«Ψυχεδελικός θεός», «Βασιλιάς του οργασμικού ροκ», «δαιμονικό όραμα που αναπαριστά τα Σαγόνια της Κόλασης», «το πρώτο μεγάλο ανδρικό σύμβολο του σεξ μετά τον θάνατο του Τζέιμς Ντιν και τη μετάλλαξη του Μάρλον Μπράντο», ποιητής, συγγραφέας, τραγουδιστής, προβοκάτορας; Ο,τι από τα παραπάνω κι αν ισχύει, ο Τζιμ Μόρισον πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του συνεχίζει να βρίσκεται στην επικαιρότητα. Είτε μέσω των Doors, είτε μέσω των δηλώσεων, συνεντεύξεων που είχε κάνει, είτε ακόμη και μέσω του βιβλίου «The Collected Works of Jim Morrison: Poetry, Journals, Transcripts, and Lyrics» που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Harper Collins. Ενός βιβλίου που περιλαμβάνει ό,τι είχε γράψει στην 27χρονη σύντομη ζωή του. Ιδέες, στίχοι, σημειώσεις, διακηρύξεις, πεζά, ποιήματα. Το υλικό βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε φωτογραφίες, ημερολόγια και πάνω από τριάντα σημειωματάρια που πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

Αρκούσαν πέντε-έξι χρόνια παρουσίας του, μέσω των Doors και του έργου του, για να τα κάνει και να τα πει όλα. Ή τουλάχιστον εκείνα που ήθελε ο ίδιος. Να προκαλέσει και να αναγκάσει φίλους και εχθρούς να χύσουν τόνους μελάνης για να περιγράψουν αυτό που ήταν. Τι ήταν όμως; Πολύ απλά ένας επαναστατημένος (με την ευρεία έννοια και όχι με την αυστηρή πολιτική συγκρότηση) νέος της εποχής του, που «ήθελε τον κόσμο δικό του και τον ήθελε τώρα», ενώ παράλληλα ζούσε την κάθε ημέρα σαν να ήταν η τελευταία.

Φυσικά, για να γίνει ο Τζιμ Μόρισον μύθος άφησε τους δαίμονές του να τον κυριεύσουν. Εγινε σουπερστάρ εν αγνοία του και όταν το συνειδητοποίησε δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος αυτό στους ώμους του. Η αγωνία του ήταν να τον πάρουν στα σοβαρά, ήθελε να γίνει συγγραφέας, χαρακτήρισε τον εαυτό του ποιητή και αγαπούσε τα μπλουζ. Οχι ακριβώς μόνο αυτά, αλλά ήταν μία από τις μεγάλες του αγάπες.

Ο Τζέιμς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1943 στη Μελβούρνη της Φλόριντα και το 1965 σχημάτισε τους Doors. Δύο χρόνια μετά κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ «The Doors». Ακολούθησαν τα «Strange Days» (1967), «Waiting for the Sun» (1968), «The Soft Parade (1969)», «Morrison Hotel» (1970), «L.Α. Woman» (1971), «An American Prayer» (1978, μετά θάνατον φυσικά) και το 1971 η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, σε διαμέρισμα στο Παρίσι. Εμενε εκεί με την Πάμελα Κούρσον, με σκοπό να αλλάξει ζωή και να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Απεβίωσε στις 3 Ιουλίου, σε ηλικία 27 ετών από καρδιακή ανακοπή. Λόγω του ότι στο σώμα του δεν βρέθηκαν τραυματισμοί που να υποδεικνύουν είτε αυτοτραυματισμό / αυτοκτονία είτε εγκληματική ενέργεια, δεν πραγματοποιήθηκε αυτοψία από τον ιατροδικαστή. Για πολλούς θαυμαστές του ενδεχομένως να ζει ακόμη.

Η γοητεία του χάους

Το σίγουρο είναι ότι ζει μέσα από το έργο του και κυρίως από τη θεώρηση που είχε για τη ζωή. Σε συνέντευξη στο περιοδικό «Rolling Stone» του 1969 στον Τζέρι Χόπκινς, o Τζιμ Μόρισον είχε μιλήσει για όσα τον απασχολούσαν ή τον εξίταραν. Πολλά από αυτά παραμένουν ακόμη και σήμερα επίκαιρα. Δεν πίστευε ότι υπήρχαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στη μουσική «μυαλά τόσο βαριά όσο ο Μπαχ, για παράδειγμα. Ιδιαιτέρως όταν η δουλειά μας απευθύνεται στις μάζες.

Υπάρχουν σπουδαίοι ποιητές και στιχουργοί και τραγούδια, αλλά δεν υπάρχουν μεγάλες ιδέες». Οσο για τις συναυλίες (τις περισσότερες φορές περιπετειώδεις) εξηγούσε ότι στόχος του δεν ήταν «να προκληθεί χάος. Πώς όμως μπορείς να αντέξεις αυτό τον έντονο ρυθμό χωρίς να εκφραστείς με τον χορό; Μου αρέσουν οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι, όχι αλυσοδεμένοι. Προτιμώ πάντως τα μικρά κλαμπ από τις μεγάλες συναυλίες. Μπορείς να δεις το κοινό και να σε δει. Σε ένα κλαμπ πρέπει να ενεργοποιήσεις τους ανθρώπους μουσικά».

Δεν αρνείται τη γοητεία που του προκαλεί το χάος «ποιος δεν είναι γοητευμένος με αυτό; Ενδιαφέρομαι για δραστηριότητα που δεν έχει νόημα, να υπάρχει μια εβδομάδα εθνικής… ξεκαρδιστικότητας με διακοπή κάθε εργασίας, κάθε επιχείρησης, κάθε διάκρισης, κάθε εξουσίας. Μια εβδομάδα απόλυτης ελευθερίας. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι αληθινοί για μια εβδομάδα». Ορίζει την πολιτική ως κυνήγι εξουσίας όπου οι πολιτικοί «το καλύπτουν με κάθε ρομαντική, φιλοσοφική μαλ…κία υπάρχει. Δεν νομίζω ότι έχει σημασία αν είσαι κομμουνιστής, αναρχικός, καπιταλιστής. Δεν πειράζει».