Το ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη και η Ομάδα The Young Quill συνεργάζονται για πρώτη φορά με αφορμή τη θεατρικό δρώμενο «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» του Γεωργίου Βιζυηνού, ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας! Κάθε Κυριακή έως τις 27 Δεκεμβρίου 2020 η παράσταση παρουσιάζεται στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος στις 18:00. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Φιλία Κανελλοπούλου, Χρήστος Καραβέβας, Χριστίνα Κωστέα και Φάνης Μιλλεούνης ενώ τη σκηνοθεσία κάνει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου.

Ο θεατής παρακολουθεί τη δραματοποίηση μιας αινιγματικής ιστορίας μυστηρίου, στην οποία η μητέρα αναζητά τον δολοφόνο του μικρότερου γιου της, ενώ παράλληλα προσμένει γεμάτη αγωνία την επιστροφή του ξενιτεμένου μεγαλύτερου αδελφού του. Όλες οι προσπάθειες της για την εύρεση και την τιμωρία του φονιά αποβαίνουν άκαρπες. Ο ερχομός όμως ενός απρόσμενου επισκέπτη ανατρέπει τα έως τότε δεδομένα και δίνει μια νέα διάσταση στην υπόθεση φωτίζοντας σκοτεινά σημεία της ζωής τους.

Με έντονο το ηθογραφικό στοιχείο, μεταφερόμαστε στην Κωνσταντινούπολη προς τα τέλη του 19ου αιώνα ιχνηλατώντας έθιμα, αντιλήψεις και προκαταλήψεις της εποχής. Οι τέσσερις ηθοποιοί δημιουργούν ένα υπαινικτικό ηχητικό περιβάλλον, τραγουδούν και εναλλάσσονται ανάμεσα σε ρόλους.

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον Βιζυηνό και τον 19ο αιώνα.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Όλη η ομάδα The Young Quill εντοπίσαμε μια ανάγκη προκειμένου να αναφερθούμε στο διαχρονικό ζήτημα της δικαιοσύνης, της απόδοσης αυτής και το συσχετισμό της με την ενοχή της συνείδησης. Το έναυσμα δόθηκε τόσο λόγω της επικαιρότητας του ζητήματος τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας όσο και λόγω του αισθήματος αδικίας που βιώνει μεγάλη μερίδα του κόσμου εν όψει της πανδημίας. Ως εκ τούτου, έχοντας μελετήσει κείμενα του Βιζυηνού, έργα του οποίου έχουν δραματοποιηθεί πολλάκις, αποφασίσαμε ότι το συγκεκριμένο διήγημα ταυτίζεται απόλυτα με την προαναφερθείσα θεματική. Μολονότι είχαμε ελάχιστο χρόνο για την προετοιμασία αυτού του δρώμενου θελήσαμε να παραμείνουμε συνεπείς και ακέραιοι απέναντι στην επιλογή μας και έτσι τολμήσαμε να καταπιαστούμε με ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας.

Πώς ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας γίνεται θεατρικό δρώμενο;

Νομίζω θα προτιμούσα τον χαρακτηρισμό  μουσικοθεατρικό δρώμενο, γιατί η παρουσία της ζωντανής μουσικής είναι καθοριστική ενώ και η κίνηση των ηθοποιών, διεκδικεί το δικό της μερίδιο στην περιγραφή αυτής της συνθήκης. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής -επί της ουσίας ο ίδιος ο Βιζυηνός γιατί το έργο εμπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία- διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο και ενεργοποιεί τη δράση των υπολοίπων χαρακτήρων. Οι ηθοποιοί εναλλάσσονται σε όλους τους ρόλους και παίζουν κρουστά όργανα τα οποία συμβάλουν στην εξέλιξη της δράσης. Δραματουργικά, το κείμενο πλαισιώνουν τραγούδια (δημοτικά, παραδοσιακά και τούρκικα) τα οποία υπηρετούν το κλίμα του. Όλα τα παραπάνω βέβαια, με απόλυτη προϋπόθεση τον σεβασμό στο πνεύμα του κειμένου και την προσεκτική επιλογή των συμβολισμών. Στόχος μας ήταν η αφήγηση και η ανάδειξη της ιστορίας του Βιζυηνού και όχι η δημιουργία ενός δρώμενου γεμάτο θεατρικούς εντυπωσιασμούς που ενδέχεται να αποπροσανατολίσουν τον θεατή προς άλλη κατεύθυνση.

Η ηθογραφία των τελών του 19ου αιώνα, πόσο μακριά είναι από τα σημερινά δεδομένα;

Τα κλασσικά αριστουργήματα θεωρώ ότι εκπέμπουν διαχρονικές δονήσεις γιατί μιλούν ευθύβολα για όσα μας πονούν. Πρόκειται για ένα αέναο αλισβερίσι γύρω από έννοιες, που μπορεί στο χρόνο ν’ αλλάζει το ντύμα τους αλλά στην ουσία τους παραμένουν οι ίδιες. Ο Βιζυηνός στο διήγημα του αυτό διερωτάται για το ζήτημα της ηθικής αυτουργίας και της δικαιοσύνης την ώρα που το ίδιο αυτό ζήτημα ήταν το πιο φλέγον την ελληνικής επικαιρότητας. Νομίζω, το γεγονός αυτό από μόνο του μας προσφέρει την απάντηση που ζητάμε.

Η ένοχη συνείδηση που θίγει ο Βιζυηνός, μπορεί τελικά να καταλαγιάσει ή πάντα θα ταλαιπωρεί το πρόσωπο κατά τη γνώμη σας;

Η ένοχη συνείδηση κατά την άποψη μου, πάντα θ’ αποζητά την λύτρωση. Ωστόσο, επειδή στον κόσμο της λογικής δεν υπάρχουν ασφαλή καταφύγια, γι’ αυτό και ο ήρωας στο έργο, «αποδρά»  σ’ ένα άλλο σύμπαν που προσφέρει τη λήθη απ’ όσα βαραίνουν την ψυχή του, τον κόσμο της τρέλας. Ερμηνεύω αυτή την επιλογή του Βιζυηνού ως μια δήλωση του απέναντι στην σκληρότητα της αλήθεια και στο κατά πόσο μπορεί να τη διαχειριστεί ο καθένας μας. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς τα τελευταία χρόνια της ζωής του ίδιου του συγγραφέα, φαίνεται ότι μέσα από το κείμενο αυτό μας έστρεψε το δάχτυλο προς μια πολύ γκρίζα περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης την οποία ο ίδιος γνώριζε καλά.

Γιατί θεωρείτε πως το έργο είναι επίκαιρο;

Ποτέ δεν θα σταματήσουμε να μιλάμε για δικαιοσύνη, όσο υπάρχει  αδικία, ποτέ δεν θα πάψουμε ν’ αναζητούμε στη ζωή, ποιος τελικά είναι ο θύτης και ποιος το θύμα. Και πάντα, θ’ αποζητούμε τη λύτρωση απ’ όσα καταδιώκουν την συνείδησή μας. Οριοθετώντας το πλαίσιο εννοιών και συμπεριφορών, πάντα θ’ ανακαλύπτουμε γκρίζες ζώνες που μας προκαλούν αμηχανία και μας προβληματίζουν. Πάνω σε αυτά τα πεδία κινούμαστε από τη στιγμή που ανακαλύπτουμε την ταυτότητά μας, μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνουμε. Αυτό το παιχνίδι, το γεμάτο ενοχές αλλά και ελπίδα και προσμονή να δεθούμε επιτέλους στον μίτο της Αριάδνης, που θα μας βγάλει από τα αδιέξοδά μας, δεν θα τελειώσει ποτέ.  Ο Βιζυηνός λειτούργησε καινοτόμα: καταδύθηκε στην ψυχή του και άγγιξε την δική μας. Μια τέτοια συνθήκη θα πάψει να είναι επίκαιρη μόνο αν ποτέ στον κόσμο πάψει να υπάρχει η φιλοσοφία, η ψυχολογία, η λογοτεχνία…

Την περίοδο αυτή, πόσο σημαντικό είναι να γίνεται θέατρο; Εσείς τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε;

Η μεγαλύτερη δύναμη του θεάτρου νομίζω ότι είναι η ικανότητά του να γεννά ερωτήσεις που παρακινούν το μυαλό να ταξιδέψει πέρα από τα προφανή. Συμβάλει σε μία διαδικασία ωρίμανσης, μέσα από μία εμπειρία μοναδικά ανεπανάληπτη: καμιά βραδιά δεν είναι η ίδια με την άλλη, γιατί υπάρχει αυτή η μαγική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κοινό και στη σκηνή. Είναι τρομερό πως οι άνθρωποι μέσω του θεάτρου, είτε ως άμεσα εμπλεκόμενοι με αυτό είτε ως θεατές, εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον αλλά και την ίδια τη θεατρική πράξη για την καλλιέργεια της ενσυναίσθηση μας. Αυτήν την συνθήκη έχουμε ανάγκη σε καιρούς χαλεπούς. Έχουμε ανάγκη μίας πνευματικής πυξίδας, μίας δεξαμενής σκέψεων που θα μας βοηθήσουν να πλοηγηθούμε στη ζωή μας. Δεν θα ήθελα να σας ταλαιπωρήσω με την προσωπική μου περιπέτεια: είναι κοινή με τον αγώνα των ανθρώπων της γενιάς μου, ν’ αρθρώσουμε τον δικό μας λόγο πλέοντας σε εντελώς αχαρτογράφητα νερά και με την ελάχιστη δυνατή, αν όχι μηδαμινή στήριξη της πολιτείας προς τον κλάδο μας.