φράνκο, το 1965 – ήταν «σοσιαλιστής που ασχολήθηκε με ομοφυλοφιλικές και ανώμαλες πρακτικές». Οι προσπάθειες για ν’ ανακαλυφθεί ο τάφος του Λόρκα παραμένουν άκαρπες.

Προφητεία θανάτου

Αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό για τον θάνατο και την εξαφάνιση του σώματος του Λόρκα είναι το γεγονός ότι ο ποιητής φαίνεται να τα είχε προβλέψει πριν από την ανάδειξη του Φράνκο. Στον τελευταίο στίχο του ποιήματος που έγραψε το 1929 «Ο μύθος και ο γύρος των τριών φίλων» ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα περιγράφει όχι μόνο τον βίαιο τρόπο που θανατώθηκε αλλά και τις ατελέσφορες προσπάθειες αναζήτησης του σώματός του: «Τότε κατάλαβα ότι με δολοφόνησαν / Με έψαχναν σε καφετέριες, νεκροταφεία και εκκλησίες… αλλά δεν με βρήκαν / Δεν με βρήκαν ποτέ; Οχι. Δεν με βρήκαν ποτέ».

Η ζωή του, η δράση του, το έργο του και ο θάνατός του δεν σταμάτησαν να προκαλούν μελέτες και αναλύσεις, οι οποίες δεν παραλείπουν ν’ αναφέρουν ότι ο Λόρκα εξοντώθηκε από τον φασισμό – από όπλα που επιδιώκουν τη ριζική αποκαθήλωση του ανθρώπου. Μοναδικά το διατυπώνει ο Νίκος Εγγονόπουλος στο έργο του «Νέα περί του θανάτου του ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε»: «(…) πια ο καθείς γνωρίζει πως / από καιρό τώρα / – και προπαντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα – είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς».