Στα χρόνια της Κατοχής, όταν όλα τα ΄σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, υπήρχαν και κάποιοι Ελληνες που περνούσαν καλά. Ηταν συνεργάτες με τον στρατό Κατοχής και κύριος σκοπός τους ήταν η τάξη και ασφάλεια στην Αθήνα.

Εχουν μείνει στην ιστορία ως «Μπουραντάδες», ένα σώμα από 700 άνδρες που κατηγορήθηκαν για συλλήψεις, διώξεις και βασανισμούς αντιστασιακών, αλλά και πολιτών που δεν ήθελαν μπλεξίματα.

Αρχηγός τους ο Νίκος Μπουραντάς, ο διοικητής της μηχανοκίνητης αυτής Αστυνομίας Πόλεων, φόβος και τρόμος για κάθε Ελληνα που ήθελε λίγο άνεμο ελευθερίας.

Τέλος πάντων, μετά τον Πόλεμο οι «Μπουραντάδες» συνελήφθησαν και δικάστηκαν, αλλά αθωώθηκαν, κάτι που είχε προκαλέσει σάλο εκείνη την εποχή.

Κερασάκι στην τούρτα ήταν η εκλογή του Μπουραντά, ο οποίος έγινε βουλευτής, παρά το παρελθόν του.

Η Ιστορία κατέγραψε τα γεγονότα, έκρινε και αποφάσισε για τους «Μπουραντάδες», τους Ράλληδες, τους ταγματασφαλίτες, κι έκτοτε η Ελλάδα έκανε πολλά βήματα μπροστά.

Η Χωροφυλακή συνέβαλε πολλές φορές στη διατήρηση της τάξης σε πολύ ταραγμένα χρόνια. Συνδέθηκε, όμως, και με τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Τη δολοφονία του Λαμπράκη, την υπηρέτηση της Χούντας, τις δολοφονίες παιδιών στο Πολυτεχνείο, αλλά και το αστυνομικό κράτος της Δεξιάς αμέσως μετά την Μεταπολίτευση.

Κάτι η Αλλαγή του Ανδρέα Παπανδρέου, κάτι η εποχή που δεν σήκωνε αντιδημοκρατικές εκτροπές, και η Αστυνομία εκσυγχρονίστηκε.

Όχι, πολύ μιας και σε αρκετές περιπτώσεις η αστυνομική αυθαιρεσία οδήγησε σε θανάτους, ακόμη και μικρών παιδιών. Κανείς δεν ξεχνά ούτε τον Καλτεζά, ούτε τον Γρηγορόπουλο βεβαίως, θύματα αστυνομικής βίας που ακολούθησαν τις δολοφονίες των Κουμή και Κανελλοπούλου το 1980.

Ν. Μπουραντάς

Σε κάθε περίπτωση η ελληνική κοινωνία προχώρησε και «Μπουραντάδες» δεν ανέχτηκε ποτέ. Η ΕΛ.ΑΣ. έβαλε στις τάξεις της μορφωμένα παιδιά, καλύτερα εκπαιδευμένους και με περισσότερα μέσα για να κάνουν τη μία και αποκλειστική δουλειά που τους ανατίθεται: Την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας των πολιτών.

Παρά το μίσος μεγάλου μέρους της κοινωνίας απέναντι στο αστυνομικό σώμα, οι περισσότεροι τρέχουμε να ζητήσουμε τη βοήθεια της αστυνομίας όταν έρχεται μια δύσκολη στιγμή στη ζωή μας.

Και ο θεσμός του αστυνομικού έχει αρκετά υψηλή δημοφιλία, αρκεί να ξέρει αυτός ποια είναι τα όριά του.

Θέλουμε λοιπόν αστυνομικούς – «μπουραντάδες» (οποιοδήποτε κόμμα κι αν είναι στη κυβέρνηση) ή θέλουμε αστυνομικούς που να κάνουν με σύνεση και αυταπάρνηση τη δουλειά τους και μόνον αυτή;

Θέλουμε αστυνομικούς που θα σέβονται τον πολίτη ή θέλουμε ψευτόμαγκες που θα βρίζουν τη μάνα μας, θα απειλούν τα παιδιά μας, θα βγάζουν γκλόμπ και θα χτυπάνε και αν τα βρουν σκούρα ή αν… κοιμήθηκαν στραβά, θα βγάζουν και κάνα όπλο και θα βαράνε στο ψαχνό;

Θέλουμε δημοκρατικούς αστυνομικούς, που γνωρίζουν το νόμο και τα ανθρώπινα δικαιώματα ή θέλουμε «τάγματα» ανεξέλεγκτης αλητείας, που ψηφίζουν και Χρυσή Αυγή;

Θέλουμε αστυνομικά τμήματα – κολαστήρια, όπως αυτό στην Ομόνοια το οποίο έχει καταγγελθεί πολλάκις για ρατσιστική βία σε βάρος αλλοδαπών;

Είναι ερωτήματα που έρχονται και πάλι στο μυαλό, μετά από όσα έγιναν στη Νέα Σμύρνη.

Οποιος κι αν ήταν ο νεαρός, όποιοι κι αν ήταν οι πολίτες που ήταν δίπλα τους, κανείς αστυνομικός δεν έχει δικαίωμα να φέρεται με τέτοιο δολοφονικό τρόπο.

Οι εικόνες ντροπής της πλατείας απλά ήρθαν να ενισχύσουν το κλίμα δυσπιστίας και μίσους μεγάλου μέρους της νεολαίας, κι όχι μόνο, κατά της Αστυνομίας.

Η πολιτική και φυσική ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. πρέπει να αφήσουν τις μεγαλοστομίες και να προχωρήσουν σε εκκαθάριση.

Να ξεριζώσουν τα σαπρόφυτα της Αστυνομίας.

Να εκπαιδεύσουν σωστά τους αστυνομικούς για να αντιμετωπίζουν ανάλογα περιστατικά.

Οφείλουν τέλος να τιμωρούν παραδειγματικά τους αστυνομικούς που ξεφεύγουν, και να μην κάνουν ΕΔΕ για τα μάτια του κόσμου.

Αν αφήσεις αστυνομικό που ηδονίζεται με τη στολή του και βγάζει πτυσσόμενο γκλομπ να δείρει νέους, το επόμενο βήμα είναι να σκοτώσει.

Είναι νομοτελειακό, και αυτό πρέπει να προβλεφθεί, προτού να είναι αργά.