Τον Οκτώβριο του 1944 δεν απελευθερώθηκε μόνο η πόλη των Αθηνών από το ζυγό του γερμανού κατακτητή, γεγονός που ευλόγως ανακαλούμε στη μνήμη μας κάθε χρόνο, στις 12 του μηνός, αλλά και συνήφθη η λεγόμενη συμφωνία των ζωνών επιρροής, που καθόρισε ουσιαστικά τις μετέπειτα εξελίξεις στη χώρα μας.

Η συμφωνία αυτή συνήφθη μόλις τρεις ημέρες νωρίτερα, στις 9 Οκτωβρίου 1944, πολύ μακριά από την ελληνική πρωτεύουσα, στη Μόσχα.

Στη συμφωνία της Μόσχας αναφέρεται ο κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος, οικονομολόγος και ακαδημαϊκός Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος (1904-1995), στο πλαίσιο μιας μακράς συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στο διακεκριμένο φιλόλογο, θεολόγο και ιστορικό Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλο σχετικά με την ταραγμένη για την Ελλάδα περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου (η εν λόγω συνέντευξη έλαβε τελικά τη μορφή βιβλίου, που εκδόθηκε το 1994 με τον τίτλο «Από την Κατοχή στον Εμφύλιο», εκδόσεις Παρουσία).

Ιδού λοιπόν πώς περιγράφει τα της συμφωνίας της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1944 ο Αγγελόπουλος:

Με την επίσκεψη του Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944 στη Μόσχα επισημοποιήθηκαν τα σχετικά με τις σφαίρες επιρροής και καθορίστηκαν τα οριστικά ποσοστά μεταξύ Άγγλων και Σοβιετικών στις Ανατολικές Χώρες, καθώς και στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια κοσμοϊστορική συμφωνία, καταδικαστέα βέβαια, που θα επηρεάσει τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ελλάδα. Για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα την εποχή εκείνη σκόπιμο είναι να αναφερθούμε στον ίδιον τον Τσώρτσιλ, που στα «Απομνημονεύματά» του μας δίνει μια ζωντανή περιγραφή αυτής της συμφωνίας. Ιδού το σχετικό απόσπασμα:

Το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Μόσχας, όπου γίναμε με πολλή εγκαρδιότητα και πολλές τιμές δεκτοί από τον Μολότωφ και διάφορες άλλες υψηλές προσωπικότητες. Αυτή τη φορά μείναμε στην ίδια τη Μόσχα και μας περιέβαλαν με κάθε φροντίδα και άνεση. Είχα ένα μικρό σπίτι, τέλεια επιπλωμένο, και ο Άντονυ [Ήντεν] ένα άλλο, πολύ κοντά στο δικό μου. Με χαρά γευματίσαμε μόνοι και ανεπαύθημεν. Η πρώτη σημαντική συνάντησις έλαβε χώρα στο Κρεμλίνο το ίδιο βράδυ, στις 10 μ.μ. Μόνον ο Στάλιν, ο Μολότωφ, ο Ήντεν και εγώ ήμασταν παρόντες, με διερμηνείς τον Ταγματάρχη Μπιρς και τον Παυλώφ. 

[…] Η στιγμή ήταν ευνοϊκή για να ενεργήσω και γι’ αυτό δήλωσα: «Ας ρυθμίσουμε τας υποθέσεις μας των Βαλκανίων. Τα στρατεύματά σας ευρίσκονται εις Ρουμανίαν και Βουλγαρίαν. Έχομεν συμφέροντα, αποστολάς και πράκτορας εις τας χώρας αυτάς. Ας αποφύγουμε να έλθουμε εις σύγκρουσιν διά θέματα τα οποία δεν αξίζουν τον κόπον. Όσον αφορά τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία, τι θα λέγατε διά μιαν υπεροχήν υμών κατά 90% εις την Ρουμανίαν, μίαν ημετέραν κυριαρχίαν κατά 90% εις την Ελλάδα και μίαν ισότητα 50-50 εις Γιουγκοσλαβίαν;» Ενώ μετέφραζαν τα λόγια μου, έγραψα σε μισό φύλλο χαρτιού:

Ρουμανία: Ρωσία 90%, Οι λοιποί 10%

Ελλάς: Μεγάλη Βρετανία 90% (εν συμφωνία μετά των Ηνωμένων Πολιτειών), Ρωσία 10%

Γιουγκοσλαβία: 50-50%

Ουγγαρία: 50-50%

Βουλγαρία: Ρωσία 75%, Οι λοιποί 25%

Έσπρωξα το χαρτί εμπρός στον Στάλιν, στον οποίον είχε γίνει ήδη η μετάφρασις των προηγουμένων. Ακολούθησε μια μικρή παύσις. Κατόπιν επήρε στο χέρι το μπλε του μολύβι, χάραξε ένα μεγάλο σημείο επάνω στο χαρτί, για να δείξει ότι το εγκρίνει, και μου επέστρεψε το χαρτί. Τα πάντα τακτοποιήθηκαν σε λιγότερο χρόνο απ’ ό,τι χρειάζεται τώρα για να τα γράψω.

Βεβαίως, είχαμε μελετήσει πολύν καιρό και με προσοχή το ζήτημα, και οι συμφωνίες αυτές ήσαν για την πολεμική και μόνον περίοδο. Όλα τα ευρύτερα προβλήματα παρέμεναν εκκρεμή από τις δύο πλευρές, για ό,τι ελπίζαμε τότε ότι θα ήταν μία διάσκεψις γύρω από το τραπέζι της ειρήνης μετά τη νίκη.

Ακολούθησε κατόπιν μακρά σιωπή. Το χαρτί, με την μπλε του γραμμή, παρέμενε στο κέντρο του τραπεζιού. Είπα τελικά: «Μήπως θεωρηθεί κάπως κυνικόν το να έχουμε ρυθμίσει τα προβλήματα αυτά από τα οποία εξαρτάται η τύχη εκατομμυρίων ατόμων κατά έναν τόσο πρόχειρον τρόπο; Ας κάψουμε το χαρτί αυτό». «Όχι, κρατήστε το» είπε ο Στάλιν.

Έτσι περιγράφει ο Τσώρτσιλ την καταπληκτική αυτή σκηνή, που καθόρισε τις τύχες των λαών της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα της χώρας μας, δίχως να ακουστεί η φωνή των λαών αυτών και προπαντός της Ελλάδας, που τόσες θυσίες υπέστη και που συνέβαλε αποφασιστικά στην έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι οι Μεγάλοι ρύθμισαν κατά τρόπο κυνικό και πρόχειρο, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων.

Τα ποσοστά αυτά που προτάθηκαν από τον Τσώρτσιλ έγιναν ευχαρίστως αποδεκτά από τον Στάλιν, αφού άλλωστε ουσιαστικά είχαν προσυμφωνηθεί ανεπίσημα. Ο Στάλιν έκρινε φυσιολογική την εξέλιξη αυτή ως προς τις Ανατολικές Χώρες, έπειτα από τις πολλές θυσίες που είχε υποστεί η χώρα του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Επιπλέον, η εκχώρηση ποσοστών επιρροής για τη Μεγάλη Βρετανία στις Ανατολικές Χώρες δεν τον ανησυχούσε, γιατί πίστευε, όπως και συνέβη, ότι η εκχώρηση αυτή θα ήταν περισσότερο θεωρητική, αφού στην πραγματικότητα η σοβιετική επιρροή, λόγω της γειτνίασης με τις χώρες αυτές, θα ήταν κυριαρχική. Όσον αφορά την Ελλάδα, το 10% που παραχωρούσε ο Τσώρτσιλ στη Σοβιετική Ένωση ικανοποιούσε τον Στάλιν, γιατί του έδινε το δικαίωμα να παρεμβαίνει άμεσα ή έμμεσα, ώστε να εξασφαλίσει την πλήρη κυριαρχία του στις Ανατολικές Χώρες.

Από την πλευρά του, ο Τσώρτσιλ συνέχισε στην περίπτωση αυτήν την παραδοσιακή πολιτική της τότε βρετανικής αυτοκρατορίας να εμποδίζει με κάθε μέσο οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή δύναμη να κατέβει στον ευαίσθητο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου μέσω Ελλάδας και Τουρκίας.

Όσοι και όσες διαβάσατε τις παραπάνω γραμμές πρέπει να έχετε κατά νουν ότι αποτελούν τη μαρτυρία μιας προσωπικότητας του πνεύματος, αλλά και ενός ανθρώπου της δράσεως (πέραν των άλλων, διετέλεσε Γραμματέας Οικονομικών της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, γνωστής ως Π.Ε.Ε.Α., και υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου), ο οποίος ανέκαθεν θεωρούσε την εθνική ενότητα και ομοψυχία ως πρωταρχική προϋπόθεση και βασικό παράγοντα για μια αναγεννητική προσπάθεια του έθνους.

Θέλουμε να πιστεύουμε ότι φωνές νηφαλιότητας και αντικειμενικότητας, όπως αυτή του Άγγελου Αγγελόπουλου, θα ακούγονται και θα εκτιμώνται πάντα, θα μας βοηθούν να ξεπερνούμε μύθους, φανατισμούς, υπερβολές και υπεραπλουστεύσεις, δεινά που ανέκαθεν ταλάνιζαν τον πολιτικό και κοινωνικό βίο της χώρας μας.