Ενα μωρό 13 μηνών μπορεί να μη μιλάει με λέξεις, μιλάει όμως με το βλέμμα, με το σώμα, με τις κινήσεις του, μιλάει με την ακινησία του. Μιλάει με εκείνο το σαν άψυχη κούκλα σωματάκι που κρατούσε ο πατέρας στην αγκαλιά του και το περιέφερε στην κηδεία της μάνας του «χαϊδεύοντας» μηχανικά το κεφαλάκι του. Δεκατριών μηνών, ένα μωρό είναι ήδη σε θέση να νιώθει κι ας μην καταλαβαίνει. Να νιώθει ότι «για το καλό του» ο πατέρας του το άφησε πλάι στη δολοφονημένη από τον ίδιο μητέρα του. Το άφησε να αγγίζει με τα χεράκια του τη νεκρή μάνα, προσπαθώντας να την κάνει να μιλήσει. Ομως η γλώσσα της μαμάς ήταν ήδη δαγκωμένη, ακυρωμένη και μέσα στο αίμα.

«Για το καλό της άφησα τη Λυδία κοντά στη μητέρα της, για να είναι ασφαλής, γιατί συνήθιζε εκεί να κοιμάται» δήλωσε ο πατέρας.  Πόσο νωρίς και πόσο βίαια η Λυδία ήλθε σε επαφή με την αμφισημία αυτής της πολύπαθης έννοιας που στηρίζει τη ζωή μας: «Για το καλό της»;

«Θα ξεχάσει», «Ευτυχώς είναι μικρή», «Ακόμα καλά καλά δεν μιλάει» λένε οι αδαείς. Αγνοούν ότι το τραυματικό γεγονός είναι σε θέση να διατρέχει σαν φλέβα τον ψυχισμό από την αρχή της ζωής. Πέρα από την έκδηλη συνειδητή μνήμη που συνδέεται με τη γλωσσική ανάπτυξη, υπάρχει μια άδηλη, ασυνείδητη μνήμη παρούσα ήδη από την προγλωσσική περίοδο ανάπτυξης.

Η βιαιότητα της μνήμης έχει ήδη αφήσει το ίχνος της στην ψυχική ζωή της μικρής Λυδίας.

Η μνήμη ενός βίαιου συναισθήματος από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής κουβαλώντας απροσδιόριστα και ακατανόητα τραύματα εντός του θα βρίσκει πάντα τρόπο να ενεργοποιείται. Να σχηματίζει κινήσεις μιας καταναγκαστικής επανάληψης. Να ζωντανεύει αναπάντεχα και να ταράζει τις ώρες, τις μέρες, τις νύχτες, που ακολουθούν.

Ολοι όμως τώρα κόπτονται για το καλό της Λυδίας. Ολοι. Ολοι οι γνησίως ανησυχούντες πολίτες μιας κοινωνίας του θεάματος. Μιας κοινωνίας που όλα τα αλέθει μεταμορφώνοντας στο άψε σβήσε το δράμα σε εύπεπτο υλικό. Μαζί κι εμείς. Αν ψάξεις θα μας βρεις. Ολους εμάς που σαν ο κυνηγός με το θήραμά του πέσαμε πάνω σε αυτό το «ανέλπιστο» δράμα. Εδώ η δωρεάν ένταση. Εδώ η αστείρευτη αφηγηματολογία. Εδώ οι ανιχνευτές των σκοτεινών μονοπατιών του δράματος. Εμείς όλοι που συγκινηθήκαμε βαθιά έως μυελού οστέων. Γιατί, ναι! Είμαστε άνθρωποι εμείς, δεν είμαστε «κτηνάνθρωποι». Και τι πιο αγνή αθώωσή μας από ένα μικρό πλασματάκι του οποίου αναλαμβάνουμε την προστασία από το Κακό.

Ετσι λοιπόν, ακόμα κι εμείς, άθελά μας, εργαλειοποιήσαμε τη μικρή Λυδία. Κι εκείνη μας χάρισε απλόχερα τη δυνατότητα ταύτισης μαζί της. Ταύτιση δηλαδή με ένα άδολο και τόσο, μα τόσο, αθώο κι απροστάτευτο πλασματάκι. Γίναμε οι αυτόκλητοι φροντιστές του. Μας χάρισε στιγμές ανυπόκριτης συμπόνιας και αγάπης και ενσυναίσθησης. Με άλλα λόγια είναι σαν να μας χάρισε έναν Παράδεισο καλών συναισθημάτων. Πόσο ευγνώμονες να της είμαστε ειδικά σε αυτούς τους καιρούς;

Ομως άλλου είναι το θέμα. Γνωρίζουμε καλά στην Ψυχολογία πόσο σημαντική είναι η επεξεργασία του τραύματος. Το αμίλητο αρρωσταίνει. Η αδυναμία συμβολοποίησης εμποδίζει τη γιατρειά. Το καμουφλάζ του πόνου όμως ήδη ετοιμάζεται για τη Λυδία. Τραύμα τόσο ισχυρό, τόσο βίαιο που αναρωτιέσαι: Πόσο δυνατή θα είναι η επεξεργασία του; Πόσο αντίθετα, εύκολο θα είναι, εύκολο και τολμώ να πω, παράδοξα ίσως ιαματικό, να απωθηθεί το τραύμα στα βάθη του ψυχισμού, στα υπόγεια του μυαλού; Κέρμα στον αέρα. Γράμματα χάνεις, κορόνα, πάλι χάνεις! Θα υπάρχει κεφάλι να στηρίξει την κορόνα; Θα υπάρχει μυαλό να διαβάσει τα γράμματα;

Φέρνω ξανά στο μυαλό μου την εικόνα. Το μωρό με τα γυμνά του πατουσάκια στην αγκαλιά του πατέρα του στην κηδεία της μητέρας του. Μια εικόνα εκτός δυνατότητας περιγραφής. Πόσο έρμαιο δεν θα είναι αυτό το πλάσμα στον λεγόμενο «ψυχικό διχασμό»; Στον διαχωρισμό δηλαδή των εμπειριών της ζωής της από την ψυχική της λειτουργίας;  Πίσω από τόσο φοβερές καταστάσεις είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι σχηματίζονται αγιάτρευτες πληγές που πυορροούν. Το μυστικό της μικρής Λυδίας δεν θα μπορέσει πότε να μείνει μυστικό. Θα εφυγραίνεται διαρκώς. Θα την καλεί σε συνεχείς επίπονες διαπραγματεύσεις με το μέσα του μέσα της. Πόσο δύσκολο αν όχι αδύνατον θα είναι για τη Λυδία του μέλλοντος, την πασίγνωστη, μιντιακή, φωταγωγημένη Λυδία του 2021 να διατηρήσει μυστική την ιστορία της;  Η ιστορία της για την ώρα προβάλλει διάστικτη από κενά, ασάφειες, εικασίες, σκοτεινά μυστικά. Τα οικογενειακά μυστικά έχουν δύο πύλες εισόδου. Η μία έχει να κάνει με το ίδιο το τραύμα, με τον ψυχικό κόσμο, και η άλλη με τον τρόπο που η κοινωνία χειρίζεται τις καταστροφές, τα ψέματα και τις υποκρισίες που τη μαστίζουν. Συνδέονται δηλαδή όχι μόνο με την προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών αλλά και με την περιβάλλουσα κοινωνική οργάνωση και την κουλτούρα.

Στη μικρή Λυδία μοιάζει να απαγορεύτηκε η πλασματική προστασία του μυστικού. Είναι καταδικασμένη μαζί με όλους εμάς να γνωρίζει το οικογενειακό της ασύλληπτο δράμα. Στα δεύτερα, στα τρίτα της γενέθλια και πάει λέγοντας θα κατακλύζεται από αισθήσεις, συναισθήματα, εικόνες που θα φαντάζουν στα ματιά της αλλόκοτες, ακατανόητα.

Ενα ερώτημα με ταλανίζει: Πρόλαβε άραγε να νιώσει το πρωταρχικό αίσθημα ασφάλειας στην αγκαλιά της μητέρας της; Μιας μητέρας που απ’ ό,τι φαίνεται ζούσε μέσα σε μια στερητική και κακοποιητική σχέση. Μπόρεσε άραγε η Καρολάιν να μετατρέψει την πείνα του βρέφους της σε ευχαρίστηση; Τη μοναξιά σε συντροφικότητα; Τον φόβο θανάτου σε ασφάλεια; Ολα αυτά δηλαδή που η μητρική λειτουργία είναι σε θέση να προσφέρει στο μωρό της. Εκεί, στην κρίσιμη αρχή της ζωής; Η Λυδία θα είναι ένα στοιχειωμένο σπίτι όπου μέσα του θα κυκλοφορούν ανείπωτες καταστάσεις; Ποιος εν τέλει γνωρίζει αυτό που θα γίνει;  Δεν ξέρω πώς να τελειώσω αυτές τις σκέψεις. Ας σεβαστούμε ένα πλάσμα που τόσο βίαια στερήθηκε από τα χέρια του πατέρα της, τη μητέρα του, το πλάσμα δηλαδή που στην αρχή της ζωής μας είναι επιφορτισμένο με ένα σπουδαίο έργο: Να καθιστά υποφερτό ό,τι μέσα μας είναι δυσβάσταχτο. H μαμά δολοφονήθηκε από τον μπαμπά. Από το πρόσωπο δηλαδή που έχει ως πρωταρχικό έργο να βοηθά το παιδί του να έλθει σε επαφή με έναν κόσμο, με μια πραγματικότητα, που έχει νόημα ακόμα κι αν όλα συνηγορούν για το αντίθετο.  Κλείνω τα μάτια μου και συλλογίζομαι τη μικρή Λυδία. Νεαρό κορίτσι. Μέσα της μια κρύπτη. Την έχει φτιάξει με τα χεράκια της. Μέσα εκεί αναπαύεται εν ειρήνη μια μητέρα που κάποτε την κράτησε με θέρμη και αγάπη στην αγκαλιά της, και την αγάπησε. Ετσι θέλω να πιστεύω. Η επίδραση της κρύπτης αυτής ελπίζω να μη φέρνει στον νου της τρομαχτικά φαντάσματα. Ελπίζω να ανασύρεται κάθε τόσο κι ένα χάδι. Η μνήμη από ένα ιαματικό χάδι. Η μικρή Λυδία κάποτε αγαπήθηκε από μια μητέρα. Εύχομαι μέσα στην κρύπτη να υπάρχει χώρος γι’ αυτή την ιαματική ανάμνηση. Στήριγμα στο μεγάλωμά της και στην ενήλικη ζωή της. Για όλα τα υπόλοιπα απορία, άγνοια και σιωπή.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας και συγγραφέας