«Η διαδικασία της ονομαστικής ψηφοφορίας στη Βουλή έχει καταντήσει παρωδία», υποστηρίζει ο Δ. Τζανακόπουλος και ο ισχυρισμός του απαντά στο ερώτημα γιατί το κόμμα του – και μάλιστα με απόφαση του αρχηγού του – απέχει από όλες τις ονομαστικές ψηφοφορίες: επειδή τις θεωρεί παρωδίες. Απέχουν επειδή «είναι υποχρεωμένοι», μας εξηγεί ο πρώην υπουργός, «για να περισώσουν την τιμή του κοινοβουλευτισμού»! Πολύ γενναίο από πλευράς τους, λαμβανομένου υπόψη ότι προέρχεται από θαυμαστές του Λένιν, του Μάο και άλλων ιστορικών στυλοβατών του κοινοβουλευτισμού. Πώς να αρνηθούν όταν η Ιστορία του το ζητάει αυτοπροσώπως;

Η άποψή του για τις ονομαστικές ψηφοφορίες δεν απαντά, ωστόσο, στο άλλο ερώτημα: τότε γιατί το κόμμα του τις επιβάλλει; Τι σκοπό έχουν, αφού είναι παρωδίες; Επειδή, νομίζω, είναι μια μορφή αυτού που ονομάζεται στην Αμερική «filibuster». Η λέξη είναι ολλανδικής προέλευσης και σημαίνει το δικαίωμα του αμερικανού γερουσιαστή να μιλάει όσο χρόνο θέλει για ένα διαφιλονικούμενο θέμα. Στην πράξη, σημαίνει ότι ο ομιλητής μπορεί να καθυστερεί τη διαδικασία όσο το αντέχουν οι πνεύμονές του και η φαντασία του. Μπορεί, δηλαδή, να ξαναθυμάται παλιές ομιλίες του και να τις επαναλαμβάνει αυτούσιες· μπορεί, με αφορμή την αναφορά του σε ένα φαγητό, να αρχίζει να αραδιάζει διαφορετικές συνταγές και να συζητάει τις παραλλαγές τους· μπορεί ακόμη να διαβάζει σελίδες ολόκληρες από τον τηλεφωνικό κατάλογο, αναφερόμενος υποτίθεται στους ψηφοφόρους της περιφερείας του.

Πρόκειται προφανώς για μέθοδο κωλυσιεργίας της κοινοβουλευτικές διαδικασίας, είναι όμως θεμιτή και η χρήση της εναπόκειται στις δυνάμεις εκείνου που τη χρησιμοποιεί. Μόνο με την ψήφο των τριών πέμπτων της Γερουσίας μπορεί να τεθεί χρονικό όριο στη συζήτηση ενός νομοσχεδίου. Χρησιμοποιήθηκε συχνά από γερουσιαστές του αμερικανικού Νότου, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, με σκοπό την παρεμπόδιση της χειραφέτησης των μαύρων Αμερικανών.

Στο δικό μας σύστημα, «filibuster» δεν υπάρχει – και ευτυχώς, γιατί στη Βουλή θα πέθαιναν από την πλήξη. Οι ονομαστικές ψηφοφορίες, όμως, με κάθε ευκαιρία, είναι η αντίστοιχη θεμιτή μέθοδος κωλυσιεργίας. Για να είμαι ακριβής, ήταν· διότι δεν είναι πλέον. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (τότε που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα…), ούτε όμως και η επιστολική ψήφος για θέματα υγείας, η παρακώλυση της διαδικασίας με απανωτές ονομαστικές είχε νόημα και σκοπό. Το ΠΑΣΟΚ της εποχής εκείνης κατά κόρον χρησιμοποιούσε τις ονομαστικές, για να σπάσει την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Οι παλαιότεροι θυμούνται την περίπτωση βουλευτή της ΝΔ, τον οποίον  έφεραν με το φορείο στο βουλευτήριο, για να σηκώσει το χέρι μόλις ακούστηκε το όνομά του και στη συνεχεία κατευθείαν πίσω στο νοσοκομείο.

Σήμερα, με την επιστολική ψήφο καθιερωμένη και σύμφωνη με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, οι ονομαστικές ως μέθοδος κωλυσιεργίας είναι περιττός αναχρονισμός. Δεν προσφέρουν τίποτε χρήσιμο στην αντιπολίτευση, πλην ενδεχομένως της στιγμιαίας εκτόνωσης του θυμού της. Είναι σαν την μπουνιά στο τραπέζι ή την κλωτσιά στην καρέκλα, που δίνει κάποιος που αποχωρεί, προτού βροντήξει πίσω του την πόρτα. Είναι μία παρωχημένη «μορφή αγώνα», όπως η κατάληψη του σχολείου από δεκαπέντε χαμένους ή το κλείσιμο του δρόμου από είκοσι «αγωνιστές». Ελλείψει φαντασίας, όμως, στον ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνουν με την κεκτημένη ταχύτητα παρελθουσών εποχών. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν ότι κάτι κάνουν – είναι οπωσδήποτε  προτιμότερο από την απραξία.

Επιπλέον, έχει ιδιαίτερη συμβολική αξία για την Αριστερά η προσκόλληση σε μεθόδους αγώνα ξεπερασμένες από την εξέλιξη των πραγμάτων, διότι για την παράταξη αυτή το μέλλον βρίσκεται στο παρελθόν. Βρίσκεται, θέλω να πω, στις συνθήκες εκείνες του παρελθόντος που δικαιώνουν τις ιδέες τους· και, επειδή είναι βέβαιως αδύνατη η επιστροφή στο παρελθόν, η μόνη ελπίδα της Αριστεράς για να γίνει επίκαιρη είναι η αναπάντεχη καταστροφή, που εξανεμίζει απότομα τα συσσωρευμένα κέρδη της προόδου. Εξού και το ρηθέν από τη διακεκριμένη συντρόφισσα ότι «η κανονικότητα δεν είναι ποτέ πραγματική ευκαιρία για την Αριστερά»…