Σαν σήμερα, στις 13 Ιανουαρίου του 1845 γεννήθηκε ένας από τους θεμελιωδέστερους λίθους του ελληνικού πνεύματος, ο Κωστής Παλαμάς.

Το Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ» έχει την τιμή να διαφυλάττει σειρά κειμένων του, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», της οποίας υπήρξε στενός συνεργάτης.

Σήμερα, τιμώντας την μνήμη του, δημοσιεύουμε όχι ένα από τα κείμενα που υπέγραψε αλλά μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε ποτέ στη ζωή του.

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 10.11.1934, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Ποιοι ήσαν οι πρώτοι στίχοι που έγραψε καθένας από τους σύγχρονους Νεοέλληνας ποιητάς. Αρχίζομεν από σήμερον αυτήν την έρευναν. Φυσικά από Διός άρχεσθαι. Το ερώτημά μας το διετυπώσαμε κατά πρώτον προς την ποιητικήν μας κορυφήν: τον Κωστήν Παλαμάν».

Στις 10 Νοεμβρίου 1934, η Αιμιλία Καραβία και τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» επισκέπτονται τον σπουδαίο ποιητή στο σπίτι του, στην οδό Ασκληπιού, στην Αθήνα.

«Ήταν μεσημέρι όταν έφθασα στην οδόν Ασκληπιού, στο σπίτι όπου σαράντα περίπου χρόνια κατοικεί ο Παλαμάς, ένα σπίτι δίπλα στο κέντρο της πόλεως, αλλά που η βουή της σβύνει πίσω από τους παχείς τοίχους, που περιφρουρούν την μοναξιά του ήρεμου, του απόκοσμου, του αβρού ποιητού.

»Εκείνη τη στιγμή έφθανε και ο ίδιος επιστρέφοντας από τον σύντομο, μοναχικό περίπατό του στη μεσημεριάτικη λιακάδα. Μια δημοσιογραφική συνέντευξις τέτοια ώρα, που θάπρεπε ο ποιητής ν’ αναπαυθή, ήταν ίσως ενοχλητική, και δειλά επρόβαλα το ερώτημα.

Στον ιερό τόπο, το γραφείο του Παλαμά

»Μέσα στο φορτωμένο βιβλία γραφείο του ποιητού, που έμπαινε αμυδρά το φως της ημέρας, πίσω από τα βαρειά παραπετάσματα, ο ποιητής ανοιγόκλεινε τα φωτεινά του μάτια.

–       Σας ανησυχώ; Ερώτησα, ύστερα από μερικά λεπτά σιωπής.

–       Δεν μ’ ανησυχείτε εμένα, μού απεκρίθη μελγχολικά, αλλά την συγχυσμένη μνήμη μου. Πώς να θυμούμαι πράγματα τόσο-τόσο παληά, όταν δεν μπορώ να

θυμηθώ ούτε τα σημερινά… Ποιοι ήταν οι πρώτοι μου στίχοι; Μα γράφω από μικρό παιδί, έγραφα πάντα. Γεννήθηκα με το πάθος του στίχου.

»Και όμως η μνήμη που αδρανεί στο σήμερα, κρατεί βαθειά χαραγμένη την πρώτη αγνή συγκίνησι. Το πρώτο ξύπνημα του παιδιού-ποιητού, και τον άκουσα σε λίγο ν’ απαγγέλη με τρυφερή φωνή:

            Και ζήτησα εν βλέμμα σου θερμόν

            Πλην πόσα εθυσίαζα δι’ ένα ασπασμόν.

»Επανέλαβε δύο φορές τους στίχους, σαν να απορούσε και ο ίδιος με την ιδιοτροπία της μνήμης του, που τους ανέσυρεν από το βάθος επτά δεκαετηρίδων. Και χαμογελώντας μελαγχολικά προσέθεσε:

–       Κύττα τι ειρωνεία! Θυμούμαι αυτούς τους στίχους, που τους έγραψα όταν ήμουνα παιδί δέκα χρονών, ενώ δεν συγκρατώ κανένα στίχο από το όλο μου

έργον».

Αυτοί ήταν οι πρώτοι στίχοι του Κωστή Παλαμά και συνέχισαν πολλοί ακόμα, όμως ο Παλαμάς για χρόνια τους κρατούσε στο συρτάρι.

«Δεν εδημοσίευσε τα ποιήματά του, παρά μόνον όταν είχεν ακέραια την συνείδησι ότι είνε ποιητής. Εις τα 1882, όταν δηλαδή ήτο 23 ετών, άρχισε να δημοσιεύη ποιήματα εις διάφορα περιοδικά της εποχή και το 1886 εξέδωσε το πρώτο ποιητικόν βιβλίον του «Τα τραγούδια της πατρίδος μου»».

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 10.11.1934, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Βλέποντας τον ποιητή ανάμεσα στα έργα του, που καταλάμβαναν κάθε γωνιά του γραφείο του, «ένα όγκον ποιητικής, πεζογραφικής, θεατρικής και κριτικής εργασίας, που περιστοιχίζει τον δημιουργόν της», η Αιμιλία Καραβία θέλησε να ρωτήσει αυτό που πάντα θέλουμε να ρωτάμε τους δημιουργούς, παίρνοντας δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, την ίδια απάντηση.

«Τι άραγε ν’ αγαπά περισσότερο από το έργον του; (…) Υποβάλλω το αδιάκριτον ερώτημα.

–       Δεν ξεχωρίζω τίποτε. Είμαι υπνωτισμένος και ποτισμένος με την ποίησιν. Μ΄αυτήν  και γι’ αυτήν ζω. Δεν ξέρω τίποτε άλλο. Το έργο μου είνε ένα ακέραιο

κομμάτι και το αγαπώ όλο μαζί.»

Η Αιμιλία Καραβία δεν το έβαλε κάτω και κατάφερε να αλιεύσει την πληροφορία από την κόρη του ποιητή, Ναυσικά Παλαμά.

«Η προτίμησις του ποιητού κλίνει προς την «Φλογέρα του Βασιληά» εξεδόθη σε γαλλική μετάφρασι στο Παρισι και εκυκλοφόρησε και στας Αθήνα. Η έκδοσις εξαιρετικά επιμελημένη έγινε με φροντίδα της Ακαδημίας Αθηνών.

»Από τους τελευταίος στίχους του μεγάλου μας ποιητού είναι και το τετράστιχον, που δημοσιεύομεν φωτοτυπίαν του χειρογράφου.

»Είνε ένα τετράστιχον δια τους 19 Γερμανούς φιλέλληνας τους πεσόντας κατά την έξοδον του Μεσσολογγίου, και το οποίον έγραψε ο ποιητής κατά παράκλησιν του πρεσβευτού της Γερμανίας κ. Άϊζενλορ διά να χαραχθή εις την αναμνηστικήν στήλην, που θα στηθή εις το Ηρώον του Μεσολογγίου.

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 10.11.1934, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Μου το παρεχώρησε ευγενικά όταν ετόλμησα να του ζητήσω και λίγα λόγια γραμμένα από το χέρι του. (…) Κι έτσι όχι μόνον τους πρώτους , αλλά και τους πιο τελευταίους στίχους του ποιητού αποκτήσαμε…»

Καρδιές πιστοί του ιδανικού, παλιοί μα πάντα νέοι,

Φερμένοι στην ελληνική την παλιγγενεσία,

η δίκη, η δόξα, η ανθρωπιά για την αυτοθυσία

και απ’ τις πατρίδες πιο ψηλά σάς πάει και σας εμπνέει

     1934                     Κωστής Παλαμάς