«Eν ταις Καλτεζαίς, επαρχία Μιστρά, έγινε συνέλευσις από μέρους προυχόντων της Πελοποννήσου, και το εύρηκαν εύλογον να φέρωμεν τον Μαυρομιχάλην, οπού ήτον εις Καλαμάταν. Επήγεν ο Κανέλος ο Δεληγιάννης και ο Πονηρός, τον επήραν από την Καλαμάταν, τον επήγαν εις την Στεμνίτσαν και τον έκαμαν πρόεδρον της Γερουσίας, και έγραψαν εις την Υδραν, εις ταις Σπέτσαις, εις την Επτάνησον»

Με τα λιτά αυτά λόγια ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρεται στην Πελοποννησιακή Γερουσία στην Διήγησίν του συμβάντων της ελληνικής φυλής. Τίποτε το περιττό, τίποτε το θριαμβευτικό, όπως άλλωστε εν γένει ο λόγος του Κολοκοτρώνη σε όλη του την «διήγησιν», αλλά και ο λόγος άλλων αγωνιστών του Εικοσιένα, με πιο καίριο, όχι ωστόσο και τόσο αμέτοχο υστεροβουλιών, όσο αρκετοί έχουν συνηθίσει να θεωρούν, αυτόν του στρατηγού Μακρυγιάννη. Στη σύντομη αυτή περιγραφή από τον Κολοκοτρώνη του «συμβάντος» της Πελοποννησιακής Γερουσίας εμπεριέχεται, έστω αδρά και αμυδρά, μία αναφορά στην ευρεία δικαιοδοσία της Γερουσίας, που, αν και δεν κάλυπτε όλα τα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας, υπερέβαινε τον γεωγραφικό χώρο της Πελοποννήσου και, εν πάση περιπτώσει, αποτελούσε το μοναδικό, μέχρι τότε, κεντρικό συντονιστικό όργανο των επαναστατημένων Ελλήνων.

Η Πελοποννησιακή Γερουσία ιδρύθηκε στις 26 Μαΐου στις Καλτεζές, με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον Ρήγα Παλαμήδη. Οι στόχοι της προσδιορίσθηκαν ως εξής:

«…να συσκέπτωνται, προβλέπωσι και διοικώσι και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν απάσας τας υποθέσεις, διαφοράς και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού Αγώνος μας, καθ’ όποιον τρόπον η Θεία πρόνοια τους φωτίση και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τις να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και τας διαταγάς των».

Εδρα της Γερουσίας ορίσθηκε η Στεμνίτσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι δύο μήνες πριν, στις 24-25 Μαρτίου, η τοπική Μεσσηνιακή Γερουσία, υπό την προεδρία επίσης του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, είχε εκδώσει την Προειδοποίησιν, το πρώτο σημαντικό διπλωματικό έγγραφο των επαναστατημένων Ελλήνων, και την απέστειλε στις μεγάλες δυνάμεις, ανακοινώνοντάς τους την κήρυξη της επανάστασης και ζητώντας τους τη φιλέλληνα συνδρομή τους το έγγραφο εκείνο μεταφράστηκε στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Οι πρωτοβουλίες της Μεσσηνιακής Γερουσίας βρήκαν απήχηση ακόμη και στην Αμερική, η Επανάσταση της οποίας εναντίον των Αγγλων, όπως και η Γαλλική Επανάσταση, είχαν εμπνεύσει και τους Ελληνες και κυρίως τους υπερασπιστές του Διαφωτισμού, με πνευματικό ηγήτορα, βέβαια, τον Αδαμάντιο Κοραή.

Η σύντομη αυτή αναφορά μου στην Προειδοποίησιν της Μεσσηνιακής Γερουσίας και την πρόσληψή της από φορείς πολιτικής ή πνευματικής ισχύος στο εξωτερικό (τους βασικούς, δηλαδή, αποδέκτες της), αποσκοπεί στην ανάδειξη δύο βασικών διαστάσεων της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης, στο πλαίσιο των οποίων πρέπει να δούμε, θεωρώ, γενικά τις δράσεις των επαναστατημένων Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννησιακής Γερουσίας: 1) Η Ελληνική Επανάσταση, αποτέλεσμα και έργο βεβαίως κυρίως της πρόθεσης και ωριμότητας των Ελλήνων της εποχής εκείνης, δεν ήταν ένα γεγονός περιορισμένης πολιτικής εμβέλειας: είχε διεθνοποιηθεί και έγινε αντικείμενο ποικίλων, σύνθετων διαπραγματεύσεων σε διεθνές, κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και, όπως είναι αναμενόμενο σε πλαίσιο Realpolitik, διενέξεων υπαγορευομένων από τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και τις σχετικές ισορροπίες/ανισορροπίες. 2) Ο Φιλελληνισμός, προϊόν κατά βάσιν του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη των ελληνικών δικαίων. Εκπροσωπούμενο από πολιτικούς, αλλά κυρίως διανοητές και ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων, το ρεύμα του διεθνούς Φιλελληνισμού είχε καταφέρει να επηρεάσει την κοινή γνώμη, ισχυρό αρωγό, πρωτίστως ηθικό αλλά και πολιτικό, της ελληνικής υπόθεσης.

Στις 27 Μαΐου, η έδρα της Πελοποννησιακής Γερουσίας, για λόγους ασφαλείας και ταχύτερου συντονισμού των δράσεών της, μεταφέρθηκε στη Στεμνίτσα, την αγαπημένη «οχυρή χωροπούλα» του Κολοκοτρώνη. Δύο μήνες περίπου πριν από τη σύγκληση της Πελοποννησιακής Γερουσίας αναφέρεται ότι είχε κηρυχθεί επίσημα η Επανάσταση και στη Στεμνίτσα στην τοποθεσία Λίμνες, ενώ, αμέσως μετά, στρατιωτικό σώμα Στεμνιτσιωτών, υπό την ηγεσία των οπλαρχηγών Κωνσταντίνου Αλεξανδρόπουλου, Γεωργίου Ροϊλού, Βασιλείου Ροϊλού και Δημητρίου Ροϊλού, ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη στην Καρύταινα και έλαβαν μέρος στην πολιορκία της ιστορικής κώμης. Στις 29 Μαΐου, η Γερουσία εκδίδει την πρώτη της πράξη, την Προκήρυξιν προς τον Πελοποννησιακό λαό:

«Επειδή εις τον ιερόν τούτον αγώνα περί της ελευθερίας της πατρίδος μας δίκαιον και αναγκαίον είναι να συναγωνισθώμεν και να συνδράμωμεν όλοι οι πατριώται κάθε τάξεως με μίαν γνώμην και απόφασιν, διά τούτο διορίζομεν και ειδοποιούμεν άπαντας, ότι όλοι κοινώς να τρέξετε κατά χρέος σας εις την δούλευσιν της πατρίδος με προθυμίαν και καθ’ όποιον τρόπον κανένας ημπορεί και η τάξις, η ηλικία και κατάστασις απαιτεί και να συναχθήτε εις τα στρατόπεδα των επαρχιών σας… Οσοι παρακούσετε την κοινήν ταύτην και δικαίαν φωνήν της πατρίδος ηξεύρετε καλώς ότι κοντά όπου θέλετε παιδευθή πρεπόντως και χωρίς συγκατάβασιν, δεν θέλετε έχει και εις το εξής κανένα δικαίωμα ούτε πατριώται μας να ονομάζεσθε ούτε εξουσίαν τινά να έχετε εις τα κτήματα και υπάρχοντά σας, αλλά όλα αυτά θέλει είναι του κοινού, τα δε ονόματά σας θέλει μείνωσι εις την αιώνιον καταισχύνην και κατηγορίαν ως άλλοι εχθροί του ελληνικού γένους. Αύτη είναι η δικαία απόφασις και κάμετε το χρέος σας δια να μη παραπονεθήτε και μετανοήτε ανωφελώς. Υγιαίνετε οι ευφρονούντες.

 

1821, Μαΐου 29, Στεμνίτζα, η Γερουσία της Πελοποννήσου, Ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Αθανάσιος Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, Νικόλαος Πονηρόπουλος».

Στην ανάγνωσή μου του αποσπάσματος αυτού από την πρώτη εγκύκλιο της Πελοποννησιακής Γερουσίας, θα προσέξατε ότι τόνισα κυρίως τους ακόλουθους όρους: ελευθερία, ιερός, δίκαιον, κοινόν, δούλευσιν, καταισχύνην. Θα ήθελα για λίγο να εστιασθώ στην ενδιαφέρουσα χρήση εδώ μιας λέξης με κατεξοχήν δυσάρεστες συνυποδηλώσεις: δούλευσις. Εννοια, που γενικά αναφερόταν στην ηγεμόνευση των Ελλήνων από τους Τούρκους, τώρα, στην πρώτη Πράξη της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ουσιαστικά πρώτη επίσημη προκήρυξη προς το επαναστατημένο έθνος, επενδύεται με καινούργιο περιεχόμενο, όχι ανεπηρέαστο από το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης και τα ιδεολογήματα που την ενέπνευσαν: οι ξεσηκωμένοι Ελληνες καλούνται από δούλοι των κατακτητών να δουλεύσουν στο κοινόν της ίδιας τους της πατρίδας, που είχε ήδη αρχίσει να αυτοδιοικείται και σταδιακά να αυτονομείται, τουλάχιστον από τους Τούρκους. Οσοι δεν συμμορφώνονται με την έκκληση αυτή, εκτός των πρακτικών ποινών, υποβάλλονται στην γενική κατακραυγή («αιώνιον καταισχύνην»). Το κοινόν και η υπηρέτηση των αναγκών του, ακόμη και εις βάρος των προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών των ατόμων, είναι βασική έγνοια της Γερουσίας, στην οποία επανέρχεται και στις άλλες εγκυκλίους της και με την οποία προσπαθούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση του πατριωτικού φαντασιακού των Ελλήνων της εποχής. Στο φαντασιακό αυτό, αλλά και στην σχετική σημασία για την σύγχρονη Ελλάδα γεγονότων τοπικής ιστορίας, θα επανέλθω την επόμενη εβδομάδα.

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στην Έδρα Γιώργου Σεφέρη και Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead. Το κείμενο, που αποτελεί πρώτο μέρος του σημειώματος, προέρχεται από την ομιλία του στην επέτειο της Πελοποννησιακής Γερουσίας, τον Ιούνιο του 2016.