Διαφορετική θα είναι για πολλούς μαθητές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής η νέα σχολική χρονιά, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς δε θα βρεθούν στις σχολικές αίθουσες, ούτε θα γνωρίσουν τους καινούργιους τους δασκάλους.

Ένα συγκλονιστικό αφιέρωμα των New York Times αποτυπώνει τη νέα πραγματικότητα για εκατοντάδες γονείς, μαθητές και παιδιά, όπως αυτή διαμορφώνεται.

Λόγω της πανδημίας του κοροναϊού, οι μαθητές φέτος θα παραμείνουν στα σπίτια τους και θα κάνουν μαθήματα εξ αποστάσεως.

Εάν είναι τυχεροί, θα διαθέτουν λάπτοπ ή τάμπλετ και μια καλή σύνδεση στο διαδίκτυο, που αποτελούν τα βασικά εργαλεία για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση.

Αν δεν είναι τυχεροί, όμως, θα αποκλειστούν από την εκπαίδευση, χωρίς να φταίνε ούτε εκείνοι, ούτε οι γονείς τους.

Η συζήτηση για το πώς πρέπει να λειτουργήσει το σχολείο αυτό το φθινόπωρο ξεκίνησε εν μέσω πολιτικής διαίρεσης και αβεβαιότητας. Στις αρχές Αυγούστου, καθώς οι εκπαιδευτικοί εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια για το άνοιγμα των σχολείων, ο Πρόεδρος Τραμπ έγραψε στο Twitter «ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ !!!».

Το κόστος της εξ αποστάσεως διδασκαλίας

Παρόλο που ο κίνδυνος εμφάνισης εστιών του νέου κοροναϊού είναι πραγματικός, η εξ αποστάσεως διδασκαλία έχει πολύ μεγάλο κόστος. Όπως αναφέρει ο Τζάστιν Ράιχ, διευθυντής στο εργαστήριο διδασκαλίας του ΜΙΤ, στην εφημερίδα New York Times, το κλείσιμο των σχολείων έδειξε γρήγορα τα όρια της τεχνολογίας, καθώς η εξ αποστάσεως διδασκαλία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία μαθητών και καθηγητών στις σχολικές αίθουσες.

Η αμερικανική εφημερίδα απευθύνθηκε σε πέντε ειδικούς της εκπαίδευσης, οι οποίοι συμφωνούν ότι διδασκαλία από το σπίτι είχε πολύ μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο, όχι μόνο στη εκπαίδευση των μαθητών, αλλά και στην κοινωνικοποίησή τους. Σύμφωνα με τους ίδιους, περισσότερο από τα 2/3 των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης στις ΗΠΑ δήλωσαν ότι οι μαθητές έδειχναν ελάχιστη προσοχή στα εξ αποστάσεως μαθήματα, ενώ μαθητές σε οικογένειές χαμηλού εισοδήματος, έχασαν κατά μέσο όρο πέντε μήνες διδασκαλίας.

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας, οι συνέπειες αυτής της κατάστασης θα φανούν μετά από αρκετά χρόνια. Πολλοί μαθητές αναμένεται να εγκαταλείψουν το σχολείο, λόγω των περιορισμών της τεχνολογίας και των κοινωνικών ανισοτήτων, με αποτέλεσμα πτώση του μορφωτικού επιπέδου, που θα μεταφραστεί, τις περισσότερες φορές, σε χειρότερο επίπεδο ζωής. Το κλείσιμο των σχολείων στις ΗΠΑ δημιούργησε και σειρά άλλων προβλημάτων που έχουν να κάνουν με μαθητές που αντιμετωπίζουν ορισμένα προβλήματα μάθησης, ή έχουν ειδικές ανάγκες. Όπως αναφέρουν οι ειδικοί στην εφημερίδα New York Times, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι την ώρα που τα παιδιά συνδέονται για την εξ αποστάσεως διδασκαλία, δίνουν έστω και την παραμικρή σημασία στο μάθημα. Πρόβλημα που εντείνεται στις περιπτώσεις που οι γονείς εργάζονται και αφήνουν τα παιδιά τους μόνα τους στο σπίτι, μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή.

Το χάος στην εκπαίδευση

Λαμβάνοντας υπόψη τις αποτυχίες της αμερικανικής κυβέρνησης να διαχειριστεί την πανδημία, μόνο έκπληξη δεν προκαλεί στους ειδικούς, το χάος που επικρατεί στον τομέα της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τους ίδιους, παρόλο που άπαντες έβλεπαν ότι τα σχολεία ενδέχεται να παραμείνουν κλειστά, κανείς δεν επένδυσε στην αγορά υπολογιστών και στις συνδέσεις στο διαδίκτυο.

«Είμαστε μια εξαιρετικά πλούσια χώρα. Είναι εθνική ντροπή που υπάρχουν περιπτώσεις όπου τρία παιδιά μοιράζονται έναν μόνο υπολογιστή, ή που χρειάζεται να βρεθούν στο πάρκινγκ του σχολείου τους για να αποκτήσουν πρόσβαση στο στο Wi-Fi» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αμερικανική εφημερίδα, η οποία υπογραμμίζει ότι σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Εκπαίδευσης, σχεδόν οκτώ εκατομμύρια μαθητές δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, καθώς η οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους την καθιστά απαγορευτική .

Το καθολικό δικαίωμα στην εκπαίδευση δεν αναφέρεται στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα των ΗΠΑ, αλλά στα συντάγματα συγκεκριμένων πολιτειών, οι οποίες ρίχνουν το μπαλάκι στα σχολεία. Σύμφωνα με τους ειδικούς που μιλούν στην αμερικανική εφημερίδα, υπάρχει αυξημένος φόβος ότι πολλοί γονείς που έχουν την οικονομική άνεση, θα απογοητευτούν από το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και θα μεταφέρουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, με αποτέλεσμα να απαξιωθεί το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, οι ειδικοί προτείνουν την υιοθέτηση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ενός καθολικού πλάνου για την εκπαιδευτική πολιτική, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, και κυρίως στην Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

«Δεν μπορούν να πλένουν τα χέρια τους με σαπούνι»

«Σκέφτομαι τις ανησυχίες των εκπαιδευτικών στη Νέα Υόρκη καθώς μιλάμε για την επαναλειτουργία των σχολείων. Λένε ότι «δεν έχουμε καλό εξαερισμό στα σχολεία μας. Δεν έχουμε σαπούνι στα μπάνια μας. Δεν έχουμε χαρτί υγείας, οπότε πώς μπορούμε να επιστρέψουμε στο σχολείο; Και ρωτώ, Πώς το αφήσαμε να συμβεί αυτό; Πώς γίνεται μόνο σε μια πανδημία να ανησυχούμε για το γεγονός ότι τα παιδιά μας δεν μπορούν να πλένουν τα χέρια τους με σαπούνι όταν χρησιμοποιούν το μπάνιο σε δημόσια σχολεία; Δεν θέλω κανένα από τα παιδιά μας στο σχολείο με κακό αερισμό. Δεν θέλω οι εκπαιδευτικοί να πρέπει να προμηθεύουν χαρτί υγείας – Αν είναι δυνατόν, χαρτί υγείας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Προσεύχομαι λοιπόν να βγούμε πιο αποφασισμένοι», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Τζον Κινγκ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Education Trust.

Σύμφωνα με τον ίδιον, δεν υπάρχει πλέον πολυτέλεια να «καθίσουμε και να θρηνούμε και να λέμε πως είναι μια χαμένη χρονιά και μακάρι να είχαμε έναν διαφορετικό πρόεδρο ή έναν διαφορετικό κυβερνήτη. Πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας και να δώσουμε ευκαιρίες για εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές. Η ιστορία είναι χρήσιμη. Όταν καταργήθηκε ο θεσμός της δουλείας σε αυτή τη χώρα, οι απελευθερωμένοι πρώην σκλάβοι επεδίωξαν την μάθηση. Δημιούργησαν κολέγια και πανεπιστήμια, πέρασαν τους πρώτους νόμους στον Νότο για τη δημόσια εκπαίδευση που επέτρεπαν σε όλα τα παιδιά να πάνε στο σχολείο. Η επιδίωξη της εκπαίδευσης δεν βασίστηκε σε καμία εγγύηση ότι θα οδηγούσε σε καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά επειδή όλοι γνώριζαν ότι η εκπαίδευση ήταν το κλειδί για την ελευθερία σε αυτήν τη χώρα. Και ακόμα είναι».