Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξέρει ότι στην Ουάσιγκτον διαμορφώνεται μια νέα συνθήκη. Δεν θα μπορεί πια να έχει την άμεση δυνατότητα επικοινωνίας και συνεννόησης που είχε τον Τραμπ. Ούτε θα μπορεί να εκμεταλλεύεται συγκεκριμένες κατευθύνσεις του απερχόμενου ενοίκου του Λευκού Οίκου, όπως την επιθυμία απεγκλωβισμού του από την κρίση στη Συρία και άλλες επεμβάσεις στο εξωτερικό. Ούτε θα μπορεί να ελπίζει στο ότι η αντίδραση σε επιλογές όπως η προμήθεια των ρωσικών πυραυλικών συστοιχιών  S-400 θα είναι περισσότερο φραστική παρά ουσιαστική.

Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι σε επίπεδο γενικής εικόνας για τον κόσμο η νέα αμερικανική διακυβέρνηση έχει διαφορές από την προηγούμενη σε σημεία που επηρεάζουν και τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, κυρίως γιατί οι Δημοκρατικοί έχουν φανεί πιο επιθετικοί στα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις με τη Ρωσία και ταυτόχρονα είναι πιθανό να θελήσουν να επενδύσουν περισσότερο στις σχέσεις με τους Κούρδους της Συρίας ως δυνατότητα να έχουν εν μέρει λόγο για την «επόμενη μέρα» της ταλαιπωρημένης από τις μακρόχρονες συγκρούσεις χώρα.

Γνωρίζει ταυτόχρονα, ότι θα αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη δυσπιστία και πιθανώς με μεγαλύτερη έλλειψη ανεκτικότητας στις κατά καιρούς αυταρχικές επιλογές του.

Από την άλλη, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι οι υπαρκτές φωνές στην Ουάσιγκτον που υποστηρίζουν ότι πρέπει οι ΗΠΑ να αναπροσαρμόσουν συνολικά το σχεδιασμό τους να πρακτικά να μην θεωρούν την Τουρκία ως τμήμα των συμμάχων τους, εξακολουθούν να μην έχουν το πάνω χέρι, κυρίως γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για τη χώρα με έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς του ΝΑΤΟ που υπήρξε για πολλά χρόνια βασικό «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης.

Ωστόσο, γνωρίζει ότι η πίεση να δείξει ότι αποδέχεται το πλαίσιο της συμμαχίας και τους περιορισμούς που αυτό θέτει θα είναι ακόμη μεγαλύτερη από εδώ και πέρα, όπως έδειξαν και οι οξείες παρατηρήσεις του αμερικανού ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο.

Γι’ αυτό και μάλλον κατανοεί ότι για να μπορέσει να αποφύγει μια ρήξη με κόστος με τις ΗΠΑ θα πρέπει να αποδείξει ξανά τη χρησιμότητα της Τουρκίας για μια αμερικανική κυβέρνηση που είναι περισσότερο δύσπιστη παρά ποτέ. Και αυτό σημαίνει να εξετάσει αναπροσαρμογές στις συμμαχίες έτσι να δείξει ότι η Τουρκία παραμένει αναντικατάστατη σύμμαχος.

Η ανησυχία για τη Συρία

Σε όλα αυτά προστίθεται και μια ανησυχία για ένα κρίσιμο μέτωπο: αυτό της Συρίας. Είναι γνωστό ότι πέραν των όσων αφορούν το πραξικόπημα και τις μακρόχρονες σχέσεις του Γκιουλέν με τις ΗΠΑ, ή της αντιπαράθεσης για τα ρωσικά οπλικά συστήματα, η μεγαλύτερη κρίση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία αφορούσε (και εν μέρει αφορά) την αμερικανική υποστήριξη στις κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία. Αυτό για την Τουρκία σήμανε έναν «υπαρξιακό» φόβο: τη δημιουργία μιας κουρδικής οιονεί κρατικής οντότητας στο συριακό έδαφος δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία. Ήταν σε μεγάλο βαθμό η προσπάθεια αποφυγής αυτού του ενδεχομένου που οδήγησε και στην τακτική επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία ή τη συμμετοχή στη διαδικασία της Αστάνα με ορίζοντα την διατήρηση της ακεραιότητας της Συρίας, έστω και εάν δεν συμφωνούσε με τη ρωσική και ιρανική στήριξη στην κυβέρνηση Άσαντ.

Στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ και της επιθυμίας του για απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία η Τουρκία βρήκε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» και το εκμεταλλεύτηκε κυρίως με το να εξασφαλίσει τη δυνατότητα για «ζώνη ασφαλείας» και για υποχώρηση των κουρδικών δυνάμεων.

Όμως, τώρα είναι πιθανό η νέα αμερικανική κυβέρνηση να επιστρέψει σε μια προηγούμενη κατεύθυνση που ήταν η διατήρηση στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία και στο πλαίσιο μιας λογικής να μην εκχωρήσουν πλήρως τη διαδικασία της «επόμενης μέρας». Όμως αυτό μπορεί και να σημαίνει μεγαλύτερη στήριξη και τους Κούρδους, κάτι που η Τουρκία θα ήθελε να αποφύγει και αυτό εξηγεί και γιατί η Τουρκία επείγεται να διατηρήσει ένα βαθμό συνεννόησης με τις ΗΠΑ.

Η επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ

Η νέα συνθήκη μπορεί να εξηγήσει την προσπάθεια επαναπροσέγγισης με το Ισραήλ. Ας μην ξεχνάμε ότι παραδοσιακά οι δύο χώρες είχαν καλές σχέσεις και συνεργασία. Όμως, η προσπάθεια του Ερντογάν να εκπροσωπήσει μια εκδοχή πολιτικού Ισλάμ και να διεκδικήσει έναν ηγετικό ρόλο σε έναν ευρύτερο μουσουλμανικό χώρο, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και ρόλο υπερασπιστή ιστορικών αιτημάτων, όπως αυτό της Παλαιστινιακής κρατικής συγκρότησης, επιδείνωσε τις σχέσεις. Τα πράγματα έκανε ακόμη χειρότερα το γεγονός ότι Τουρκία είναι από τις βασικές δυνάμεις που στηρίζουν την Χαμάς.

Ωστόσο την ίδια στιγμή Τουρκία και Ισραήλ μοιράζονται μια κοινή καχυποψία για το Ιράν και το ρόλο του και δεν είναι τυχαίο ότι το προηγούμενο διάστημα η ισραηλινή κυβέρνηση ανέδειξε αυτή τη δυνατότητα «κοινού εδάφους». Από την άλλη μια καλή σχέση της Τουρκίας με το Ισραήλ θα μπορούσε να την ανοίξει ξανά δρόμους επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον, εφόσον θα την ενέτασσε ξανά σε ένα μπλοκ συμμαχικών δυνάμεων.

Μόνο που η διαδικασία δεν θα είναι τόσο εύκολη. Καταρχάς είναι δεδομένο ότι το Ισραήλ θα ζητήσει από την Τουρκία να περιορίσει την υποστήριξη που δίνει στην Χαμάς και αυτό με τη σειρά του θα στερήσει από την Άγκυρα τη δυνατότητα διεκδίκησης της αίγλης του υπερασπιστή των Παλαιστινίων.

Έπειτα υπάρχει το πρόβλημα των συμμαχιών του ίδιου του Ισραήλ. Η μεγάλη επένδυση που έχει κάνει το Ισραήλ για την επαναπροσέγγιση με τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου, τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν είναι πολύ σημαντική, καθώς εξυπηρετεί δύο βασικές παραμέτρους της ισραηλινής πολιτικής: το αντι-ιρανικό μέτωπο (και την πίεση προς τις ΗΠΑ σε μια τέτοια κατεύθυνση) και την εξασφάλιση ότι όλο και περισσότερα αραβικά κράτη εγκαταλείπουν στην πράξη τους παλαιστινίους.

Όμως, η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ θεωρούν ανταγωνιστική δύναμη την Τουρκία και για την υποστήριξη σε μια γραμμή «Μουσουλμανικής Αδελφότητας» και για τις καλές σχέσεις με το Κατάρ. Ας μην ξεχνάμε επίσης την οξεία αντιπαράθεση ανάμεσα σε Τουρκία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (αλλά και τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο) με βάση τη στήριξη αντιμαχόμενων πλευρών στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη.

Και βέβαια το ερώτημα που έχει να αντιμετωπίσει η Τουρκία είναι να πείσει ότι παραμένει το ίδιο σημαντική για τις ΗΠΑ σε μια εποχή που η αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν όπως και η σταθερή συνεννόηση με τη Σαουδική Αραβία διαμορφώνει έναν άλλο συσχετισμό δυνητικά υπέρ των ΗΠΑ σε μια ευρύτερη περιοχή, συσχετισμό που πιθανώς θα τροποποιήσει και τη σημασία της Τουρκίας για τους όποιους αμερικανικούς σχεδιασμούς.

Οι παρεμβάσεις στον Καύκασο και οι σχέσεις με Ιράν

Την ίδια στιγμή έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει την κλιμάκωση της παρέμβασής της στον Καύκασο, με αφορμή την πρόσφατη αιματηρή σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, στο πλαίσιο της αναπροσαρμογής των ισορροπιών και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Και αυτό γιατί παρότι ο σχεδιασμός της τουρκικής στήριξης προς το Αζερμπαϊτζάν κυρίως είχε να κάνει με την ιδιαίτερη φιλοδοξία της Τουρκίας να αναδειχτεί σε περιφερειακή δύναμη και να κάνει πράξη διάφορα «παντουρκικά οράματα», εντούτοις αντικειμενικά αποτέλεσε μια προσπάθεια κατοχύρωσης ρόλο σε μια περιοχή που η Ρωσία θεωρεί ότι αποτελεί δική της «περιοχή ευθύνης» (εξ ου και η Ρωσική προσπάθεια να εξασφαλιστεί ένας συμβιβασμός που να κατοχυρώνει το ρόλο εγγυητή).

Την ίδια στιγμή η ίδια στήριξη στο Αζερμπαϊτζάν δημιουργεί και εντάσεις στις σχέσεις με το Ιράν, ιδίως από τη στιγμή που οι Αζέροι αποτελούν τη μεγαλύτερη μη περσική εθνική ομάδα του Ιράν και η Τεχεράνη δεν  είδε με καλό μάτι τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης τους προς το Αζερμπαϊτζάν.

Μένει να δούμε εάν η Τουρκία στο πλαίσιο της νέας διαπραγμάτευσης της σχέσης της με τις ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί και αυτού του είδους τις παρεμβάσεις της αλλά και τις τριβές που αυτές προκαλούν.