Μια ενδιαφέρουσα δικαστική απόφαση, που ανοίγει «παράθυρο» στην εποχή της διαδικτυακής ψηφοφορίας και για τις συνελεύσεις πολυκατοικιών, δίνοντας μάλιστα διέξοδο για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν την αντιμετώπιση θεμάτων που συνδέονται με την καθημερινότητα ενοικιαστών και ιδιοκτητών, ιδιαίτερα εν μέσω πανδημίας, εξέδωσε πρόσφατα το Πρωτοδικείο της Αθήνας. Το Τμήμα Μισθωτικών Διαφορών έκρινε με απόφασή του ότι ακόμα και αν δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στον κανονισμό κάποιας πολυκατοικίας, είναι απολύτως νόμιμη η λήψη αποφάσεων για την επίλυση καθημερινών προβλημάτων μέσω της διαδικτυακής ψηφοφορίας.

«Η επιλογή του τρόπου προσκλήσεως και ψηφοφορίας των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, ο οποίος καίτοι δεν προβλέπεται από το καταστατικό, εντούτοις ως ο πλέον πρόσφορος έχει επικρατήσει στην πράξη, θεωρείται νομότυπος, έστω κι αν είναι αντίθετος με τη σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, αφού η επίκληση του υπό καταστατικού προβλεπόμενου τρόπου προσκρούει στην καλή πίστη. Οι σχετικές αντιρρήσεις του ενάγοντος κατά του τρόπου σύγκλησης και ψηφοφορίας που έχει επικρατήσει στην πρακτική υπερβαίνουν προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη» αναφέρεται στο «διά ταύτα» της δικαστικής απόφασης, η οποία ανοίγει τον δρόμο για τη χρήση σύγχρονων μέσων τεχνολογίας για την ταχύτερη επίλυση ζητημάτων που ανακύπτουν σε καθημερινή βάση και πρέπει να αντιμετωπιστούν το ταχύτερο δυνατό από τους συνιδιοκτήτες των διαμερισμάτων.

Υπό αυτό το πρίσμα, η δικαστική λειτουργός η οποία εξέδωσε την απόφαση απέρριψε τις αντιρρήσεις του ενάγοντος-ιδιοκτήτη, ο οποίος προσέφυγε στο Πρωτοδικείο διατυπώνοντας αντιρρήσεις κατά του διαδικτυακού τρόπου σύγκλησης της ψηφοφορίας και της λήψης απόφασης για την αποκατάσταση συγκεκριμένης ζημιάς.

Οπως επισημαίνουν νομικές πηγές, μια τέτοια απόφαση, εκτός από τις διευκολύνσεις που προσφέρει ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός ενοίκων και ιδιοκτητών στη διάρκεια της εξελισσόμενης πανδημίας, διευκολύνει και ως προς τη λήψη αναγκαίων αποφάσεων σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων διαμένουν εκτός Αθηνών, πολλώ δε μάλλον εκτός Ελλάδας.

Η υπόθεση

Με βάση την ίδια δικαστική απόφαση, ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, ο οποίος ηττήθηκε, καλείται να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα, που ορίζονται στο ποσό των 350 ευρώ.

Η υπόθεση που έφτασε στη Δικαιοσύνη αφορούσε διαρροή λυμάτων και προβλήματα στο αποχετευτικό σύστημα πολυκατοικίας. Για την αντιμετώπισή του, με πρωτοβουλία της διαχειρίστριας, διενεργήθηκε αυτοψία από το Γενικό Κλιμάκιο Δημόσιας Υγείας. Στο έγγραφό της η Υπηρεσία περιέγραφε τα ευρήματα, αλλά δήλωσε αναρμόδια για να εντοπίσει την ακριβή αιτία διαρροής λυμάτων στην εν λόγω πολυκατοικία. Παράλληλα, καθιστούσε υπεύθυνη τη διαχειρίστρια για την ανεύρεση λύσης, ώστε να αντιμετωπιστεί το συντομότερο δυνατό το τεχνικό πρόβλημα που είχε ανακύψει.

Η διαχειρίστρια έλαβε ως όφειλε δύο οικονομικές προσφορές και ενημέρωσε για αυτές με ηλεκτρονικά μηνύματα τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Στη συνέχεια ενημέρωσε τους ιδιοκτήτες, και πάλι μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ότι η πλειοψηφία αυτών συμφωνούν με την επιλογή της προσφοράς.

Από την πλευρά του, όπως προκύπτει από το ιστορικό της δικαστικής απόφασης, ο ενάγων ιδιοκτήτης ενημέρωσε τη διαχειρίστρια, διά της ίδιας οδού, ότι είχε στη διάθεσή του μια οικονομικότερη προσφορά. Πράγματι, την επόμενη ημέρα έγινε έκτακτη γενική συνέλευση με τη φυσική παρουσία μερικών μόνο συνιδιοκτητών, κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάστηκαν οι απαντήσεις των απολειπομένων, που είχαν σταλεί ηλεκτρονικά. Τελικά, η πρόταση για την τρίτη προσφορά απορρίφθηκε, καθώς ο τεχνικός δεν μπορούσε να ξεκινήσει άμεσα τις εργασίες για την αποκατάσταση της ζημιάς.

Δικαίωμα έφεσης

Η δικαστής που εξέδωσε την απόφαση έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι όλοι οι ιδιοκτήτες, πολλοί εκ των οποίων διαμένουν σε άλλη πόλη εκτός Αθηνών και κάποιοι εκτός Ελλάδας, είχαν λάβει γνώση της προσφοράς και ουδείς αμφισβήτησε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο ενάγων έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση η υπόθεση θα κριθεί εκ νέου σε δεύτερο βαθμό.